Η Αλμήτρα είπε:
Μίλησέ μας για την Αγάπη.
Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρυσε το λαό, κι απλώθηκε βαθιά ησυχία. Και με φωνή μεγάλη είπε:
Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, Μ’ όλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα. Κι όταν τα φτερά της σ’ αγκαλιάσουν, παραδώσου, μ’ όλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει. Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψέ την, μ’ όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο. Γιατί, όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμά σου, είναι και για το κλάδεμά σου. Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο, Έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλλησή τους στο χώμα. Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της. Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει. Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου. Σε αλέθει για να σε λευκάνει. Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός. Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο.
Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου, και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής. Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης, Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης. Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου, και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου. Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της, και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της. Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται. γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη. Όταν αγαπάς, δε θα ‘πρεπε να λες: «Ο Θεός είναι στην καρδιά μου», αλλά μάλλον «Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού.» Και μη πιστέψεις ότι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία. Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία έκτος από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου: Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα. Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας. Να πληγωθείς από την ίδια τη γνώση σου της αγάπης. Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα. Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης. Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης· Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο μ’ ευγνωμοσύνη στην καρδιά. Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ’ έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.
ΚΑΙ μια γυναίκα μίλησε και είπε, Μίλησέ μας για τον Πόνο.
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
Ο πόνος σας είναι το σπάσιμο του όστρακου που περικλείει τη γνώση σας. Όπως το τσόφλι του καρπού πρέπει να σπάσει, για να βγει η καρδιά του στο φως του ήλιου, έτσι κι εσείς πρέπει να γνωρίσετε τον πόνο. Κι αν μπορούσατε να κρατάτε στην καρδιά σας το θαυμασμό για τα καθημερινά θαύματα της ζωής σας, ο πόνος δε θα σας φαινόταν λιγότερο θαυμαστός από τη χαρά σας. Και θα δεχόσαστε τις εποχές της καρδιάς σας, όπως δέχεστε από πάντα τις εποχές που περνούν πάνω από τα χωράφια σας. Και θα παρατηρούσατε με ηρεμία τους χειμώνες της θλίψης σας. Πολλούς από τους πόνους σας τους διαλέγετε μονάχοι. Είναι το πικρό φάρμακο που μ’ αυτό ο γιατρός που είναι μέσα σας θεραπεύει τον άρρωστο εαυτό σας. Γι’ αυτό, να εμπιστεύεστε το γιατρό, και να πίνετε το φάρμακό του, σιωπηλά και ήρεμα. Γιατί το χέρι του, αν και βαρύ και σκληρό, οδηγείται από το τρυφερό χέρι του Αόρατου, Και η κούπα που σας δίνει, μ’ όλο που καίει τα χείλη σας, είναι φτιαγμένη από τον πηλό που ο μεγάλος Αγγειοπλάστης μούσκεψε με τα δικά του άγια δάκρυα.
ΚΙ ένας αστρονόμος είπε, Δάσκαλε, τι έχεις να πεις για το Χρόνο;
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
Θα θέλατε να μετρήσετε το χρόνο που είναι χωρίς μέτρα και άμετρος.
Θα θέλατε να προσαρμόσετε τη διαγωγή σας, ακόμα και να κατευθύνετε την πορεία της ψυχής σας, σύμφωνα με τις ώρες και τις εποχές.
Θα θέλατε να κάνετε το χρόνο ένα ποταμάκι για να καθίσετε στην όχθη του και να παρακολουθείτε το κύλισμά του.
Ωστόσο, το άχρονο που είναι μέσα σας έχει επίγνωση του άχρονου της ζωής, Και ξέρει ότι το χθες δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ανάμνηση του σήμερα, και το αύριο, το όνειρο του σήμερα. Κι ότι αυτό που τραγουδά και διαλογίζεται μέσα σας κατοικεί ακόμα μέσα στα όρια της πρώτης εκείνης στιγμής που διασκόρπισε τα αστέρια στο διάστημα. Ποιός ανάμεσά σας δε νιώθει ότι η δύναμή του ν’ άγαπα είναι απεριόριστη; Αλλά και ποιός, ωστόσο, δεν αίσθάνεται ότι αυτή η ίδια η αγάπη, αν και απεριόριστη, είναι αιχμαλωτισμένη μέσα στο κέντρο της ύπαρξής του, και δεν πετά από σκέψη αγάπης σε άλλη σκέψη αγάπης, ούτε από πράξεις αγάπης σε άλλες πράξεις αγάπης; Και μήπως δεν είναι ο Χρόνος όπως είναι η αγάπη, αδιαίρετος και χωρίς ρυθμό; Αλλά αν στη σκέψη σας έχετε ανάγκη να μετράτε το χρόνο σε εποχές, κάνετε κάθε εποχή να περιλαμβάνει όλες τις άλλες εποχές, Και κάνετε το σήμερα να αγκαλιάζει το παρελθόν με την ανάμνηση και το μέλλον με τη λαχτάρα.
ΚΑΙ τότε η Αλμήτρα μίλησε ξανά, και είπε, Και τώρα θα σε ρωτήσουμε για το Θάνατο.
Κι εκείνος είπε:
Θέλετε να μάθετε το μυστικό του θανάτου. Αλλά πως θα το βρείτε αν δεν το γυρέψετε μέσα στην καρδιά της ζωής; Η κουκουβάγια που τα νυχτόθωρα μάτια της είναι τυφλά στο φως της μέρας, δεν μπορεί ν’ αποκαλύψει το μυστήριο του φωτός. Αν θέλετε πραγματικά ν’ αντικρύσετε την ψυχή του θανάτου, ανοίξτε την καρδιά σας ολάκερη στο σώμα της ζωής. Γιατί η ζωή κι ο θάνατος είναι ένα, καθώς ο ποταμός κι η θάλασσα είναι ένα. Στο βάθος των ελπίδων και των πόθων σας υπάρχει η σιωπηλή σας γνώση για το υπερπέραν. Και σαν τους σπόρους που ονειρεύονται κάτω από το χιόνι, η καρδιά σας ονειρεύεται την άνοιξη. Να εμπιστεύεστε τα όνειρα, γιατί σ’ αυτά είναι κρυμμένη η πύλη προς την αίωνιότητα. Ο φόβος σας για το θάνατο είναι σαν το τρεμούλιασμα του βοσκού όταν στέκεται μπροστά στο βασιλιά που το χέρι του θα τον ακουμπήσει για να τον τιμήσει. Μήπως δε χαίρεται ο βοσκός κάτω από το τρεμούλιασμά του, που θα φορέσει το μετάλλιο του βασιλιά; Κι ωστόσο, δεν είναι η ταραχή εκείνο που τον νοιάζει πιο πολύ; Γιατί, τι άλλο είναι ο θάνατος εκτός από το να σταθείς γυμνός μέσα στον άνεμο και να λιώσεις μέσα στον ήλιο; Και τι σημαίνει να πάψεις ν’ αναπνέεις εκτός από το να ελευθερώσεις την ανάσα από τα ασταμάτητα κύματά της, για να μπορέσει να υψωθεί και ν’ απλωθεί και να γυρέψει το Θεό ελαφριά κι ανεμπόδιστη; Μονάχα όταν πιείτε από το ποτάμι της σιωπής, θα μπορέσετε πραγματικά να τραγουδήσετε. Και μόνο όταν φτάσετε στη βουνοκορφή, θ’ αρχίσετε να σκαρφαλώνετε. Και όταν η γη γυρέψει τα μέλη σας, τότε μόνο θα χορέψετε πραγματικά.
Χαλίλ Γκιμπράν, Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ
πηγη
Μίλησέ μας για την Αγάπη.
Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρυσε το λαό, κι απλώθηκε βαθιά ησυχία. Και με φωνή μεγάλη είπε:
Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, Μ’ όλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα. Κι όταν τα φτερά της σ’ αγκαλιάσουν, παραδώσου, μ’ όλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει. Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψέ την, μ’ όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο. Γιατί, όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμά σου, είναι και για το κλάδεμά σου. Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο, Έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλλησή τους στο χώμα. Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της. Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει. Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου. Σε αλέθει για να σε λευκάνει. Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός. Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο.
Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου, και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής. Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης, Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης. Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου, και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου. Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της, και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της. Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται. γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη. Όταν αγαπάς, δε θα ‘πρεπε να λες: «Ο Θεός είναι στην καρδιά μου», αλλά μάλλον «Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού.» Και μη πιστέψεις ότι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία. Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία έκτος από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου: Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα. Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας. Να πληγωθείς από την ίδια τη γνώση σου της αγάπης. Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα. Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης. Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης· Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο μ’ ευγνωμοσύνη στην καρδιά. Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ’ έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.
ΚΑΙ μια γυναίκα μίλησε και είπε, Μίλησέ μας για τον Πόνο.
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
Ο πόνος σας είναι το σπάσιμο του όστρακου που περικλείει τη γνώση σας. Όπως το τσόφλι του καρπού πρέπει να σπάσει, για να βγει η καρδιά του στο φως του ήλιου, έτσι κι εσείς πρέπει να γνωρίσετε τον πόνο. Κι αν μπορούσατε να κρατάτε στην καρδιά σας το θαυμασμό για τα καθημερινά θαύματα της ζωής σας, ο πόνος δε θα σας φαινόταν λιγότερο θαυμαστός από τη χαρά σας. Και θα δεχόσαστε τις εποχές της καρδιάς σας, όπως δέχεστε από πάντα τις εποχές που περνούν πάνω από τα χωράφια σας. Και θα παρατηρούσατε με ηρεμία τους χειμώνες της θλίψης σας. Πολλούς από τους πόνους σας τους διαλέγετε μονάχοι. Είναι το πικρό φάρμακο που μ’ αυτό ο γιατρός που είναι μέσα σας θεραπεύει τον άρρωστο εαυτό σας. Γι’ αυτό, να εμπιστεύεστε το γιατρό, και να πίνετε το φάρμακό του, σιωπηλά και ήρεμα. Γιατί το χέρι του, αν και βαρύ και σκληρό, οδηγείται από το τρυφερό χέρι του Αόρατου, Και η κούπα που σας δίνει, μ’ όλο που καίει τα χείλη σας, είναι φτιαγμένη από τον πηλό που ο μεγάλος Αγγειοπλάστης μούσκεψε με τα δικά του άγια δάκρυα.
ΚΙ ένας αστρονόμος είπε, Δάσκαλε, τι έχεις να πεις για το Χρόνο;
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
Θα θέλατε να μετρήσετε το χρόνο που είναι χωρίς μέτρα και άμετρος.
Θα θέλατε να προσαρμόσετε τη διαγωγή σας, ακόμα και να κατευθύνετε την πορεία της ψυχής σας, σύμφωνα με τις ώρες και τις εποχές.
Θα θέλατε να κάνετε το χρόνο ένα ποταμάκι για να καθίσετε στην όχθη του και να παρακολουθείτε το κύλισμά του.
Ωστόσο, το άχρονο που είναι μέσα σας έχει επίγνωση του άχρονου της ζωής, Και ξέρει ότι το χθες δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ανάμνηση του σήμερα, και το αύριο, το όνειρο του σήμερα. Κι ότι αυτό που τραγουδά και διαλογίζεται μέσα σας κατοικεί ακόμα μέσα στα όρια της πρώτης εκείνης στιγμής που διασκόρπισε τα αστέρια στο διάστημα. Ποιός ανάμεσά σας δε νιώθει ότι η δύναμή του ν’ άγαπα είναι απεριόριστη; Αλλά και ποιός, ωστόσο, δεν αίσθάνεται ότι αυτή η ίδια η αγάπη, αν και απεριόριστη, είναι αιχμαλωτισμένη μέσα στο κέντρο της ύπαρξής του, και δεν πετά από σκέψη αγάπης σε άλλη σκέψη αγάπης, ούτε από πράξεις αγάπης σε άλλες πράξεις αγάπης; Και μήπως δεν είναι ο Χρόνος όπως είναι η αγάπη, αδιαίρετος και χωρίς ρυθμό; Αλλά αν στη σκέψη σας έχετε ανάγκη να μετράτε το χρόνο σε εποχές, κάνετε κάθε εποχή να περιλαμβάνει όλες τις άλλες εποχές, Και κάνετε το σήμερα να αγκαλιάζει το παρελθόν με την ανάμνηση και το μέλλον με τη λαχτάρα.
ΚΑΙ τότε η Αλμήτρα μίλησε ξανά, και είπε, Και τώρα θα σε ρωτήσουμε για το Θάνατο.
Κι εκείνος είπε:
Θέλετε να μάθετε το μυστικό του θανάτου. Αλλά πως θα το βρείτε αν δεν το γυρέψετε μέσα στην καρδιά της ζωής; Η κουκουβάγια που τα νυχτόθωρα μάτια της είναι τυφλά στο φως της μέρας, δεν μπορεί ν’ αποκαλύψει το μυστήριο του φωτός. Αν θέλετε πραγματικά ν’ αντικρύσετε την ψυχή του θανάτου, ανοίξτε την καρδιά σας ολάκερη στο σώμα της ζωής. Γιατί η ζωή κι ο θάνατος είναι ένα, καθώς ο ποταμός κι η θάλασσα είναι ένα. Στο βάθος των ελπίδων και των πόθων σας υπάρχει η σιωπηλή σας γνώση για το υπερπέραν. Και σαν τους σπόρους που ονειρεύονται κάτω από το χιόνι, η καρδιά σας ονειρεύεται την άνοιξη. Να εμπιστεύεστε τα όνειρα, γιατί σ’ αυτά είναι κρυμμένη η πύλη προς την αίωνιότητα. Ο φόβος σας για το θάνατο είναι σαν το τρεμούλιασμα του βοσκού όταν στέκεται μπροστά στο βασιλιά που το χέρι του θα τον ακουμπήσει για να τον τιμήσει. Μήπως δε χαίρεται ο βοσκός κάτω από το τρεμούλιασμά του, που θα φορέσει το μετάλλιο του βασιλιά; Κι ωστόσο, δεν είναι η ταραχή εκείνο που τον νοιάζει πιο πολύ; Γιατί, τι άλλο είναι ο θάνατος εκτός από το να σταθείς γυμνός μέσα στον άνεμο και να λιώσεις μέσα στον ήλιο; Και τι σημαίνει να πάψεις ν’ αναπνέεις εκτός από το να ελευθερώσεις την ανάσα από τα ασταμάτητα κύματά της, για να μπορέσει να υψωθεί και ν’ απλωθεί και να γυρέψει το Θεό ελαφριά κι ανεμπόδιστη; Μονάχα όταν πιείτε από το ποτάμι της σιωπής, θα μπορέσετε πραγματικά να τραγουδήσετε. Και μόνο όταν φτάσετε στη βουνοκορφή, θ’ αρχίσετε να σκαρφαλώνετε. Και όταν η γη γυρέψει τα μέλη σας, τότε μόνο θα χορέψετε πραγματικά.
Χαλίλ Γκιμπράν, Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ