Τι είναι ψυχή; Αυτό το ερώτημα απασχόλησε τη σκέψη των αρχαίων στοχαστών ήδη από τα πρώτα βήματα της φιλοσοφίας. Από τον Θαλή έως τον Αριστοτέλη, οι φιλόσοφοι προσπάθησαν να ορίσουν την ψυχή σύμφωνα με τη θεωρία τους: Η ψυχή είναι σφαιροειδή σχήματα (Δημόκριτος), σκόνες («ξύσματα», Πυθαγόρειοι), ο νοῦς (Αναξαγόρας), ο ἀήρ (Διογένης, Αναξιμένης), το πῦρ ή η ἀναθυμίασις (Ηράκλειτος), το ὕδωρ (Ίππων), το αἷμα (Κριτίας), η ἁρμονία (Πλάτων, Φαίδων 85e-86d). Ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που θα αφιερώσει ένα ολόκληρο έργο, το Περί ψυχής όπου στο Α΄ βιβλίο θα ξεκινήσει από τις θεωρίες των προγενεστέρων, ώστε «να κρατήσουμε όσα έχουν ειπωθεί σωστά και να προφυλαχτούμε από τις λανθασμένες απόψεις».
Ο Αριστοτέλης τις γνωρίζει όλες (και μάλιστα τα έργα του αποτελούν πηγή για τις θεωρίες των Προσωκρατικών) και τελικά θα τις αποδομήσει. Καμία δεν αντιστέκεται στην κριτική του. «Όλοι ορίζουν την ψυχή με τρία πράγματα, όπως είπαμε: με την κίνηση, την αίσθηση και το ασώματο» (405b11-12) παρατηρεί ο Αριστοτέλης. Μπορεί να οριστεί όμως με αυτά η ψυχή, δείχνει να αναρωτιέται. Πράγματι, το έμψυχο ον σε αντίθεση με το άψυχο έχει ιδία κίνηση, όπως και αίσθηση. Επιπλέον, ως φυσική συνέπεια της θεωρίας τους οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι ορίζουν την ψυχή με κάποιο στοιχείο, γεγονός που σύμφωνα με τον Αριστοτέλη καταλήγει σε άτοπο:
«Κάποιοι ισχυρίζονται ότι αυτή [η ψυχή] είναι αναμεμειγμένη με το σύμπαν, από όπου ίσως και ο Θαλής να συμπέρανε ότι τα πάντα είναι γεμάτα θεούς. Αυτό όμως έχει κάποιες δυσκολίες· καθώς για ποια αιτία όταν η ψυχή βρίσκεται στον αέρα και στη φωτιά (τῷ πυρὶ) δεν δημιουργεί ένα ζωντανό ον, αλλά στα μεικτά όντα [ενν. τους έμβιους οργανισμούς] δημιουργεί, ενώ φαίνεται να είναι ανώτερη από αυτά; Θα μπορούσε να ερευνήσει κάποιος και για ποια αιτία η ψυχή που βρίσκεται στον αέρα είναι ανώτερη και πιο αθάνατη από αυτή που βρίσκεται στα ζώα. Και στις δύο περιπτώσεις καταλήγουμε σε άτοπο και παράλογο: γιατί το να λες ζωντανό ον τη φωτιά ή τον αέρα είναι από τα πιο παράλογα πράγματα και το να μην τα λες ζωντανά (ζῷα) ενώ έχουν ψυχή είναι άτοπο.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 411a7-16
Είναι φανερό ότι, αν και συζητά όλες τις θεωρίες, ο Αριστοτέλης απομακρύνεται από την πρώιμη σκέψη των Φυσικών φιλοσόφων, όπως και από εκείνη του δασκάλου του, Πλάτωνα. Η μεγαλύτερή του ένσταση σε όλες τις θεωρίες είναι η αοριστία τους. Περιλαμβάνει ο ορισμός της ψυχής όλα τα έμψυχα όντα; Οι προγενέστεροι φιλόσοφοι δεν δείχνουν να το πρόσεξαν αυτό.
«Αλλά όλοι και όσοι λένε ότι η ψυχή αποτελείται από στοιχεία επειδή γνωρίζει και αισθάνεται τα όντα, και ότι είναι αυτό που κινεί περισσότερο (κινητικώτατον) δεν μιλούν για κάθε ψυχή (οὐ περὶ πάσης λέγουσι ψυχῆς). Γιατί ούτε κινούνται όλα τα όντα που έχουν αίσθηση. Και φαίνεται ότι υπάρχουν κάποια ζωντανά όντα που δεν κινούνται στον χώρο. Και όμως φαίνεται σαν να είναι αυτή η μοναδική κίνηση με την οποία η ψυχή κινεί το ζωντανό ον (τὸ ζῷον). Το ίδιο και όσοι δημιουργούν από τα στοιχεία τον νου και την ικανότητα για αίσθηση. Διότι φαίνεται ότι και τα φυτά ζουν χωρίς να έχουν την ικανότητα της κίνησης ούτε της αίσθησης, ενώ πολλά από τα ζώα δεν έχουν ούτε την ικανότητα να σκέφτονται (διάνοιαν οὐκ ἔχειν). Ακόμη κι αν κάποιος τα δεχόταν αυτά και θεωρούσε τον νου ως μέρος της ψυχής και το ίδιο την ικανότητα της αίσθησης, δεν θα μιλούσε γενικά για κάθε ψυχή ούτε για καμιά ψυχή συνολικά. Φαίνεται όμως ότι και η αρχή που υπάρχει στα φυτά είναι κάποιο είδος ψυχής. Αυτή η αρχή είναι η μοναδική κοινή ανάμεσα στα ζώα και στα φυτά. Χωρίζεται από την αισθητική αρχή, κανένα ον δεν έχει όμως αίσθηση χωρίς αυτή.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 410b16-30
Με αυτή την παρατήρηση κλείνει το Α΄ βιβλίο του Περὶ ψυχῆς όπου ο φιλόσοφος έχει παρουσιάσει κατ’ αρχάς όλες τις απόψεις των προγενέστερων φιλοσόφων. Τα λάθη τους έχουν ήδη επισημανθεί από τον συγγραφέα: Η ψυχή ούτε αποτελείται από τα στοιχεία ούτε όμως και να οριστεί με την κίνηση και την αίσθηση. Ο επιστήμονας Αριστοτέλης θα συνδέσει την ψυχή με το σώμα. Το έμψυχο ον αποτελείται από σώμα και ψυχή, από ύλη και μορφή (εἶδος). Αυτά τα δύο ακατάλυτα ενωμένα αποτελούν την ουσία του. Η πρώτη απόπειρα ορισμού της ψυχής ακολουθεί:
«Επειδή είναι σώμα και τέτοιου είδους αυτό που έχει ζωή, δεν θα μπορούσε η ψυχή να είναι το σώμα. Γιατί το σώμα δεν μπορεί να είναι αυτά που αποδίδονται σε ένα υποκείμενο, αλλά είναι μάλιστα το υποκείμενο και η ύλη. Είναι αναγκαίο άρα η ψυχή να είναι ουσία, ως μορφή σώματος φυσικού που έχει τη δυνατότητα της ζωής.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 412a16-20
Ο Αριστοτέλης όμως δεν έχει ολοκληρώσει τον ορισμό. Η έννοια της ἐντελέχειας κάνει την εμφάνισή της. Ο όρος είναι απαραίτητος προκειμένου να δηλώσει τη μετάβαση από τη κατάσταση της δυνατότητας σε αυτήν της ενέργειας. Μάλιστα, η κατοχή της ενέργειας αλλά η μη χρήση της (τῷ ἔχειν καὶ μὴ ἐνεργεῖν), θα ονομαστεί από τον ίδιο πρώτη ἐντελέχεια. Ο τελευταίος όρος που προστίθεται προκειμένου να ολοκληρωθεί ο ορισμός είναι το ὀργανικόν. Το φυσικό σώμα των έμβιων όντων που βρίσκεται στην κατάσταση της πρώτης εντελέχειας πρέπει να έχει όργανα. Τι όργανα όμως και για ποιον σκοπό; Έπειτα από μία μικρή παρένθεση που επεξηγεί τη σημασία των οργάνων, ο συγγραφέας του Περὶ ψυχῆς είναι έτοιμος να την ορίσει:
«Όργανα είναι και τα μέρη των φυτών αλλά εντελώς απλά, όπως το φύλλο που καλύπτει το περικάρπιο, και το περικάρπιο τον καρπό. Οι ρίζες από την άλλη είναι το ανάλογο του στόματος. Και τα δύο χρησιμοποιούνται για την τροφή. Αν λοιπόν πρέπει να πούμε κάτι κοινό για κάθε ψυχή, θα ήταν ότι η ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια ενός σώματος φυσικού οργανικού.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 412b1-5
Ο Αριστοτέλης θα υπερασπιστεί τον ορισμό του, καθώς κατά τον ίδιο πληροί τις προϋποθέσεις: Περιέχει και παρουσιάζει την αιτία, δεν είναι γενικός, αναφέρεται στο ατομικό είδος της κατώτερης ψυχής. Αντιθέτως, οι έως τώρα ορισμοί ήταν σαν συμπεράσματα, επιπλέον δεν περιλάμβαναν όλα τα είδη ψυχής ούτε όριζαν σε ποιο φυσικό σώμα (φυτού, ζώου, ανθρώπου) ανήκει το κάθε είδος ψυχής. Αλλά, για τον Αριστοτέλη, ψυχή και ζωή ταυτίζονται. Τα είδη της ψυχής αντιστοιχούν στα είδη της ζωής Το είδος της ψυχής εξαρτάται από το είδος του έμβιου όντος. Το κριτήριο του έμψυχου όντος είναι ότι έχει ζωή. Όχι η κίνηση ή η αίσθηση. Πολλά από τα έμψυχα (έμβια όντα) ούτε αισθάνονται ούτε κινούνται στον χώρο, αλλά ζουν:
«Λέμε λοιπόν λαμβάνοντας ως αρχή για την έρευνά μας ότι το έμψυχο διακρίνεται από το άψυχο λόγω της ζωής. Η ζωή λέγεται με πολλούς τρόπους κι αν ένας από αυτούς υπάρχει μόνο, τότε λέμε ότι το ον ζει, όπως ο νους, η αίσθηση, η κίνηση και στάση στον τόπο, ακόμη η κίνηση κατά την τροφή και ο μαρασμός και η αύξηση, γιατί φαίνεται ότι και τα φυτά ζουν.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 413a20-26
Η ζωή και η ψυχή για τον Αριστοτέλη περιλαμβάνουν τις ίδιες λειτουργίες και ορίζονται με τον ίδιο τρόπο. Ανακεφαλαιώνοντας τη θεωρία του, ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει όσα είπε για τη ζωή. Αυτή τη φορά όμως η ψυχή αντικαθιστά τον όρο ζωή. Αυτό δεν είναι περίεργο, καθώς για τον επιστήμονα Αριστοτέλη, οι όροι είναι συνώνυμοι.
«Προς το παρόν, ας πούμε μόνο αυτά: ότι η ψυχή είναι η αρχή αυτών [των όντων] που αναφέραμε και ορίζεται με αυτά, με το θρεπτικό, το αισθητικό, το διανοητικό και την κίνηση.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 413b11-13
Το έμψυχο και το έμβιο ον στον Αριστοτέλη ταυτίζονται. Δεν είναι ο άνθρωπος το μοναδικό ον με ψυχή ούτε τα ζώα, αλλά όλα όσα ζουν, συμπεριλαμβανομένων και των απλούστερων οργανισμών, όπως τα φυτά. Γιατί η ψυχή να είναι κάτι διαφορετικό από τη ζωή; Η αρχή αυτή διατρέχει όλη την αριστοτελική σκέψη, γεγονός που είναι εμφανές στα βιολογικά έργα, ένα εκ των οποίων είναι και το Περὶ ψυχῆς. Ψυχή δεν είναι μόνο η νόηση, γιατί αν οριστεί έτσι θα αποκλειστούν από τον ορισμό όσα έμψυχα όντα δεν έχουν το νοητικό μέρος της ψυχής. Ο Αριστοτέλης θα επιλέξει επομένως να ορίσει την ψυχή με την κατώτατη λειτουργία της, η οποία είναι κοινή σε όλα όσα ζουν. Το γεγονός αυτό δεν έχει γίνει αντιληπτό από αρκετούς μελετητές του (W. S. Hett, R. D. Hicks, W. D. Ross, L. J. Ackrill) οι οποίοι θεωρούν ότι ο φιλόσοφος δίνει έναν γενικό ορισμό της ψυχής σαν εκείνους που θεωρεί γελοίους:
«Είναι λοιπόν φανερό ότι μπορεί να υπάρξει ένας ορισμός της ψυχής όπως και του σχήματος. Γιατί ούτε εκεί υπάρχει ένα σχήμα εκτός από το τρίγωνο και όσα ακολουθούν, ούτε εδώ υπάρχει άλλη ψυχή εκτός από αυτές που είπαμε. Θα μπορούσε όμως να υπάρξει ένας κοινός ορισμός (λόγος κοινός) που θα εφαρμόζει σε όλα αλλά δεν θα ανήκει σε κανένα σχήμα. Το ίδιο συμβαίνει και για τις ψυχές που είπαμε. Γιατί είναι γελοίο να ζητάει κανείς τον κοινό ορισμό και σ’ αυτές τις περιπτώσεις και σε άλλες, ο οποίος ιδιαίτερος ορισμός (ἴδιος λόγος) δεν θα ανήκει σε κανένα ον, ούτε θα ανήκει στο οικείο και ατομικό είδος και να αφήνει στην άκρη έναν τέτοιο (ορισμό). Παραπλήσια με όσα συμβαίνουν στα σχήματα είναι και αυτά με την ψυχή· γιατί πάντοτε και στα σχήματα και στα έμψυχα στη διαδοχική τους σειρά υπάρχει το προηγούμενο δυνάμει στο επόμενο, όπως στο τετράγωνο το τρίγωνο και στο αισθητικό μέρος το θρεπτικό.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 414b20-32
Οι γελοίοι ορισμοί όμως, όπως ξεκαθαρίζει ο Αριστοτέλης, είναι οι γενικοί, που δεν αντιστοιχούν σε κανένα είδος. Αντιθέτως, ο ίδιος, όντας προσεκτικότατος στους ορισμούς του, ορίζει την ψυχή (και τη ζωή) με το κατώτατο είδος της, το θρεπτικό. Μόνο αν οριστεί έτσι η ψυχή θα περιλαμβάνει όλα όσα ζουν, από τον απλούστερο οργανισμό -που έχει μόνο μία λειτουργία (τη θρεπτική)- έως τον άνθρωπο -που έχει όλες τις λειτουργίες (θρεπτικό, αίσθηση, κίνηση, νόηση). Διότι, η ψυχή ορίζεται με το κοινό της μέρος σε όλα όσα ζουν, που δεν είναι άλλο από το θρεπτικό.
«Αν πρέπει να πούμε κάτι κοινό για κάθε ψυχή, θα ήταν ότι είναι η πρώτη εντελέχεια (η ενεργοποίηση της δυνατότητας) ενός φυσικού σώματος (φυτού, ζώου, ανθρώπου) που έχει όργανα (για να τρέφεται).»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 412b4-5
Η ψυχή λοιπόν ορίζεται με την ικανότητα που έχει οποιοδήποτε έμψυχο ον να τρέφεται. Τι γίνεται όμως με τον νου; Περιλαμβάνεται στον ορισμό της ψυχής; Μπορεί να επιβιώσει μετά τον θάνατο; Ο Αριστοτέλης θα ακολουθήσει τη συνέπεια της θεωρίας του: Ο νους μπορεί να είναι παθητικός (ο ατομικός νους που περιλαμβάνει τη μνήμη, τη φαντασία κτλ.) και ποιητικός. Ο δεύτερος είναι χωριστός, έρχεται θύραθεν. Δεν θα εξεταστεί στο Περὶ ψυχῆς, καθώς δεν ανήκει στο υποκείμενο:
«Όταν χωριστεί ο νους, είναι το μόνο που είναι, και αυτό είναι αθάνατο και αΐδιο. Δεν θυμόμαστε τότε, γιατί αυτό [που μένει] είναι απαθές, ενώ ο παθητικός νους είναι φθαρτός και χωρίς αυτόν [το ον] δεν νοεί τίποτε.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 430a22-25
Η επιβίωση της ατομικής ψυχής μετά τον θάνατο δεν ανήκει στην αριστοτελική θεωρία. Ο θάνατος είναι το χειρότερο από όλα γιατί είναι το τέλος της ζωής.
«Ο θάνατος είναι πολύ φοβερό πράγμα· γιατί είναι το τέλος (πέρας), και στον πεθαμένο δεν φαίνεται τίποτε ούτε καλό ούτε κακό.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1115a26-27
πηγη
Ο Αριστοτέλης τις γνωρίζει όλες (και μάλιστα τα έργα του αποτελούν πηγή για τις θεωρίες των Προσωκρατικών) και τελικά θα τις αποδομήσει. Καμία δεν αντιστέκεται στην κριτική του. «Όλοι ορίζουν την ψυχή με τρία πράγματα, όπως είπαμε: με την κίνηση, την αίσθηση και το ασώματο» (405b11-12) παρατηρεί ο Αριστοτέλης. Μπορεί να οριστεί όμως με αυτά η ψυχή, δείχνει να αναρωτιέται. Πράγματι, το έμψυχο ον σε αντίθεση με το άψυχο έχει ιδία κίνηση, όπως και αίσθηση. Επιπλέον, ως φυσική συνέπεια της θεωρίας τους οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι ορίζουν την ψυχή με κάποιο στοιχείο, γεγονός που σύμφωνα με τον Αριστοτέλη καταλήγει σε άτοπο:
«Κάποιοι ισχυρίζονται ότι αυτή [η ψυχή] είναι αναμεμειγμένη με το σύμπαν, από όπου ίσως και ο Θαλής να συμπέρανε ότι τα πάντα είναι γεμάτα θεούς. Αυτό όμως έχει κάποιες δυσκολίες· καθώς για ποια αιτία όταν η ψυχή βρίσκεται στον αέρα και στη φωτιά (τῷ πυρὶ) δεν δημιουργεί ένα ζωντανό ον, αλλά στα μεικτά όντα [ενν. τους έμβιους οργανισμούς] δημιουργεί, ενώ φαίνεται να είναι ανώτερη από αυτά; Θα μπορούσε να ερευνήσει κάποιος και για ποια αιτία η ψυχή που βρίσκεται στον αέρα είναι ανώτερη και πιο αθάνατη από αυτή που βρίσκεται στα ζώα. Και στις δύο περιπτώσεις καταλήγουμε σε άτοπο και παράλογο: γιατί το να λες ζωντανό ον τη φωτιά ή τον αέρα είναι από τα πιο παράλογα πράγματα και το να μην τα λες ζωντανά (ζῷα) ενώ έχουν ψυχή είναι άτοπο.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 411a7-16
Είναι φανερό ότι, αν και συζητά όλες τις θεωρίες, ο Αριστοτέλης απομακρύνεται από την πρώιμη σκέψη των Φυσικών φιλοσόφων, όπως και από εκείνη του δασκάλου του, Πλάτωνα. Η μεγαλύτερή του ένσταση σε όλες τις θεωρίες είναι η αοριστία τους. Περιλαμβάνει ο ορισμός της ψυχής όλα τα έμψυχα όντα; Οι προγενέστεροι φιλόσοφοι δεν δείχνουν να το πρόσεξαν αυτό.
«Αλλά όλοι και όσοι λένε ότι η ψυχή αποτελείται από στοιχεία επειδή γνωρίζει και αισθάνεται τα όντα, και ότι είναι αυτό που κινεί περισσότερο (κινητικώτατον) δεν μιλούν για κάθε ψυχή (οὐ περὶ πάσης λέγουσι ψυχῆς). Γιατί ούτε κινούνται όλα τα όντα που έχουν αίσθηση. Και φαίνεται ότι υπάρχουν κάποια ζωντανά όντα που δεν κινούνται στον χώρο. Και όμως φαίνεται σαν να είναι αυτή η μοναδική κίνηση με την οποία η ψυχή κινεί το ζωντανό ον (τὸ ζῷον). Το ίδιο και όσοι δημιουργούν από τα στοιχεία τον νου και την ικανότητα για αίσθηση. Διότι φαίνεται ότι και τα φυτά ζουν χωρίς να έχουν την ικανότητα της κίνησης ούτε της αίσθησης, ενώ πολλά από τα ζώα δεν έχουν ούτε την ικανότητα να σκέφτονται (διάνοιαν οὐκ ἔχειν). Ακόμη κι αν κάποιος τα δεχόταν αυτά και θεωρούσε τον νου ως μέρος της ψυχής και το ίδιο την ικανότητα της αίσθησης, δεν θα μιλούσε γενικά για κάθε ψυχή ούτε για καμιά ψυχή συνολικά. Φαίνεται όμως ότι και η αρχή που υπάρχει στα φυτά είναι κάποιο είδος ψυχής. Αυτή η αρχή είναι η μοναδική κοινή ανάμεσα στα ζώα και στα φυτά. Χωρίζεται από την αισθητική αρχή, κανένα ον δεν έχει όμως αίσθηση χωρίς αυτή.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 410b16-30
Με αυτή την παρατήρηση κλείνει το Α΄ βιβλίο του Περὶ ψυχῆς όπου ο φιλόσοφος έχει παρουσιάσει κατ’ αρχάς όλες τις απόψεις των προγενέστερων φιλοσόφων. Τα λάθη τους έχουν ήδη επισημανθεί από τον συγγραφέα: Η ψυχή ούτε αποτελείται από τα στοιχεία ούτε όμως και να οριστεί με την κίνηση και την αίσθηση. Ο επιστήμονας Αριστοτέλης θα συνδέσει την ψυχή με το σώμα. Το έμψυχο ον αποτελείται από σώμα και ψυχή, από ύλη και μορφή (εἶδος). Αυτά τα δύο ακατάλυτα ενωμένα αποτελούν την ουσία του. Η πρώτη απόπειρα ορισμού της ψυχής ακολουθεί:
«Επειδή είναι σώμα και τέτοιου είδους αυτό που έχει ζωή, δεν θα μπορούσε η ψυχή να είναι το σώμα. Γιατί το σώμα δεν μπορεί να είναι αυτά που αποδίδονται σε ένα υποκείμενο, αλλά είναι μάλιστα το υποκείμενο και η ύλη. Είναι αναγκαίο άρα η ψυχή να είναι ουσία, ως μορφή σώματος φυσικού που έχει τη δυνατότητα της ζωής.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 412a16-20
Ο Αριστοτέλης όμως δεν έχει ολοκληρώσει τον ορισμό. Η έννοια της ἐντελέχειας κάνει την εμφάνισή της. Ο όρος είναι απαραίτητος προκειμένου να δηλώσει τη μετάβαση από τη κατάσταση της δυνατότητας σε αυτήν της ενέργειας. Μάλιστα, η κατοχή της ενέργειας αλλά η μη χρήση της (τῷ ἔχειν καὶ μὴ ἐνεργεῖν), θα ονομαστεί από τον ίδιο πρώτη ἐντελέχεια. Ο τελευταίος όρος που προστίθεται προκειμένου να ολοκληρωθεί ο ορισμός είναι το ὀργανικόν. Το φυσικό σώμα των έμβιων όντων που βρίσκεται στην κατάσταση της πρώτης εντελέχειας πρέπει να έχει όργανα. Τι όργανα όμως και για ποιον σκοπό; Έπειτα από μία μικρή παρένθεση που επεξηγεί τη σημασία των οργάνων, ο συγγραφέας του Περὶ ψυχῆς είναι έτοιμος να την ορίσει:
«Όργανα είναι και τα μέρη των φυτών αλλά εντελώς απλά, όπως το φύλλο που καλύπτει το περικάρπιο, και το περικάρπιο τον καρπό. Οι ρίζες από την άλλη είναι το ανάλογο του στόματος. Και τα δύο χρησιμοποιούνται για την τροφή. Αν λοιπόν πρέπει να πούμε κάτι κοινό για κάθε ψυχή, θα ήταν ότι η ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια ενός σώματος φυσικού οργανικού.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 412b1-5
Ο Αριστοτέλης θα υπερασπιστεί τον ορισμό του, καθώς κατά τον ίδιο πληροί τις προϋποθέσεις: Περιέχει και παρουσιάζει την αιτία, δεν είναι γενικός, αναφέρεται στο ατομικό είδος της κατώτερης ψυχής. Αντιθέτως, οι έως τώρα ορισμοί ήταν σαν συμπεράσματα, επιπλέον δεν περιλάμβαναν όλα τα είδη ψυχής ούτε όριζαν σε ποιο φυσικό σώμα (φυτού, ζώου, ανθρώπου) ανήκει το κάθε είδος ψυχής. Αλλά, για τον Αριστοτέλη, ψυχή και ζωή ταυτίζονται. Τα είδη της ψυχής αντιστοιχούν στα είδη της ζωής Το είδος της ψυχής εξαρτάται από το είδος του έμβιου όντος. Το κριτήριο του έμψυχου όντος είναι ότι έχει ζωή. Όχι η κίνηση ή η αίσθηση. Πολλά από τα έμψυχα (έμβια όντα) ούτε αισθάνονται ούτε κινούνται στον χώρο, αλλά ζουν:
«Λέμε λοιπόν λαμβάνοντας ως αρχή για την έρευνά μας ότι το έμψυχο διακρίνεται από το άψυχο λόγω της ζωής. Η ζωή λέγεται με πολλούς τρόπους κι αν ένας από αυτούς υπάρχει μόνο, τότε λέμε ότι το ον ζει, όπως ο νους, η αίσθηση, η κίνηση και στάση στον τόπο, ακόμη η κίνηση κατά την τροφή και ο μαρασμός και η αύξηση, γιατί φαίνεται ότι και τα φυτά ζουν.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 413a20-26
Η ζωή και η ψυχή για τον Αριστοτέλη περιλαμβάνουν τις ίδιες λειτουργίες και ορίζονται με τον ίδιο τρόπο. Ανακεφαλαιώνοντας τη θεωρία του, ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει όσα είπε για τη ζωή. Αυτή τη φορά όμως η ψυχή αντικαθιστά τον όρο ζωή. Αυτό δεν είναι περίεργο, καθώς για τον επιστήμονα Αριστοτέλη, οι όροι είναι συνώνυμοι.
«Προς το παρόν, ας πούμε μόνο αυτά: ότι η ψυχή είναι η αρχή αυτών [των όντων] που αναφέραμε και ορίζεται με αυτά, με το θρεπτικό, το αισθητικό, το διανοητικό και την κίνηση.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 413b11-13
Το έμψυχο και το έμβιο ον στον Αριστοτέλη ταυτίζονται. Δεν είναι ο άνθρωπος το μοναδικό ον με ψυχή ούτε τα ζώα, αλλά όλα όσα ζουν, συμπεριλαμβανομένων και των απλούστερων οργανισμών, όπως τα φυτά. Γιατί η ψυχή να είναι κάτι διαφορετικό από τη ζωή; Η αρχή αυτή διατρέχει όλη την αριστοτελική σκέψη, γεγονός που είναι εμφανές στα βιολογικά έργα, ένα εκ των οποίων είναι και το Περὶ ψυχῆς. Ψυχή δεν είναι μόνο η νόηση, γιατί αν οριστεί έτσι θα αποκλειστούν από τον ορισμό όσα έμψυχα όντα δεν έχουν το νοητικό μέρος της ψυχής. Ο Αριστοτέλης θα επιλέξει επομένως να ορίσει την ψυχή με την κατώτατη λειτουργία της, η οποία είναι κοινή σε όλα όσα ζουν. Το γεγονός αυτό δεν έχει γίνει αντιληπτό από αρκετούς μελετητές του (W. S. Hett, R. D. Hicks, W. D. Ross, L. J. Ackrill) οι οποίοι θεωρούν ότι ο φιλόσοφος δίνει έναν γενικό ορισμό της ψυχής σαν εκείνους που θεωρεί γελοίους:
«Είναι λοιπόν φανερό ότι μπορεί να υπάρξει ένας ορισμός της ψυχής όπως και του σχήματος. Γιατί ούτε εκεί υπάρχει ένα σχήμα εκτός από το τρίγωνο και όσα ακολουθούν, ούτε εδώ υπάρχει άλλη ψυχή εκτός από αυτές που είπαμε. Θα μπορούσε όμως να υπάρξει ένας κοινός ορισμός (λόγος κοινός) που θα εφαρμόζει σε όλα αλλά δεν θα ανήκει σε κανένα σχήμα. Το ίδιο συμβαίνει και για τις ψυχές που είπαμε. Γιατί είναι γελοίο να ζητάει κανείς τον κοινό ορισμό και σ’ αυτές τις περιπτώσεις και σε άλλες, ο οποίος ιδιαίτερος ορισμός (ἴδιος λόγος) δεν θα ανήκει σε κανένα ον, ούτε θα ανήκει στο οικείο και ατομικό είδος και να αφήνει στην άκρη έναν τέτοιο (ορισμό). Παραπλήσια με όσα συμβαίνουν στα σχήματα είναι και αυτά με την ψυχή· γιατί πάντοτε και στα σχήματα και στα έμψυχα στη διαδοχική τους σειρά υπάρχει το προηγούμενο δυνάμει στο επόμενο, όπως στο τετράγωνο το τρίγωνο και στο αισθητικό μέρος το θρεπτικό.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 414b20-32
Οι γελοίοι ορισμοί όμως, όπως ξεκαθαρίζει ο Αριστοτέλης, είναι οι γενικοί, που δεν αντιστοιχούν σε κανένα είδος. Αντιθέτως, ο ίδιος, όντας προσεκτικότατος στους ορισμούς του, ορίζει την ψυχή (και τη ζωή) με το κατώτατο είδος της, το θρεπτικό. Μόνο αν οριστεί έτσι η ψυχή θα περιλαμβάνει όλα όσα ζουν, από τον απλούστερο οργανισμό -που έχει μόνο μία λειτουργία (τη θρεπτική)- έως τον άνθρωπο -που έχει όλες τις λειτουργίες (θρεπτικό, αίσθηση, κίνηση, νόηση). Διότι, η ψυχή ορίζεται με το κοινό της μέρος σε όλα όσα ζουν, που δεν είναι άλλο από το θρεπτικό.
«Αν πρέπει να πούμε κάτι κοινό για κάθε ψυχή, θα ήταν ότι είναι η πρώτη εντελέχεια (η ενεργοποίηση της δυνατότητας) ενός φυσικού σώματος (φυτού, ζώου, ανθρώπου) που έχει όργανα (για να τρέφεται).»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 412b4-5
Η ψυχή λοιπόν ορίζεται με την ικανότητα που έχει οποιοδήποτε έμψυχο ον να τρέφεται. Τι γίνεται όμως με τον νου; Περιλαμβάνεται στον ορισμό της ψυχής; Μπορεί να επιβιώσει μετά τον θάνατο; Ο Αριστοτέλης θα ακολουθήσει τη συνέπεια της θεωρίας του: Ο νους μπορεί να είναι παθητικός (ο ατομικός νους που περιλαμβάνει τη μνήμη, τη φαντασία κτλ.) και ποιητικός. Ο δεύτερος είναι χωριστός, έρχεται θύραθεν. Δεν θα εξεταστεί στο Περὶ ψυχῆς, καθώς δεν ανήκει στο υποκείμενο:
«Όταν χωριστεί ο νους, είναι το μόνο που είναι, και αυτό είναι αθάνατο και αΐδιο. Δεν θυμόμαστε τότε, γιατί αυτό [που μένει] είναι απαθές, ενώ ο παθητικός νους είναι φθαρτός και χωρίς αυτόν [το ον] δεν νοεί τίποτε.»
Αριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς 430a22-25
Η επιβίωση της ατομικής ψυχής μετά τον θάνατο δεν ανήκει στην αριστοτελική θεωρία. Ο θάνατος είναι το χειρότερο από όλα γιατί είναι το τέλος της ζωής.
«Ο θάνατος είναι πολύ φοβερό πράγμα· γιατί είναι το τέλος (πέρας), και στον πεθαμένο δεν φαίνεται τίποτε ούτε καλό ούτε κακό.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1115a26-27