Οι Ρίζες της Ηθικότητας: Γιατί Είμαστε Καλοί;
Έχει δαρβινική προέλευση το ηθικό μας αίσθημα;
Εκ πρώτης όψεως, η δαρβινική ιδέα ότι κινητήρια δύναμη της εξέλιξης είναι η φυσική επιλογή φαίνεται ακατάλληλη να εξηγήσει όση καλοσύνη διαθέτουμε, ή τα συναισθήματα ηθικότητας, ευπρέπειας, ενσυναίσθησης και ελέους. Η φυσική επιλογή μπορεί εύκολα να εξηγήσει την πείνα, το φόβο και τον σεξουαλικό πόθο, αφού όλα συμβάλλουν ευθέως στην επιβίωσή μας ή τη διατήρηση των γονιδίων μας. Αλλά τι γίνεται με τον βασανιστικό οίκτο που αισθανόμαστε όταν βλέπουμε ένα ορφανό παιδί να κλαίει, μια ηλικιωμένη χήρα απελπισμένη στη μοναξιά της ή ένα ζώο να βογκά από πόνο; Τι μας κάνει να νιώθουμε την έντονη παρόρμηση να στείλουμε ανώνυμα μια χρηματική συνεισφορά ή ρουχισμό στα θύματα ενός τσουνάμι στην άλλη άκρη του κόσμου, τα οποία δεν θα συναντήσουμε ποτέ και πιθανότατα δεν θα μας ανταποδώσουν τη χάρη; Από πού προέρχεται ο καλός Σαμαρείτης μέσα μας; Μήπως η καλοσύνη δεν είναι ασύμβατη με τη θεωρία του «εγωιστικού γονιδίου»; Όχι. Πρόκειται για συνηθισμένη παρεξήγηση της θεωρίας —μια λυπηρή (και, εκ των υστέρων, προβλέψιμη) παρεξήγηση. Χρειάζεται οπωσδήποτε να τονίσουμε τη σωστή λέξη. Η έμφαση πρέπει να δοθεί στο εγωιστικό γονίδιο, διότι έρχεται σε αντίθεση με τον εγωιστικό οργανισμό, φέρ’ ειπείν, ή με το εγωιστικό είδος. Ας το εξηγήσω.
Σύμφωνα με τη λογική του δαρβινισμού, η μονάδα στην ιεραρχία της ζωής η οποία επιβιώνει και περνά από το φίλτρο της φυσικής επιλογής θα τείνει να είναι εγωιστική. Στον κόσμο επιβιώνουν όσες μονάδες επιτυγχάνουν να επιβιώσουν εις βάρος των ανταγωνιστών τους στο ίδιο με αυτές επίπεδο ιεραρχίας. Τούτο ακριβώς σημαίνει ο όρος «εγωιστικό» εν προκειμένω. Αναδύεται τώρα το ερώτημα: Ποιο είναι το επίπεδο της δράσης; Όλη η ιδέα του εγωιστικού γονιδίου, με τη σωστή έμφαση στη δεύτερη λέξη, έγκειται στο ότι η μονάδα της φυσικής επιλογής (δηλαδή η μονάδα του ίδιου συμφέροντος) δεν συνίσταται στον εγωιστικό οργανισμό ούτε στην εγωιστική ομάδα ή το εγωιστικό είδος ή το εγωιστικό οικοσύστημα, αλλά στο εγωιστικό γονίδιο. Το γονίδιο είναι εκείνο το οποίο, με τη μορφή της πληροφορίας, είτε επιβιώνει επί πολλές γενεές είτε όχι. Αντίθετα με το γονίδιο (και το μιμίδιο, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε), ο οργανισμός, η ομάδα και το είδος δεν αποτελούν τον σωστό τύπο οντότητας που να μπορεί να παίξει το ρόλο μονάδας υπό αυτή την έννοια, διότι δεν παράγουν ακριβή αντίγραφα του εαυτού τους και δεν ανταγωνίζονται σε μια δεξαμενή τέτοιων αυτοαναπαραγόμενων οντοτήτων. Τούτο ακριβώς είναι που κάνουν τα γονίδια, και αυτό αποτελεί την —ουσιαστικά λογική— δικαιολογία για να ξεχωρίσουμε το γονίδιο ως μονάδα «εγωισμού», με την ειδική δαρβινική έννοια του όρου.
Ο πλέον προφανής τρόπος με τον οποίο τα γονίδια εξασφαλίζουν τη δική τους «εγωιστική» επιβίωση σε σχέση με άλλα γονίδια είναι μέσω του προγραμματισμού μεμονωμένων οργανισμών ώστε να είναι εγωιστικοί. Υπάρχουν πράγματι πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες η επιβίωση του μεμονωμένου οργανισμού θα ευνοήσει την επιβίωση των γονιδίων που μεταφέρει μέσα του. Αλλά διαφορετικές περιπτώσεις ευνοούν διαφορετικές τακτικές: κάποιες φορές —όχι ιδιαίτερα σπάνιες— τα γονίδια εξασφαλίζουν τη δική τους εγωιστική επιβίωση επηρεάζοντας τους οργανισμούς ώστε να συμπεριφέρονται αλτρουιστικά. Τέτοιες περιπτώσεις έχουν πλέον κατανοηθεί αρκετά ικανοποιητικά και εμπίπτουν σε δύο βασικές κατηγορίες. Ένα γονίδιο το οποίο προγραμματίζει μεμονωμένους οργανισμούς ώστε να ευνοούν τα γενετικά συγγενή του είναι στατιστικώς πιθανό να ωφελεί αντίγραφά του. Η συχνότητα ενός τέτοιου γονιδίου στη γονιδιακή δεξαμενή μπορεί να αυξηθεί μέχρις ότου ο αλτρουισμός μεταξύ συγγενών καταστεί ο κανόνας. Η καλοσύνη κάποιου απέναντι στα παιδιά του αποτελεί το πιο προφανές παράδειγμα, αλλά δεν είναι το μόνο. Οι μέλισσες, οι σφήκες, τα μυρμήγκια, οι τερμίτες και, σε μικρότερο βαθμό, ορισμένα σπονδυλωτά όπως οι ποντικοί ασπάλακες, οι σουρικάτες και οι τσικλιτάρες έχουν σχηματίσει μέσω της εξέλιξης κοινωνίες στις οποίες τα μεγαλύτερα νεογνά φροντίζουν τα νεότερα (με τα οποία πιθανώς μοιράζονται τα ίδια υπεύθυνα για τη φροντίδα γονίδια). Γενικά, όπως έδειξε ο αείμνηστος συνάδελφός μου W.D. Hamilton, τα ζώα συνήθως φροντίζουν, υπερασπίζονται, μοιράζονται τους πόρους, προειδοποιούν για τον κίνδυνο ή συμπεριφέρονται με διάφορους τρόπους αλτρουιστικά απέναντι στους στενούς συγγενείς, Λόγω της στατιστικής πιθανότητας οι συγγενείς να φέρουν αντίγραφα των ίδιων γονιδίων.
Ο άλλος κύριος τύπος αλτρουισμού για τον οποίο έχουμε μια καλώς επεξεργασμένη δαρβινική λογική εξήγηση είναι ο αμοιβαίος αλτρουισμός («βάστα με να σε βαστώ»), Η εν λόγω θεωρία, την οποία εισήγαγε αρχικά στην εξελικτική βιολογία ο Robert Trivers και η οποία εκφράζεται συχνά με τη μαθηματική γλώσσα της θεωρίας παιγνίων, δεν εξαρτάται από την κοινότητα γονιδίων. Πράγματι, λειτουργεί εξίσου καλά, ίσως καλύτερα, μεταξύ μελών πολύ διαφορετικών ειδών, οπότε συχνά ονομάζεται συμβίωση. Η ίδια αρχή αποτελεί επίσης τη βάση κάθε εμπορίου και συναλλαγής μεταξύ ανθρώπων. Ο κυνηγός χρειάζεται ένα δόρυ και ο σιδηρουργός θέλει κρέας. Η ασυμμετρία μεσολαβεί για ένα διακανονισμό. Η μέλισσα χρειάζεται νέκταρ και το άνθος χρειάζεται επικονίαση. Τα άνθη δεν μπορούν να πετά-ξουν, έτσι «πληρώνουν» τις μέλισσες με νόμισμα το νέκταρ, για να δανειστούν τα φτερά τους. Τα πουλιά μελισσοδείκτες μπορούν να ανακαλύψουν τις φωλιές των μελισσών, αλλά δεν μπορούν να εισβάλουν σε αυτές. Οι μελλιβόρες (συγγενείς του ασβού) μπορούν να εισβάλουν στις φωλιές των μελισσών, αλλά δεν έχουν φτερά ώστε να τις εντοπίσουν. Έτσι, οι μελισσο-δείκτες οδηγούν τις μελλιβόρες (και μερικές φορές τους ανθρώπους) στο μέλι με ένα ειδικό προκλητικό πέταγμα, το οποίο δεν χρησιμοποιούν για κανέναν άλλο σκοπό. Και οι δύο πλευρές ωφελούνται από τη συναλλαγή. Ένα κομμάτι χρυσού ίσως βρίσκεται κάτω από μια μεγάλη πέτρα, πολύ βαριά για να τη μετακινήσει εκείνος που το ανακαλύπτει. Καταφεύγει λοιπόν στη βοήθεια άλλων, έστω κι αν χρειαστεί να μοιραστεί το χρυσό, διότι χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα αποκτούσε τίποτε. Τα ζωικά βασίλεια βρίθουν τέτοιων αμοιβαίων σχέσεων: βούβαλοι και βουφάγοι, σωληνοειδή άνθη και κολιμπρί, επινέφελοι και λαμπρίδες-καθαριστές, αγελάδες και μικροοργανισμοί στο πεπτικό τους σύστημα. Ο αμοιβαίος αλτρουισμός λειτουργεί εξαιτίας ασυμμετριών μεταξύ αναγκών και ικανότητας για την ικανοποίησή τους. Νά γιατί λειτουργεί ιδιαίτερα καλά μεταξύ διαφορετικών ειδών: οι ασυμμετρίες εκεί είναι μεγαλύτερες.
Μεταξύ των ανθρώπων, οι συναλλαγματικές και το χρήμα συνιστούν τρόπους οι οποίοι επιτρέπουν καθυστερήσεις στις συναλλαγές. Τα συναλλασσόμενα μέρη δεν παραδίδουν τα αγαθά ταυτοχρόνως, αλλά μπορούν να χρεώνονται για το μέλλον, ακόμη και να εμπορεύονται το χρέος με άλλους. Εκτός από τους ανθρώπους, κανένα ζώο σε άγρια κατάσταση, απ’ όσο γνωρίζω, δεν διαθέτει το αντίστοιχο του χρήματος. Αλλά η ανάμνηση της ταυτότητας ατόμων παίζει τον ίδιο περίπου ρόλο, αλλά πιο «ανεπίσημα». Οι νυχτερίδες βαμπίρ μαθαίνουν ποια άτομα της κοινωνικής ομάδας τους είναι αξιόπιστα ως προς την πληρωμή των χρεών τους (σε αναμασημένο αίμα) και ποια άτομα εξαπατούν. Η φυσική επιλογή ευνοεί γονίδια τα οποία προδιαθέτουν τα άτομα, σε σχέσεις ασύμμετρων αναγκών και ευκαιριών, να δίνουν όταν μπορούν και να ζητούν ανταπόδοση όταν δεν μπορούν. Ευνοεί επίσης τις τάσεις προς απομνημόνευση των υποχρεώσεων, διατήρηση παραπόνων, αστυνόμευση των σχέσεων ανταλλαγής και τιμωρία όσων εξαπατούν παίρνοντας αλλά όχι δίνοντας όταν έρθει η σειρά τους.
Και τούτο διότι πάντα θα υπάρχουν απατεώνες, και οι ευσταθείς λύσεις των παιγνιοθεωρητικών γρίφων του αμοιβαίου αλτρουισμού πάντοτε περιέχουν ένα στοιχείο τιμωρίας της εξαπάτησης. Η μαθηματική θεωρία επιτρέπει δύο ευρείες κλάσεις ευσταθών λύσεων σε «παίγνια» αυτού του είδους. Η λύση «να είσαι πάντα κακός» είναι ευσταθής κατά το ότι, εάν όλοι οι άλλοι κάνουν το ίδιο, ένα μοναδικό καλό άτομο δεν μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα. Αλλά υπάρχει άλλη μία στρατηγική η οποία φαίνεται επίσης ευσταθής («ευσταθής» σημαίνει ότι, αφότου υπερβεί μια κρίσιμη συχνότητα εντός του πληθυσμού, καμία εναλλακτική λύση δεν είναι καλύτερη). Πρόκειται για τη στρατηγική «να είσαι καλός αρχικά και όχι καχύποπτος απέναντι στους άλλους. Στη συνέχεια, να ανταποδίδεις τις καλές πράξεις με καλές, αλλά να εκδικείσαι τις κακές πράξεις». Στη γλώσσα της θεωρίας παιγνίων, αυτή η στρατηγική (ή η οικογένεια σχετικών στρατηγικών) έχει διάφορα ονόματα, όπως «μία σου και μία μου» ή «αμοιβαιότητας και ανταπόδοσης» ή «ίσου πλήγματος». Είναι ευσταθής από εξελικτική άποψη υπό ορισμένες συνθήκες, με την έννοια ότι, δεδομένου ενός πληθυσμού ο οποίος κυριαρχείται από ανταποδότες, κανένα κακό άτομο και κανένα ανεπιφύλακτα καλό άτομο δεν θα έχει καλύτερη τύχη. Υπάρχουν άλλες, συνθετότερες παραλλαγές τού «μία σου και μία μου», οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν καλύτερα αποτελέσματα.
Έχω αναφέρει τη συγγένεια και την ανταπόδοση ως δίδυμους πυλώνες του αλτρουισμού σε έναν δαρβινικό κόσμο, αλλά υπάρχουν δευτερεύουσες δομές οι οποίες στηρίζονται στους βασικούς αυτούς πυλώνες. Ιδιαίτερα στην ανθρώπινη κοινωνία, με τη γλώσσα και το κουτσομπολιό, η φήμη είναι σημαντική. Ένα άτομο ίσως φημίζεται για την ευγένεια και τη γενναιοδωρία του. Ένα άλλο άτομο ίσως έχει τη φήμη ότι είναι αναξιόπιστο, ότι εξαπατά και παραβιάζει τις συμφωνίες. Κάποιο άλλο ίσως έχει τη φήμη ότι φέρεται γενναιόδωρα απέναντι σε όσους έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη του, αλλά ότι τιμωρεί ανελέητα όσους το εξαπατούν. Η απλή θεωρία του αμοιβαίου αλτρουισμού αναμένει από τα ζώα κάθε είδους να βασίζουν τη συμπεριφορά τους στην ασυνείδητη ανταπόκριση σε τέτοια χαρακτηριστικά των ομοίων τους. Στις ανθρώπινες κοινωνίες εκμεταλλευόμαστε τη δύναμη της γλώσσας για τη διάδοση της φήμης, συνήθως με τη μορφή κουτσομπολιού. Δεν χρειάζεται να έχει υποστεί κάποιος προσωπικά την άρνηση του X να κεράσει όταν έρθει η σειρά του.
πηγη
Έχει δαρβινική προέλευση το ηθικό μας αίσθημα;
Εκ πρώτης όψεως, η δαρβινική ιδέα ότι κινητήρια δύναμη της εξέλιξης είναι η φυσική επιλογή φαίνεται ακατάλληλη να εξηγήσει όση καλοσύνη διαθέτουμε, ή τα συναισθήματα ηθικότητας, ευπρέπειας, ενσυναίσθησης και ελέους. Η φυσική επιλογή μπορεί εύκολα να εξηγήσει την πείνα, το φόβο και τον σεξουαλικό πόθο, αφού όλα συμβάλλουν ευθέως στην επιβίωσή μας ή τη διατήρηση των γονιδίων μας. Αλλά τι γίνεται με τον βασανιστικό οίκτο που αισθανόμαστε όταν βλέπουμε ένα ορφανό παιδί να κλαίει, μια ηλικιωμένη χήρα απελπισμένη στη μοναξιά της ή ένα ζώο να βογκά από πόνο; Τι μας κάνει να νιώθουμε την έντονη παρόρμηση να στείλουμε ανώνυμα μια χρηματική συνεισφορά ή ρουχισμό στα θύματα ενός τσουνάμι στην άλλη άκρη του κόσμου, τα οποία δεν θα συναντήσουμε ποτέ και πιθανότατα δεν θα μας ανταποδώσουν τη χάρη; Από πού προέρχεται ο καλός Σαμαρείτης μέσα μας; Μήπως η καλοσύνη δεν είναι ασύμβατη με τη θεωρία του «εγωιστικού γονιδίου»; Όχι. Πρόκειται για συνηθισμένη παρεξήγηση της θεωρίας —μια λυπηρή (και, εκ των υστέρων, προβλέψιμη) παρεξήγηση. Χρειάζεται οπωσδήποτε να τονίσουμε τη σωστή λέξη. Η έμφαση πρέπει να δοθεί στο εγωιστικό γονίδιο, διότι έρχεται σε αντίθεση με τον εγωιστικό οργανισμό, φέρ’ ειπείν, ή με το εγωιστικό είδος. Ας το εξηγήσω.
Σύμφωνα με τη λογική του δαρβινισμού, η μονάδα στην ιεραρχία της ζωής η οποία επιβιώνει και περνά από το φίλτρο της φυσικής επιλογής θα τείνει να είναι εγωιστική. Στον κόσμο επιβιώνουν όσες μονάδες επιτυγχάνουν να επιβιώσουν εις βάρος των ανταγωνιστών τους στο ίδιο με αυτές επίπεδο ιεραρχίας. Τούτο ακριβώς σημαίνει ο όρος «εγωιστικό» εν προκειμένω. Αναδύεται τώρα το ερώτημα: Ποιο είναι το επίπεδο της δράσης; Όλη η ιδέα του εγωιστικού γονιδίου, με τη σωστή έμφαση στη δεύτερη λέξη, έγκειται στο ότι η μονάδα της φυσικής επιλογής (δηλαδή η μονάδα του ίδιου συμφέροντος) δεν συνίσταται στον εγωιστικό οργανισμό ούτε στην εγωιστική ομάδα ή το εγωιστικό είδος ή το εγωιστικό οικοσύστημα, αλλά στο εγωιστικό γονίδιο. Το γονίδιο είναι εκείνο το οποίο, με τη μορφή της πληροφορίας, είτε επιβιώνει επί πολλές γενεές είτε όχι. Αντίθετα με το γονίδιο (και το μιμίδιο, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε), ο οργανισμός, η ομάδα και το είδος δεν αποτελούν τον σωστό τύπο οντότητας που να μπορεί να παίξει το ρόλο μονάδας υπό αυτή την έννοια, διότι δεν παράγουν ακριβή αντίγραφα του εαυτού τους και δεν ανταγωνίζονται σε μια δεξαμενή τέτοιων αυτοαναπαραγόμενων οντοτήτων. Τούτο ακριβώς είναι που κάνουν τα γονίδια, και αυτό αποτελεί την —ουσιαστικά λογική— δικαιολογία για να ξεχωρίσουμε το γονίδιο ως μονάδα «εγωισμού», με την ειδική δαρβινική έννοια του όρου.
Ο πλέον προφανής τρόπος με τον οποίο τα γονίδια εξασφαλίζουν τη δική τους «εγωιστική» επιβίωση σε σχέση με άλλα γονίδια είναι μέσω του προγραμματισμού μεμονωμένων οργανισμών ώστε να είναι εγωιστικοί. Υπάρχουν πράγματι πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες η επιβίωση του μεμονωμένου οργανισμού θα ευνοήσει την επιβίωση των γονιδίων που μεταφέρει μέσα του. Αλλά διαφορετικές περιπτώσεις ευνοούν διαφορετικές τακτικές: κάποιες φορές —όχι ιδιαίτερα σπάνιες— τα γονίδια εξασφαλίζουν τη δική τους εγωιστική επιβίωση επηρεάζοντας τους οργανισμούς ώστε να συμπεριφέρονται αλτρουιστικά. Τέτοιες περιπτώσεις έχουν πλέον κατανοηθεί αρκετά ικανοποιητικά και εμπίπτουν σε δύο βασικές κατηγορίες. Ένα γονίδιο το οποίο προγραμματίζει μεμονωμένους οργανισμούς ώστε να ευνοούν τα γενετικά συγγενή του είναι στατιστικώς πιθανό να ωφελεί αντίγραφά του. Η συχνότητα ενός τέτοιου γονιδίου στη γονιδιακή δεξαμενή μπορεί να αυξηθεί μέχρις ότου ο αλτρουισμός μεταξύ συγγενών καταστεί ο κανόνας. Η καλοσύνη κάποιου απέναντι στα παιδιά του αποτελεί το πιο προφανές παράδειγμα, αλλά δεν είναι το μόνο. Οι μέλισσες, οι σφήκες, τα μυρμήγκια, οι τερμίτες και, σε μικρότερο βαθμό, ορισμένα σπονδυλωτά όπως οι ποντικοί ασπάλακες, οι σουρικάτες και οι τσικλιτάρες έχουν σχηματίσει μέσω της εξέλιξης κοινωνίες στις οποίες τα μεγαλύτερα νεογνά φροντίζουν τα νεότερα (με τα οποία πιθανώς μοιράζονται τα ίδια υπεύθυνα για τη φροντίδα γονίδια). Γενικά, όπως έδειξε ο αείμνηστος συνάδελφός μου W.D. Hamilton, τα ζώα συνήθως φροντίζουν, υπερασπίζονται, μοιράζονται τους πόρους, προειδοποιούν για τον κίνδυνο ή συμπεριφέρονται με διάφορους τρόπους αλτρουιστικά απέναντι στους στενούς συγγενείς, Λόγω της στατιστικής πιθανότητας οι συγγενείς να φέρουν αντίγραφα των ίδιων γονιδίων.
Ο άλλος κύριος τύπος αλτρουισμού για τον οποίο έχουμε μια καλώς επεξεργασμένη δαρβινική λογική εξήγηση είναι ο αμοιβαίος αλτρουισμός («βάστα με να σε βαστώ»), Η εν λόγω θεωρία, την οποία εισήγαγε αρχικά στην εξελικτική βιολογία ο Robert Trivers και η οποία εκφράζεται συχνά με τη μαθηματική γλώσσα της θεωρίας παιγνίων, δεν εξαρτάται από την κοινότητα γονιδίων. Πράγματι, λειτουργεί εξίσου καλά, ίσως καλύτερα, μεταξύ μελών πολύ διαφορετικών ειδών, οπότε συχνά ονομάζεται συμβίωση. Η ίδια αρχή αποτελεί επίσης τη βάση κάθε εμπορίου και συναλλαγής μεταξύ ανθρώπων. Ο κυνηγός χρειάζεται ένα δόρυ και ο σιδηρουργός θέλει κρέας. Η ασυμμετρία μεσολαβεί για ένα διακανονισμό. Η μέλισσα χρειάζεται νέκταρ και το άνθος χρειάζεται επικονίαση. Τα άνθη δεν μπορούν να πετά-ξουν, έτσι «πληρώνουν» τις μέλισσες με νόμισμα το νέκταρ, για να δανειστούν τα φτερά τους. Τα πουλιά μελισσοδείκτες μπορούν να ανακαλύψουν τις φωλιές των μελισσών, αλλά δεν μπορούν να εισβάλουν σε αυτές. Οι μελλιβόρες (συγγενείς του ασβού) μπορούν να εισβάλουν στις φωλιές των μελισσών, αλλά δεν έχουν φτερά ώστε να τις εντοπίσουν. Έτσι, οι μελισσο-δείκτες οδηγούν τις μελλιβόρες (και μερικές φορές τους ανθρώπους) στο μέλι με ένα ειδικό προκλητικό πέταγμα, το οποίο δεν χρησιμοποιούν για κανέναν άλλο σκοπό. Και οι δύο πλευρές ωφελούνται από τη συναλλαγή. Ένα κομμάτι χρυσού ίσως βρίσκεται κάτω από μια μεγάλη πέτρα, πολύ βαριά για να τη μετακινήσει εκείνος που το ανακαλύπτει. Καταφεύγει λοιπόν στη βοήθεια άλλων, έστω κι αν χρειαστεί να μοιραστεί το χρυσό, διότι χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα αποκτούσε τίποτε. Τα ζωικά βασίλεια βρίθουν τέτοιων αμοιβαίων σχέσεων: βούβαλοι και βουφάγοι, σωληνοειδή άνθη και κολιμπρί, επινέφελοι και λαμπρίδες-καθαριστές, αγελάδες και μικροοργανισμοί στο πεπτικό τους σύστημα. Ο αμοιβαίος αλτρουισμός λειτουργεί εξαιτίας ασυμμετριών μεταξύ αναγκών και ικανότητας για την ικανοποίησή τους. Νά γιατί λειτουργεί ιδιαίτερα καλά μεταξύ διαφορετικών ειδών: οι ασυμμετρίες εκεί είναι μεγαλύτερες.
Μεταξύ των ανθρώπων, οι συναλλαγματικές και το χρήμα συνιστούν τρόπους οι οποίοι επιτρέπουν καθυστερήσεις στις συναλλαγές. Τα συναλλασσόμενα μέρη δεν παραδίδουν τα αγαθά ταυτοχρόνως, αλλά μπορούν να χρεώνονται για το μέλλον, ακόμη και να εμπορεύονται το χρέος με άλλους. Εκτός από τους ανθρώπους, κανένα ζώο σε άγρια κατάσταση, απ’ όσο γνωρίζω, δεν διαθέτει το αντίστοιχο του χρήματος. Αλλά η ανάμνηση της ταυτότητας ατόμων παίζει τον ίδιο περίπου ρόλο, αλλά πιο «ανεπίσημα». Οι νυχτερίδες βαμπίρ μαθαίνουν ποια άτομα της κοινωνικής ομάδας τους είναι αξιόπιστα ως προς την πληρωμή των χρεών τους (σε αναμασημένο αίμα) και ποια άτομα εξαπατούν. Η φυσική επιλογή ευνοεί γονίδια τα οποία προδιαθέτουν τα άτομα, σε σχέσεις ασύμμετρων αναγκών και ευκαιριών, να δίνουν όταν μπορούν και να ζητούν ανταπόδοση όταν δεν μπορούν. Ευνοεί επίσης τις τάσεις προς απομνημόνευση των υποχρεώσεων, διατήρηση παραπόνων, αστυνόμευση των σχέσεων ανταλλαγής και τιμωρία όσων εξαπατούν παίρνοντας αλλά όχι δίνοντας όταν έρθει η σειρά τους.
Και τούτο διότι πάντα θα υπάρχουν απατεώνες, και οι ευσταθείς λύσεις των παιγνιοθεωρητικών γρίφων του αμοιβαίου αλτρουισμού πάντοτε περιέχουν ένα στοιχείο τιμωρίας της εξαπάτησης. Η μαθηματική θεωρία επιτρέπει δύο ευρείες κλάσεις ευσταθών λύσεων σε «παίγνια» αυτού του είδους. Η λύση «να είσαι πάντα κακός» είναι ευσταθής κατά το ότι, εάν όλοι οι άλλοι κάνουν το ίδιο, ένα μοναδικό καλό άτομο δεν μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα. Αλλά υπάρχει άλλη μία στρατηγική η οποία φαίνεται επίσης ευσταθής («ευσταθής» σημαίνει ότι, αφότου υπερβεί μια κρίσιμη συχνότητα εντός του πληθυσμού, καμία εναλλακτική λύση δεν είναι καλύτερη). Πρόκειται για τη στρατηγική «να είσαι καλός αρχικά και όχι καχύποπτος απέναντι στους άλλους. Στη συνέχεια, να ανταποδίδεις τις καλές πράξεις με καλές, αλλά να εκδικείσαι τις κακές πράξεις». Στη γλώσσα της θεωρίας παιγνίων, αυτή η στρατηγική (ή η οικογένεια σχετικών στρατηγικών) έχει διάφορα ονόματα, όπως «μία σου και μία μου» ή «αμοιβαιότητας και ανταπόδοσης» ή «ίσου πλήγματος». Είναι ευσταθής από εξελικτική άποψη υπό ορισμένες συνθήκες, με την έννοια ότι, δεδομένου ενός πληθυσμού ο οποίος κυριαρχείται από ανταποδότες, κανένα κακό άτομο και κανένα ανεπιφύλακτα καλό άτομο δεν θα έχει καλύτερη τύχη. Υπάρχουν άλλες, συνθετότερες παραλλαγές τού «μία σου και μία μου», οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν καλύτερα αποτελέσματα.
Έχω αναφέρει τη συγγένεια και την ανταπόδοση ως δίδυμους πυλώνες του αλτρουισμού σε έναν δαρβινικό κόσμο, αλλά υπάρχουν δευτερεύουσες δομές οι οποίες στηρίζονται στους βασικούς αυτούς πυλώνες. Ιδιαίτερα στην ανθρώπινη κοινωνία, με τη γλώσσα και το κουτσομπολιό, η φήμη είναι σημαντική. Ένα άτομο ίσως φημίζεται για την ευγένεια και τη γενναιοδωρία του. Ένα άλλο άτομο ίσως έχει τη φήμη ότι είναι αναξιόπιστο, ότι εξαπατά και παραβιάζει τις συμφωνίες. Κάποιο άλλο ίσως έχει τη φήμη ότι φέρεται γενναιόδωρα απέναντι σε όσους έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη του, αλλά ότι τιμωρεί ανελέητα όσους το εξαπατούν. Η απλή θεωρία του αμοιβαίου αλτρουισμού αναμένει από τα ζώα κάθε είδους να βασίζουν τη συμπεριφορά τους στην ασυνείδητη ανταπόκριση σε τέτοια χαρακτηριστικά των ομοίων τους. Στις ανθρώπινες κοινωνίες εκμεταλλευόμαστε τη δύναμη της γλώσσας για τη διάδοση της φήμης, συνήθως με τη μορφή κουτσομπολιού. Δεν χρειάζεται να έχει υποστεί κάποιος προσωπικά την άρνηση του X να κεράσει όταν έρθει η σειρά του.
Μαθαίνει από τις διαδόσεις ότι ο X είναι «σπαγκοραμμένος», ή —προσθέτοντας μια ειρωνική νότα στο παράδειγμα— ότι ο Ψ είναι τρομερός σπερμολόγος. Η φήμη έχει σημασία, και οι βιολόγοι μπορούν να αναγνωρίσουν μια δαρβινική επιβιωτική αξία όχι απλώς όταν είναι κανείς καλός ανταποδότης, αλλά και όταν καλλιεργεί τη φήμη ότι είναι καλός ανταποδότης. Το βιβλίο The Origins of Virtue (Η καταγωγή της αρετής) του Matt Ridley, εκτός του ότι αποτελεί μια γλαφυρή περιγραφή όλου του τομέα της δαρβινικής ηθικότητας, κρίνεται ιδιαίτερα καλό και όσον αφορά τη φήμη.
Ο νορβηγοαμερικανός οικονομολόγος Thorstein Veblen και, κατά διαφορετικό μάλλον τρόπο, ο ισραηλινός ζωολόγος Amotz Zahavi έχουν προσθέσει μια επιπλέον συναρπαστική ιδέα. Η αλτρουιστική προσφορά ίσως αποτελεί διαφήμιση κυριαρχίας ή ανωτερότητας. Οι ανθρωπολόγοι τη γνωρίζουν ως «φαινόμενο πότλατς», ονομασία προερχόμενη από το έθιμο κάποιων φυλών του βορειοδυτικού Ειρηνικού να ανταγωνίζονται μεταξύ τους επιδιδόμενες σε καταστροφικά υπερπολυτελείς εορτές. Σε ακραίες περιπτώσεις, τέτοιοι ανταποδοτικοί «αγώνες διασκέδασης» συνεχίζονται μέχρις ότου η μία πλευρά να περιπέσει σε πλήρη ένδεια, χωρίς ο νικητής να βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση. Η έννοια της «επιδεικτικής κατανάλωσης» του Veblen κάτι σημαίνει για πολλούς παρατηρητές της σύγχρονης σκηνής. Η συνεισφορά τού Zahavi, παραγνωρισμένη από τους βιολόγους επί πολλά χρόνια μέχρις ότου επιβεβαιώθηκε με τη βοήθεια λαμπρών μαθηματικών μοντέλων από τον θεωρητικό Alan Grafen, συνίσταται στην εισαγωγή μιας εξελικτικής εκδοχής της ιδέας τού πότλατς. Ο Zahavi μελετά αραβικές τσίχλες, μικρά φαιόχρωμα πτηνά τα οποία ζουν σε κοινωνικές ομάδες και φροντίζουν τα νεογνά τους συνεργατικά. Όπως πολλά μικρά πτηνά, οι τσίχλες κρώζουν προειδοποιητικά και επίσης προσφέρουν τροφή η μία στην άλλη. Μια συνήθης δαρβινική μελέτη τέτοιων αλτρουιστικών ενεργειών θα αναζητούσε, καταρχάς, σχέσεις ανταπόδοσης και συγγένειας μεταξύ των πτηνών. Όταν μια τσίχλα τρέφει σύντροφό της, το κάνει επειδή αναμένει να τραφεί η ίδια αργότερα; Ή μήπως ο αποδέκτης της εύνοιάς της είναι στενός γενετικός συγγενής; Η ερμηνεία τού Zahavi ξαφνιάζει: Οι κυρίαρχες τσίχλες επιβεβαιώνουν την κυριαρχία τους τρέφοντας τις κυριαρχούμενες. Για να χρησιμοποιήσουμε τη μεταφορική γλώσσα στην οποία αρέσκεται ο Zahavi, το κυρίαρχο πτηνό μοιάζει να λέει: «Κοίτα πόσο ανώτερος σου είμαι· έχω τη δυνατότητα να σε τρέφω». Ή «Κοίτα πόσο ανώτερος είμαι· τολμώ να εκθέσω τον εαυτό μου στα γεράκια, καθισμένος σε ένα ψηλό κλαδί, στο ρόλο του φρουρού που θα προειδοποιήσει το υπόλοιπο σμήνος το οποίο τρέφεται στο έδαφος». Οι παρατηρήσεις τού Zahavi και των συνεργατών του στηρίζουν μάλιστα την άποψη ότι οι τσίχλες ανταγωνίζονται έντονα για τον επικίνδυνο ρόλο του φρουρού. Και όταν μια υποδεέστερη τσίχλα επιχειρήσει να προσφέρει τροφή σε κάποια κυρίαρχη, η φαινομενική γενναιοδωρία αποκρούεται βίαια. Η ουσία της ιδέας τού Zahavi είναι ότι η διαφήμιση ανωτερότητας επικυρώνεται από το κόστος της. Μόνο ένα γνησίως ανώτερο άτομο έχει τη δυνατότητα να διαφημίζει το γεγονός με ένα δαπανηρό δώρο. Τα άτομα αγοράζουν την επιτυχία, ως προς την προσέλκυση ερωτικών συντρόφων για παράδειγμα, μέσω δαπανηρών επιδείξεων ανωτερότητας, συμπεριλαμβανομένης της επιδεικτικής γενναιοδωρίας και της ανιδιοτελούς ανάληψης κινδύνων.
Διαθέτουμε τώρα τέσσερις καλούς δαρβινικούς λόγους για να είναι τα άτομα αλτρουιστικά, γενναιόδωρα ή «ηθικά» μεταξύ τους. Πρώτον, υπάρχει η ειδική περίπτωση της γενετικής συγγένειας. Δεύτερον, υπάρχει η ανταπόδοση: το αντίτιμο για μια εκδούλευση, και η εκδούλευση με την «προσδοκία» ανταμοιβής. Ως συνέπεια αυτών υπάρχει, τρίτον, το δαρβινικό όφελος της απόκτησης φήμης για γενναιοδωρία και ευγένεια. Και τέταρτον, εάν ο Zahavi έχει πράγματι δίκιο, υπάρχει το πρόσθετο ιδιαίτερο όφελος της επιδεικτικής γενναιοδωρίας ως τρόπου αγοράς ανόθευτης, αυθεντικής διαφήμισης.
Ρίτσαρντ Ντόκινς, Η περί Θεού αυταπάτη
Ο νορβηγοαμερικανός οικονομολόγος Thorstein Veblen και, κατά διαφορετικό μάλλον τρόπο, ο ισραηλινός ζωολόγος Amotz Zahavi έχουν προσθέσει μια επιπλέον συναρπαστική ιδέα. Η αλτρουιστική προσφορά ίσως αποτελεί διαφήμιση κυριαρχίας ή ανωτερότητας. Οι ανθρωπολόγοι τη γνωρίζουν ως «φαινόμενο πότλατς», ονομασία προερχόμενη από το έθιμο κάποιων φυλών του βορειοδυτικού Ειρηνικού να ανταγωνίζονται μεταξύ τους επιδιδόμενες σε καταστροφικά υπερπολυτελείς εορτές. Σε ακραίες περιπτώσεις, τέτοιοι ανταποδοτικοί «αγώνες διασκέδασης» συνεχίζονται μέχρις ότου η μία πλευρά να περιπέσει σε πλήρη ένδεια, χωρίς ο νικητής να βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση. Η έννοια της «επιδεικτικής κατανάλωσης» του Veblen κάτι σημαίνει για πολλούς παρατηρητές της σύγχρονης σκηνής. Η συνεισφορά τού Zahavi, παραγνωρισμένη από τους βιολόγους επί πολλά χρόνια μέχρις ότου επιβεβαιώθηκε με τη βοήθεια λαμπρών μαθηματικών μοντέλων από τον θεωρητικό Alan Grafen, συνίσταται στην εισαγωγή μιας εξελικτικής εκδοχής της ιδέας τού πότλατς. Ο Zahavi μελετά αραβικές τσίχλες, μικρά φαιόχρωμα πτηνά τα οποία ζουν σε κοινωνικές ομάδες και φροντίζουν τα νεογνά τους συνεργατικά. Όπως πολλά μικρά πτηνά, οι τσίχλες κρώζουν προειδοποιητικά και επίσης προσφέρουν τροφή η μία στην άλλη. Μια συνήθης δαρβινική μελέτη τέτοιων αλτρουιστικών ενεργειών θα αναζητούσε, καταρχάς, σχέσεις ανταπόδοσης και συγγένειας μεταξύ των πτηνών. Όταν μια τσίχλα τρέφει σύντροφό της, το κάνει επειδή αναμένει να τραφεί η ίδια αργότερα; Ή μήπως ο αποδέκτης της εύνοιάς της είναι στενός γενετικός συγγενής; Η ερμηνεία τού Zahavi ξαφνιάζει: Οι κυρίαρχες τσίχλες επιβεβαιώνουν την κυριαρχία τους τρέφοντας τις κυριαρχούμενες. Για να χρησιμοποιήσουμε τη μεταφορική γλώσσα στην οποία αρέσκεται ο Zahavi, το κυρίαρχο πτηνό μοιάζει να λέει: «Κοίτα πόσο ανώτερος σου είμαι· έχω τη δυνατότητα να σε τρέφω». Ή «Κοίτα πόσο ανώτερος είμαι· τολμώ να εκθέσω τον εαυτό μου στα γεράκια, καθισμένος σε ένα ψηλό κλαδί, στο ρόλο του φρουρού που θα προειδοποιήσει το υπόλοιπο σμήνος το οποίο τρέφεται στο έδαφος». Οι παρατηρήσεις τού Zahavi και των συνεργατών του στηρίζουν μάλιστα την άποψη ότι οι τσίχλες ανταγωνίζονται έντονα για τον επικίνδυνο ρόλο του φρουρού. Και όταν μια υποδεέστερη τσίχλα επιχειρήσει να προσφέρει τροφή σε κάποια κυρίαρχη, η φαινομενική γενναιοδωρία αποκρούεται βίαια. Η ουσία της ιδέας τού Zahavi είναι ότι η διαφήμιση ανωτερότητας επικυρώνεται από το κόστος της. Μόνο ένα γνησίως ανώτερο άτομο έχει τη δυνατότητα να διαφημίζει το γεγονός με ένα δαπανηρό δώρο. Τα άτομα αγοράζουν την επιτυχία, ως προς την προσέλκυση ερωτικών συντρόφων για παράδειγμα, μέσω δαπανηρών επιδείξεων ανωτερότητας, συμπεριλαμβανομένης της επιδεικτικής γενναιοδωρίας και της ανιδιοτελούς ανάληψης κινδύνων.
Διαθέτουμε τώρα τέσσερις καλούς δαρβινικούς λόγους για να είναι τα άτομα αλτρουιστικά, γενναιόδωρα ή «ηθικά» μεταξύ τους. Πρώτον, υπάρχει η ειδική περίπτωση της γενετικής συγγένειας. Δεύτερον, υπάρχει η ανταπόδοση: το αντίτιμο για μια εκδούλευση, και η εκδούλευση με την «προσδοκία» ανταμοιβής. Ως συνέπεια αυτών υπάρχει, τρίτον, το δαρβινικό όφελος της απόκτησης φήμης για γενναιοδωρία και ευγένεια. Και τέταρτον, εάν ο Zahavi έχει πράγματι δίκιο, υπάρχει το πρόσθετο ιδιαίτερο όφελος της επιδεικτικής γενναιοδωρίας ως τρόπου αγοράς ανόθευτης, αυθεντικής διαφήμισης.
Ρίτσαρντ Ντόκινς, Η περί Θεού αυταπάτη