Έχετε νιώσει πως παίζετε σε προδιαγεγραμμένο σενάριο ταινίας;
Αυτή η αίσθηση είχε καταλήξει να μου γίνει έμμονη ιδέα στα εφηβικά μου χρόνια. Κι αυτό, σε σημείο του να νιώθω πως δεν μπορώ παρά να παρακολουθώ σαν θεατής τα γεγονότα που εκτυλίσσονται γύρω μου, συμπεριλαμβανομένων των δικών μου ενεργειών. Ρίζα αυτής της ασφυκτικής φυλακής μου ήταν ο θετικός τρόπος με τον οποίο σκεπτόμουν (και σκέπτομαι) κι η αδυναμία της λογικής μου να συμβιβάσει την έννοια της αιτιοκρατίας (δηλ. της παραδοχής ότι η φυσική πραγματικότητα λειτουργεί με απαρέγκλιτους νόμους) μ’ αυτήν της προσωπικής μου ελευθερίας.
Το σκεπτικό ήταν το εξής: Εφ’ όσον η φύση λειτουργεί βάσει κάποιων νόμων και κάθε αίτιο δεν μπορεί παρά να έχει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, κάθε εκδήλωση των πραγμάτων, είτε αυτή είναι οι καιρικές συνθήκες, είτε η εκδήλωση αγάπης από μέρος κάποιου φίλου, δεν είναι παρά το μαθηματικό αποτέλεσμα κάποιων πολύπλοκων φυσικοχημικών εξισώσεων.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.
Η κλασσική φυσική δέχεται ότι κάθε φυσικό φαινόμενο καθορίζεται από κάποιο νόμο. Η τροχιά των πλανητών γύρω από τον ήλιο καθορίζεται από το νόμο της παγκόσμιας έλξης και την αδράνεια, η βροχή προκαλείται από την ψύξη των μορίων των υδρατμών στα σύννεφα, η ζέστη της φωτιάς οφείλεται στην απελευθέρωση της ενέργειας που προξενεί η χημική αντίδραση της καύσης. Προχωρώντας τώρα σε πολυπλοκότερα συστήματα, το κύμα στην ακτή της αμμουδιάς, ο ρυθμός ή η αρρυθμία του, το σχήμα η δύναμη του κι ο ήχος που κάνει όταν σκάει στην άμμο, ολ’ αυτά θα ήταν απόλυτα προβλέψιμα αν υποθέταμε πως ξέραμε όλους τους νόμους κι όλες τις παραμέτρους της φυσικής πραγματικότητας.
Έτσι, και το κύτταρο είναι απλά μια τέλεια χημική μηχανή κι όλες οι συναρπαστικές εκδηλώσεις του είναι αποτέλεσμα κάποιων μηχανιστικών νόμων της φύσης. Ο άνθρωπος δεν είναι παρά μια καταπληκτικά οργανωμένη ομάδα τέτοιων κυττάρων και δεν μπορεί παρά να υπακούει στην ίδια νομοτέλεια που κυριαρχεί στα δομικά του στοιχεία. Μ’ αυτό το σκεπτικό, δεν μπορεί να επιλέξει αν θα αγαπήσει ή δεν θ’ αγαπήσει, αν θα σπουδάσει, θα περπατήσει, ή αν θα γράψει ένα άρθρο, όπως ακριβώς η φωτιά δεν μπορεί να διαλέξει να μην εκπέμπει θερμότητα.
Οι ίδιες οι ζωές μας καταλήγουν με αυτό το σκεπτικό να είναι μια ταινία με προδιαγεγραμμένο σενάριο το οποίο είχε ήδη καθοριστεί από την πρώτη στιγμή της ζωής του σύμπαντος. Λειτουργούμε σαν τα ντόμινο που στήθηκαν στην σειρά και όλη η πορεία της πτώσης τους καθορίζεται από το στήσιμο τους και το σπρώξιμο του πρώτου. Η συνείδηση κι η βούληση δεν είναι παρά ψευδαισθήσεις, μια αυταπάτη πολύπλοκων συμπλεγμάτων της ύλης που «κατάφεραν» να πείσουν τον εαυτό τους πως είναι ελεύθερα.
Εδώ, βέβαια, ακούμε συνήθως μιαν απάντηση που μου φαίνεται κάπως αφελής. Ότι δηλαδή ο άνθρωπος έχει πνεύμα και ότι η αρχή της αιτιότητας, που μπορεί να ισχύει στην φύση, δεν μπορεί να επεκτείνεται στον πνευματικό κόσμο. Ότι τελικά το αν υπάρχει αυστηρή ή όχι σύνδεση αιτίων και αιτιατών στον κόσμο του πνεύματος δεν πρέπει να σχετίζεται με το πως λειτουργεί ο φυσικός κόσμος.
Η αντίρρηση είναι η εξής:
Αν η ψυχή του ανθρώπου εκδηλώνεται και μέσω των πράξεων του (δηλαδή μέσω της επίδρασης των ενεργειών του στον υλικό κόσμο), η ελευθερία του δεν θα παραβίαζε την υποθετική αιτιοκρατία της υλικής πραγματικότητας;
Αν π.χ. οι νόμοι της χημείας και της βιοηλεκτρονικής καθόριζαν ότι ο εγκέφαλος μου θα λειτουργούσε έτσι ώστε ν’ «αποφασίσει» να δολοφονήσει κάποιον, η ψυχή δεν θα παραβίαζε αυτή την αιτιοκρατία αν οδηγούσε αυτό το συνονθύλευμα της ύλης, που αποτελεί το σώμα μου, στο να μην το κάνει; Μ’ αυτό το σκεπτικό, η παραδοχή της ελευθερίας της ψυχής του ανθρώπου έχει σαν πόρισμα την απόρριψη της αρχής της αιτιότητας στο σύμπαν. Κι αντίστροφα (για την ακρίβεια, αντιθετοαντίστροφα), η αρχή της αιτιότητας φαίνεται να μην αφήνει περιθώρια ελευθερίας στον άνθρωπο. Γιατί λοιπόν να καταβάλουμε προσπάθεια για οτιδήποτε; Αφού αν είναι έτσι, ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.
Η φυσική του 20ου αιώνα (και συγκεκριμένα η κβαντομηχανική με την αρχή της αβεβαιότητας) άνοιξε μια προοπτική σ’ αυτό το «αδιέξοδο». Ένα βασικό αξίωμα της κβαντομηχανικής ορίζει ότι ο ταυτόχρονος και απεριόριστα ακριβής προσδιορισμός όλων των παραμέτρων μιας κατάστασης (π.χ. της ταχύτητας και της θέσης ενός σωματιδίου) είναι αδύνατος. Έτσι, για να ξεπεραστεί η απροσδιοριστία που προκύπτει, εισάγεται η έννοια της πιθανότητας.
Και είναι θεμελιακής σημασίας το γεγονός ότι ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντομηχανικής δεν είναι αποτέλεσμα ατέλειας των μετρικών μας οργάνων ή έλλειψης επαρκούς υπολογιστικής ακρίβειας, αλλά είναι μέσα στην ίδια την φύση των πραγμάτων. Έτσι, λοιπόν, προκύπτει ένα νέο δεδομένο. Αφού η ίδια η φύση των πραγμάτων -ή έστω, για να μην είμαστε απόλυτοι, η αδυναμία της ανθρώπινης σκέψης- δεν μπορεί να μας δώσει ακριβή στοιχεία αντίληψης των φαινομένων, ποιοι λόγοι επιβάλλουν την παραδοχή της αρχής της αιτιότητας;
Το να δεχτούμε πλέον ότι η φύση λειτουργεί αιτιοκρατικά, θα ήταν το ίδιο αυθαίρετο, από επιστημονική άποψη, με το να υποστηρίξουμε ότι δεν λειτουργεί αιτιοκρατικά. Κατ’ ανάγκη καταλήγουμε στο ότι αυτό το ζήτημα είναι κάτι πέρα και πάνω από την επιστήμη, καταντά δηλαδή θέμα της μεταφυσικής και της φιλοσοφίας.
Η αρχή της αιτιότητας, λοιπόν, στην οποία επί χιλιετίες στηρίζονται οι φυσικές επιστήμες απορρίφθηκε σταδιακά από την πλειοψηφία των επιστημών. Η ανθρώπινη σκέψη έμοιασε να παλινδρομεί σ’ ένα σκεπτικό που για τον επιστήμονα του 19ου αιώνα φαινόταν αφελές έως παράλογο: στο ότι κάθε συγκεκριμένο αίτιο μπορεί να έχει διάφορα αποτελέσματα. Πράγματι μοιάζει άτοπο. Το σύμπαν μοιάζει να στερείται λογικής, να στερείται αρχής.
Κι αν δεν κάνω λάθος, αυτό ήταν το σκεπτικό που οδήγησε τον Αϊνστάιν στο περίφημο «Δεν μπορώ να πιστέψω πως ο Θεός παίζει ζάρια» για να του απαντήσει ο Νιλς Μπορ «Ο Θεός μπορεί να κάνει ότι θέλει, δεν μπορείς να του πεις εσύ τι να κάνει». Ωστόσο, νιώθω πως αυτή η απροσδιοριστία θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν η ελευθερία του Θεού μέσα στον κόσμο (Sorry Einstein -πάντα ήθελα να το πω αυτό). Ίσως δηλαδή, αυτή η πραγματικότητα να μην είναι ένδειξη τυχαιότητας, αλλά μιας παρουσίας. Ίσως είναι ένδειξη πως ο Θεός δεν άφησε τον κόσμο στη μοίρα του, όπως υποστηρίζει η φιλοσοφία του Δεϊσμού, αλλά ότι ενεργεί διαρκώς μέσα σ’ αυτό ακόμη και σε μικροσωματιδιακό επίπεδο.
Αν τώρα συνδυάσουμε αυτά τα δεδομένα με τα πορίσματα της θεωρίας του Χάους, αυτή η επίδραση στον μικρόκοσμο θα μπορούσε να έχει δραματικές «επιπτώσεις» στην ζωή μας. Η θεωρία αυτή διερευνά το πώς μια απειροελάχιστη διαφοροποίηση στις αρχικές συνθήκες ενός ασταθούς συστήματος μπορεί να προκαλέσει μια εντελώς διαφορετική ροή των πραγμάτων. Για παράδειγμα, ένα φτερούγισμα μιας πεταλούδας στην αυλή μας θα μπορούσε μετά από μερικά χρόνια να «προκαλέσει» τυφώνα στην Αμερική(!!).
Έτσι, η «ασήμαντη» διαφοροποίηση στην θέση κάποιων ηλεκτρονίων στον εγκέφαλό μας θα μπορούσε να κάνει την διαφορά μεταξύ του να δολοφονήσουμε κάποιον ή όχι. Ακόμη και τα θαύματα του Γιαχβέ-Ιησού (το ότι δήθεν περπάτησε στην θάλασσα ή το ότι μπήκε στο υπερώο) αν και είναι, από στατιστική άποψη, εξωφρενικά απίθανα (όπως και το να πάμε εκδρομή στις Πρέσπες και να τις δούμε να εξαχνώνονται ακαριαία γιατί «έτυχε» να δημιουργηθεί κενό αέρος πάνω από την επιφάνεια τους), δεν έρχονται σ’ αντίθεση με τους νόμους της σύγχρονης φυσικής. Αν, λοιπόν, η ίδια η φύση λειτουργεί μ’ αυτήν την απροσδιοριστία, και μάλιστα απορρίψω και την αρχή της αιτιότητας, τι μ’ εμποδίζει να δεχτώ τελεσίδικα την ελευθερία στην ανθρώπινη συμπεριφορά;
Θα ‘θελα να θέσω δύο σοβαρές αντιρρήσεις. Η «ελευθερία του Θεού» για την οποία μίλησα πριν, θα μπορούσε να είναι καταλυτική και να μην αφήνει περιθώρια ελευθερίας στον άνθρωπο. Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να γλιτώνουμε απ’ την αιτιοκρατία, αλλά να μας καθορίζει η ίδια η «ελευθερία του Θεού».
Μια τέτοια ελευθερία θα λειτουργούσε για μας σαν μια αιτιοκρατία με διαφορετικό όνομα. Αλλά και εντελώς υλιστικά να δούμε το θέμα, το ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν θα μπορούσε να καθοριστεί εκ των προτέρων, δεν συνεπάγεται την δική μας ελευθερία. Γιατί φρονώ πως δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ένα σωματίδιο κάνει «ό,τι θέλει» και πολύ περισσότερο ότι έχει βούληση επειδή δεν μπορεί να προβλεφθεί η συμπεριφορά του. Και στο κάτω – κάτω ελεύθερος άνθρωπος, για μένα τουλάχιστον, δεν είναι αυτός που κάνει «ό,τι τύχει» ή «ό,τι τού ‘ρθει» ακριβώς επειδή η ελευθερία προϋποθέτει πρόσωπο και το πρόσωπο δεν είναι απλώς απρόβλεπτο αλλά και ικανό να επιλέγει.
Θα μπορούσε λοιπόν η μη προβλεψιμότητα της ανθρώπινης φύσης να μην οφείλεται στο ότι υπάρχει κάποια βούληση που αλληλεπιδρά σε μικροσωματιδιακό επίπεδο με τον εγκέφαλο, αλλά να είναι αποτέλεσμα του ότι μέσα σ’ αυτόν εκτυλίσσονται τυχαία μικροσωματιδιακά «παιχνίδια». Έτσι το μόνο που φαίνεται να εξασφαλίζουμε μ’ αυτούς τους συλλογισμούς είναι το ότι δεν είμαστε σίγουροι πως είμαστε ανελεύθεροι. Τέλος πάντων. Είναι κι αυτό ένα βήμα.
Ωστόσο, όλο αυτό το σκεπτικό, μου φαίνεται ότι κρύβει μια παγίδα. Κι αυτή είναι ότι μοιάζει να ταυτίζει την πραγματική φύση και την αλήθεια με αυτό που μπορούμε να ερευνήσουμε. Αυτό είναι εντελώς αυθαίρετο, γιατί όπως ο κόσμος που ζούμε θα μπορούσε να υπάρχει ακόμη κι αν δεν ζούσαμε μέσα σ’ αυτόν, και επομένως δεν θα τον αντιλαμβανόμασταν, έτσι μπορεί κάλλιστα να υφίστανται άλλες πραγματικότητες κι αλήθειες που δεν μπορούμε να συλλάβουμε.
Μπορεί εμείς να νομίζουμε ότι αν ρίξουμε ένα κέρμα, θα πέσει κορώνα ή γράμματα.
Ίσως κάποιοι σκεφτούν ότι μπορεί να σταθεί όρθιο.
Πιθανώς όμως ποτέ να μην φανταστούν ότι το κέρμα ίσως κοπεί στην μέση μόλις το πετάξουμε ή ότι θα λιώσει μέχρι να πέσει ή ακόμη ότι μια ριπή ανέμου θα το πάρει στέλνοντας το στο μεσοδιάστημα. Μ’ αυτό το σκεπτικό, η αρχή της αιτιότητας μπορεί ούτε να ισχύει, ούτε να μην ισχύει. Κι ίσως το να ψάχνουμε να βρούμε απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα, αποκλείοντας την πιθανότητα της υπέρλογης πραγματικότητας, να είναι τόσο μάταιο, όσο και το να αναρωτιόμαστε με ποια πλευρά έπεσε το κέρμα, την στιγμή που αιωρείται κάπου κοντά στον Κρόνο …
πηγη
Αυτή η αίσθηση είχε καταλήξει να μου γίνει έμμονη ιδέα στα εφηβικά μου χρόνια. Κι αυτό, σε σημείο του να νιώθω πως δεν μπορώ παρά να παρακολουθώ σαν θεατής τα γεγονότα που εκτυλίσσονται γύρω μου, συμπεριλαμβανομένων των δικών μου ενεργειών. Ρίζα αυτής της ασφυκτικής φυλακής μου ήταν ο θετικός τρόπος με τον οποίο σκεπτόμουν (και σκέπτομαι) κι η αδυναμία της λογικής μου να συμβιβάσει την έννοια της αιτιοκρατίας (δηλ. της παραδοχής ότι η φυσική πραγματικότητα λειτουργεί με απαρέγκλιτους νόμους) μ’ αυτήν της προσωπικής μου ελευθερίας.
Το σκεπτικό ήταν το εξής: Εφ’ όσον η φύση λειτουργεί βάσει κάποιων νόμων και κάθε αίτιο δεν μπορεί παρά να έχει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, κάθε εκδήλωση των πραγμάτων, είτε αυτή είναι οι καιρικές συνθήκες, είτε η εκδήλωση αγάπης από μέρος κάποιου φίλου, δεν είναι παρά το μαθηματικό αποτέλεσμα κάποιων πολύπλοκων φυσικοχημικών εξισώσεων.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.
Η κλασσική φυσική δέχεται ότι κάθε φυσικό φαινόμενο καθορίζεται από κάποιο νόμο. Η τροχιά των πλανητών γύρω από τον ήλιο καθορίζεται από το νόμο της παγκόσμιας έλξης και την αδράνεια, η βροχή προκαλείται από την ψύξη των μορίων των υδρατμών στα σύννεφα, η ζέστη της φωτιάς οφείλεται στην απελευθέρωση της ενέργειας που προξενεί η χημική αντίδραση της καύσης. Προχωρώντας τώρα σε πολυπλοκότερα συστήματα, το κύμα στην ακτή της αμμουδιάς, ο ρυθμός ή η αρρυθμία του, το σχήμα η δύναμη του κι ο ήχος που κάνει όταν σκάει στην άμμο, ολ’ αυτά θα ήταν απόλυτα προβλέψιμα αν υποθέταμε πως ξέραμε όλους τους νόμους κι όλες τις παραμέτρους της φυσικής πραγματικότητας.
Έτσι, και το κύτταρο είναι απλά μια τέλεια χημική μηχανή κι όλες οι συναρπαστικές εκδηλώσεις του είναι αποτέλεσμα κάποιων μηχανιστικών νόμων της φύσης. Ο άνθρωπος δεν είναι παρά μια καταπληκτικά οργανωμένη ομάδα τέτοιων κυττάρων και δεν μπορεί παρά να υπακούει στην ίδια νομοτέλεια που κυριαρχεί στα δομικά του στοιχεία. Μ’ αυτό το σκεπτικό, δεν μπορεί να επιλέξει αν θα αγαπήσει ή δεν θ’ αγαπήσει, αν θα σπουδάσει, θα περπατήσει, ή αν θα γράψει ένα άρθρο, όπως ακριβώς η φωτιά δεν μπορεί να διαλέξει να μην εκπέμπει θερμότητα.
Οι ίδιες οι ζωές μας καταλήγουν με αυτό το σκεπτικό να είναι μια ταινία με προδιαγεγραμμένο σενάριο το οποίο είχε ήδη καθοριστεί από την πρώτη στιγμή της ζωής του σύμπαντος. Λειτουργούμε σαν τα ντόμινο που στήθηκαν στην σειρά και όλη η πορεία της πτώσης τους καθορίζεται από το στήσιμο τους και το σπρώξιμο του πρώτου. Η συνείδηση κι η βούληση δεν είναι παρά ψευδαισθήσεις, μια αυταπάτη πολύπλοκων συμπλεγμάτων της ύλης που «κατάφεραν» να πείσουν τον εαυτό τους πως είναι ελεύθερα.
Εδώ, βέβαια, ακούμε συνήθως μιαν απάντηση που μου φαίνεται κάπως αφελής. Ότι δηλαδή ο άνθρωπος έχει πνεύμα και ότι η αρχή της αιτιότητας, που μπορεί να ισχύει στην φύση, δεν μπορεί να επεκτείνεται στον πνευματικό κόσμο. Ότι τελικά το αν υπάρχει αυστηρή ή όχι σύνδεση αιτίων και αιτιατών στον κόσμο του πνεύματος δεν πρέπει να σχετίζεται με το πως λειτουργεί ο φυσικός κόσμος.
Η αντίρρηση είναι η εξής:
Αν η ψυχή του ανθρώπου εκδηλώνεται και μέσω των πράξεων του (δηλαδή μέσω της επίδρασης των ενεργειών του στον υλικό κόσμο), η ελευθερία του δεν θα παραβίαζε την υποθετική αιτιοκρατία της υλικής πραγματικότητας;
Αν π.χ. οι νόμοι της χημείας και της βιοηλεκτρονικής καθόριζαν ότι ο εγκέφαλος μου θα λειτουργούσε έτσι ώστε ν’ «αποφασίσει» να δολοφονήσει κάποιον, η ψυχή δεν θα παραβίαζε αυτή την αιτιοκρατία αν οδηγούσε αυτό το συνονθύλευμα της ύλης, που αποτελεί το σώμα μου, στο να μην το κάνει; Μ’ αυτό το σκεπτικό, η παραδοχή της ελευθερίας της ψυχής του ανθρώπου έχει σαν πόρισμα την απόρριψη της αρχής της αιτιότητας στο σύμπαν. Κι αντίστροφα (για την ακρίβεια, αντιθετοαντίστροφα), η αρχή της αιτιότητας φαίνεται να μην αφήνει περιθώρια ελευθερίας στον άνθρωπο. Γιατί λοιπόν να καταβάλουμε προσπάθεια για οτιδήποτε; Αφού αν είναι έτσι, ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.
Η φυσική του 20ου αιώνα (και συγκεκριμένα η κβαντομηχανική με την αρχή της αβεβαιότητας) άνοιξε μια προοπτική σ’ αυτό το «αδιέξοδο». Ένα βασικό αξίωμα της κβαντομηχανικής ορίζει ότι ο ταυτόχρονος και απεριόριστα ακριβής προσδιορισμός όλων των παραμέτρων μιας κατάστασης (π.χ. της ταχύτητας και της θέσης ενός σωματιδίου) είναι αδύνατος. Έτσι, για να ξεπεραστεί η απροσδιοριστία που προκύπτει, εισάγεται η έννοια της πιθανότητας.
Και είναι θεμελιακής σημασίας το γεγονός ότι ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντομηχανικής δεν είναι αποτέλεσμα ατέλειας των μετρικών μας οργάνων ή έλλειψης επαρκούς υπολογιστικής ακρίβειας, αλλά είναι μέσα στην ίδια την φύση των πραγμάτων. Έτσι, λοιπόν, προκύπτει ένα νέο δεδομένο. Αφού η ίδια η φύση των πραγμάτων -ή έστω, για να μην είμαστε απόλυτοι, η αδυναμία της ανθρώπινης σκέψης- δεν μπορεί να μας δώσει ακριβή στοιχεία αντίληψης των φαινομένων, ποιοι λόγοι επιβάλλουν την παραδοχή της αρχής της αιτιότητας;
Το να δεχτούμε πλέον ότι η φύση λειτουργεί αιτιοκρατικά, θα ήταν το ίδιο αυθαίρετο, από επιστημονική άποψη, με το να υποστηρίξουμε ότι δεν λειτουργεί αιτιοκρατικά. Κατ’ ανάγκη καταλήγουμε στο ότι αυτό το ζήτημα είναι κάτι πέρα και πάνω από την επιστήμη, καταντά δηλαδή θέμα της μεταφυσικής και της φιλοσοφίας.
Η αρχή της αιτιότητας, λοιπόν, στην οποία επί χιλιετίες στηρίζονται οι φυσικές επιστήμες απορρίφθηκε σταδιακά από την πλειοψηφία των επιστημών. Η ανθρώπινη σκέψη έμοιασε να παλινδρομεί σ’ ένα σκεπτικό που για τον επιστήμονα του 19ου αιώνα φαινόταν αφελές έως παράλογο: στο ότι κάθε συγκεκριμένο αίτιο μπορεί να έχει διάφορα αποτελέσματα. Πράγματι μοιάζει άτοπο. Το σύμπαν μοιάζει να στερείται λογικής, να στερείται αρχής.
Κι αν δεν κάνω λάθος, αυτό ήταν το σκεπτικό που οδήγησε τον Αϊνστάιν στο περίφημο «Δεν μπορώ να πιστέψω πως ο Θεός παίζει ζάρια» για να του απαντήσει ο Νιλς Μπορ «Ο Θεός μπορεί να κάνει ότι θέλει, δεν μπορείς να του πεις εσύ τι να κάνει». Ωστόσο, νιώθω πως αυτή η απροσδιοριστία θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν η ελευθερία του Θεού μέσα στον κόσμο (Sorry Einstein -πάντα ήθελα να το πω αυτό). Ίσως δηλαδή, αυτή η πραγματικότητα να μην είναι ένδειξη τυχαιότητας, αλλά μιας παρουσίας. Ίσως είναι ένδειξη πως ο Θεός δεν άφησε τον κόσμο στη μοίρα του, όπως υποστηρίζει η φιλοσοφία του Δεϊσμού, αλλά ότι ενεργεί διαρκώς μέσα σ’ αυτό ακόμη και σε μικροσωματιδιακό επίπεδο.
Αν τώρα συνδυάσουμε αυτά τα δεδομένα με τα πορίσματα της θεωρίας του Χάους, αυτή η επίδραση στον μικρόκοσμο θα μπορούσε να έχει δραματικές «επιπτώσεις» στην ζωή μας. Η θεωρία αυτή διερευνά το πώς μια απειροελάχιστη διαφοροποίηση στις αρχικές συνθήκες ενός ασταθούς συστήματος μπορεί να προκαλέσει μια εντελώς διαφορετική ροή των πραγμάτων. Για παράδειγμα, ένα φτερούγισμα μιας πεταλούδας στην αυλή μας θα μπορούσε μετά από μερικά χρόνια να «προκαλέσει» τυφώνα στην Αμερική(!!).
Έτσι, η «ασήμαντη» διαφοροποίηση στην θέση κάποιων ηλεκτρονίων στον εγκέφαλό μας θα μπορούσε να κάνει την διαφορά μεταξύ του να δολοφονήσουμε κάποιον ή όχι. Ακόμη και τα θαύματα του Γιαχβέ-Ιησού (το ότι δήθεν περπάτησε στην θάλασσα ή το ότι μπήκε στο υπερώο) αν και είναι, από στατιστική άποψη, εξωφρενικά απίθανα (όπως και το να πάμε εκδρομή στις Πρέσπες και να τις δούμε να εξαχνώνονται ακαριαία γιατί «έτυχε» να δημιουργηθεί κενό αέρος πάνω από την επιφάνεια τους), δεν έρχονται σ’ αντίθεση με τους νόμους της σύγχρονης φυσικής. Αν, λοιπόν, η ίδια η φύση λειτουργεί μ’ αυτήν την απροσδιοριστία, και μάλιστα απορρίψω και την αρχή της αιτιότητας, τι μ’ εμποδίζει να δεχτώ τελεσίδικα την ελευθερία στην ανθρώπινη συμπεριφορά;
Θα ‘θελα να θέσω δύο σοβαρές αντιρρήσεις. Η «ελευθερία του Θεού» για την οποία μίλησα πριν, θα μπορούσε να είναι καταλυτική και να μην αφήνει περιθώρια ελευθερίας στον άνθρωπο. Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να γλιτώνουμε απ’ την αιτιοκρατία, αλλά να μας καθορίζει η ίδια η «ελευθερία του Θεού».
Μια τέτοια ελευθερία θα λειτουργούσε για μας σαν μια αιτιοκρατία με διαφορετικό όνομα. Αλλά και εντελώς υλιστικά να δούμε το θέμα, το ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν θα μπορούσε να καθοριστεί εκ των προτέρων, δεν συνεπάγεται την δική μας ελευθερία. Γιατί φρονώ πως δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ένα σωματίδιο κάνει «ό,τι θέλει» και πολύ περισσότερο ότι έχει βούληση επειδή δεν μπορεί να προβλεφθεί η συμπεριφορά του. Και στο κάτω – κάτω ελεύθερος άνθρωπος, για μένα τουλάχιστον, δεν είναι αυτός που κάνει «ό,τι τύχει» ή «ό,τι τού ‘ρθει» ακριβώς επειδή η ελευθερία προϋποθέτει πρόσωπο και το πρόσωπο δεν είναι απλώς απρόβλεπτο αλλά και ικανό να επιλέγει.
Θα μπορούσε λοιπόν η μη προβλεψιμότητα της ανθρώπινης φύσης να μην οφείλεται στο ότι υπάρχει κάποια βούληση που αλληλεπιδρά σε μικροσωματιδιακό επίπεδο με τον εγκέφαλο, αλλά να είναι αποτέλεσμα του ότι μέσα σ’ αυτόν εκτυλίσσονται τυχαία μικροσωματιδιακά «παιχνίδια». Έτσι το μόνο που φαίνεται να εξασφαλίζουμε μ’ αυτούς τους συλλογισμούς είναι το ότι δεν είμαστε σίγουροι πως είμαστε ανελεύθεροι. Τέλος πάντων. Είναι κι αυτό ένα βήμα.
Ωστόσο, όλο αυτό το σκεπτικό, μου φαίνεται ότι κρύβει μια παγίδα. Κι αυτή είναι ότι μοιάζει να ταυτίζει την πραγματική φύση και την αλήθεια με αυτό που μπορούμε να ερευνήσουμε. Αυτό είναι εντελώς αυθαίρετο, γιατί όπως ο κόσμος που ζούμε θα μπορούσε να υπάρχει ακόμη κι αν δεν ζούσαμε μέσα σ’ αυτόν, και επομένως δεν θα τον αντιλαμβανόμασταν, έτσι μπορεί κάλλιστα να υφίστανται άλλες πραγματικότητες κι αλήθειες που δεν μπορούμε να συλλάβουμε.
Μπορεί εμείς να νομίζουμε ότι αν ρίξουμε ένα κέρμα, θα πέσει κορώνα ή γράμματα.
Ίσως κάποιοι σκεφτούν ότι μπορεί να σταθεί όρθιο.
Πιθανώς όμως ποτέ να μην φανταστούν ότι το κέρμα ίσως κοπεί στην μέση μόλις το πετάξουμε ή ότι θα λιώσει μέχρι να πέσει ή ακόμη ότι μια ριπή ανέμου θα το πάρει στέλνοντας το στο μεσοδιάστημα. Μ’ αυτό το σκεπτικό, η αρχή της αιτιότητας μπορεί ούτε να ισχύει, ούτε να μην ισχύει. Κι ίσως το να ψάχνουμε να βρούμε απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα, αποκλείοντας την πιθανότητα της υπέρλογης πραγματικότητας, να είναι τόσο μάταιο, όσο και το να αναρωτιόμαστε με ποια πλευρά έπεσε το κέρμα, την στιγμή που αιωρείται κάπου κοντά στον Κρόνο …