Γνωρίζεις κάποιον και νιώθεις μετά από 1-2 ραντεβού ότι έχετε καλή χημεία. Ταιριάζετε. Σου βγάζει κάτι. Τι εννοούμε όταν λέμε ότι υπάρχει χημεία με κάποιον; Τι είναι η χημεία στην πραγματικότητα;
Τι εννοούμε λέγοντας «χημεία»;
Συνήθως εννοούμε μια ανεξήγητη έλξη που νιώθουμε μέσα μας προς το άλλο άτομο. Κάτι σε εκείνον μας προκαλεί ένα θετικό συναίσθημα. Νιώθουμε πως ταιριάζουμε καλά μαζί του. Δεν είμαστε σίγουροι γιατί, αλλά το νιώθουμε. Μας κάνει κλικ, βρε παιδί μου.
Η έλξη που νιώθουμε είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε με λόγια. Δεν μπορούμε να το περιγράψουμε ακριβώς και αν μας πιέσει κάποιος να του το αναλύσουμε, ο εγκέφαλός μας θα βρει εκείνη τη στιγμή τον τρόπο να το αποτυπώσει σε λέξεις εκλογικεύοντας την κατάσταση.
Έτσι θα πούμε κάτι σαν:
H χημεία είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, είναι κάτι έξω από τον συνειδητό μας έλεγχο. Συνεπώς ανήκει στον χώρο του υποσυνείδητου. Είναι ένα κλικ που κάνει ο εγκέφαλός μας στην παρουσία του άλλου και εμάς μας φαίνεται ότι μας κάνει κλικ ο άλλος.
Τι συμβαίνει στον εγκέφαλό μας λοιπόν;
Ο εγκέφαλός μας αναγνωρίζει κάτι το Γνώριμο στον άνθρωπο απέναντί μας. Έχουμε ένα πραγματικά αξιοθαύμαστο μηχανισμό αναγνώρισης μοτίβων μέσα στο κεφάλι μας και ενεργοποιείται παράγοντας τα χημικά που προκαλούν ευχαρίστηση (ντοπαμίνη, σεροτονίνη) όταν αναγνωρίζει ένα μοτίβο που του είναι γνώριμο από παλιά. Πόσο παλιά; Από τότε που κάναμε τις πρώτες μας σχέσεις σαν μικρά παιδιά με τους γονείς μας, (και μετέπειτα με τα αδέρφια μας, τους θείους μας, τους δασκάλους μας στο σχολείο).
Ερωτευόμαστε το γνώριμο. Όχι το ευχάριστο.
Όσο παράλογο και αν ακούγεται αυτό, είναι εντούτοις ψυχο-λογικό.
Κοιτάξτε γύρω σας και θα δείτε την αλήθεια αυτού του ισχυρισμού. Πόσοι άνθρωποι δεν ερωτεύονται τα «λάθος» άτομα και υποφέρουν εξαιτίας τους; Πόσοι άνθρωποι δεν πονάνε λόγω του έρωτα; Αν ερωτευόμασταν το «ευχάριστο» αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ.
Άρα κάτι άλλο συμβαίνει.
Βασάνισέ με όπως έχω μάθει να βασανίζομαι
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αλαίν ντε Μποτόν ερωτευόμαστε αυτόν που μας κάνει να υποφέρουμε όπως υποφέραμε στις σχέσεις μας όταν ήμασταν μικροί.
Για παράδειγμα πολλές κοπέλες τυχαίνει να γνωρίσουν έναν καλό, περιποιητικό, ρομαντικό σύντροφο και την επόμενη μέρα λένε στις φίλες τους.
«Καλό παιδί, δε λέω. Αλλά δε μου έβγαζε κάτι. Δε μου έκανε κλικ. Δεν είχαμε χημεία, πώς να το πω.»
Αυτό το οποίο λένε στην ουσία είναι ότι «δεν αναγνώρισα σε αυτόν τα μαρτύρια της παιδικής μου ηλικίας.»
Και μετά θα συνεχίσουν να αναρωτιούνται που είναι οι καλοί οι άντρες και γιατί έχουν τον μαλακομαγνήτη… (το λέω κόσμια). Γιατί όντως τον έχουν. Με την πολύ σημαντική διαφορά ότι δεν έλκουν τους «προβληματικούς» άντρες, αλλά έλκονται από αυτούς.
Δεν έλκουμε ανθρώπους. Μας έλκουν. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τους άντρες, σαφώς.
Better the evil you know
Για να περιπλέξουμε (ή μάλλον να απλοποιήσουμε...) τα πράγματα ακόμα παραπάνω, η σωστή διατύπωση είναι πως ερωτευόμαστε συναισθηματικά σενάρια. Όχι ανθρώπους.
Ερωτευόμαστε το πώς μας κάνει να νιώθουμε η συνθήκη μέσα στην οποία σχετιζόμαστε.
Για παράδειγμα, αν κάποιος ζει σε άλλη πόλη ή είναι σε άλλη σχέση (ή είμαστε εμείς σε άλλη σχέση) τότε το σενάριο της σχέσης μας εμπεριέχει μια απαγόρευση.
Αν νιώθουμε ερωτευμένοι σε τέτοιου είδους καταστάσεις, τότε είναι πολύ πιθανό να μας έλκει πολύ περισσότερο η απαγόρευση παρά ο άλλος άνθρωπος (πχ επειδή όταν ήμασταν μικροί είχαμε σχετιστεί με τους γονείς μας, μέσα από απαγορεύσεις, τιμωρίες, κλπ και δεν μπορούσαμε να έχουμε αυτό που θέλουμε).
Αυτό αποδεικνύεται, καθώς όταν κάποια στιγμή βρεθούμε στην ίδια πόλη ή όταν είμαστε και οι δυο συναισθηματικά ελεύθεροι (χωρίσουμε από τις σχέσεις που είχαμε) το έντονο συναίσθημα εξαφανίζεται. Η σχέση μπορεί να κρατήσει ή όχι, αλλά το έντονο συναίσθημα θα φύγει.
Μόλις αλλάζει το συναισθηματικό σενάριο της σχέσης αλλάζουν και τα συναισθήματα, ακόμα και αν το άλλο άτομο παραμένει το ίδιο.
Ερωτευόμαστε συναισθηματικά σενάρια. Όχι ανθρώπους.
Δεν έχει σημασία αν βγάζει νόημα. Ο εγκέφαλός μας, το συναίσθημά μας, η καρδιά μας δε λειτουργεί με βάση την κοινή λογική. Λειτουργεί με βάση την ψυχο-λογική. Λειτουργεί με βάση το γνώριμο. Γι' αυτό θέλει να επαναλαμβάνει διαρκώς τα ίδια πράγματα. Γιατί εκεί νιώθει οικεία. Αυτόν τον τύπο σχέσης νιώθει ότι μπορεί να διαχειριστεί ψυχικά. Όσο δυσάρεστος και αν είναι.
Ο φόβος του αγνώστου είναι πολύ ισχυρότερος από τον πόνο του οικείου.
Όπως λένε οι Άγγλοι, better the evil you know. Όσο ξενέρωτο και αν ακούγεται, ο έρωτας εξηγείται ψυχο-λογικά.
Το ότι είναι ένα έντονο συναίσθημα μας ξεγελάει και θέλουμε να είναι μαγικό. Το κίνημα του ρομαντισμού μας θέλει να μιλάμε για ανεξήγητους, δυνατούς και τρελούς έρωτες. Αλλά και ναρκωτικά να πάρεις η αίσθηση μπορεί να είναι δυνατή και μαγική, αλλά υπάρχει εξήγηση.
Μας αρέσει να μην υπάρχει λογική στον έρωτα. Και όντως δεν υπάρχει η κοινή λογική. Υπάρχει όμως η ψυχο-λογική. Η λογική του έρωτα. Γι' αυτό ο Γιάλομ έγραφε πως δεν του αρέσει να είναι ο δήμιος του έρωτα. Γιατί στην πράξη οι καταστάσεις είναι πολύ συγκεκριμένες και επαναλαμβανόμενες. Το έχουμε βιώσει όλοι, όσο και αν δε θέλουμε να το παραδεχτούμε.
Στην πράξη
Αν λοιπόν θέλεις να κάνεις σχέση και γνωρίσεις κάποιον και νιώσεις χημεία μαζί του ξανασκέψου το. Που οδήγησαν οι προηγούμενες σχέσεις σου όπου υπήρξε χημεία; Σε πήγαν κάπου που σου άρεσε; Αν ναι, προχώρησέ το.
Αν όμως έχεις παρατηρήσει πως όταν κάποιος σου έκανε «κλικ» τελικά η κατάσταση δεν προχώρησε και τόσο καλά, ίσως να πρέπει να τον αφήσεις και να πας στον επόμενο.
Αν η «χημεία» δεν έχει υπάρξει οδηγός προς το ευχάριστο τότε πολύ πιθανώς τα δικά σου παιδικά μαρτύρια ακόμα να σε ταλαιπωρούν. Ίσως να χρειαστεί να μάθεις έναν άλλο τρόπο να σχετίζεσαι. Ίσως η φλόγα που θέλεις να υπάρχει στην αρχή να μη σε ανάβει μόνο αλλά να είναι αυτή που στο τέλος σε καίει.
Ψάξε τον εαυτό σου, ζήτα βοήθεια και να είσαι σίγουρος ότι η ζωή σου πρόκειται μόνο να ανθίσει!
πηγη
Τι εννοούμε λέγοντας «χημεία»;
Συνήθως εννοούμε μια ανεξήγητη έλξη που νιώθουμε μέσα μας προς το άλλο άτομο. Κάτι σε εκείνον μας προκαλεί ένα θετικό συναίσθημα. Νιώθουμε πως ταιριάζουμε καλά μαζί του. Δεν είμαστε σίγουροι γιατί, αλλά το νιώθουμε. Μας κάνει κλικ, βρε παιδί μου.
Η έλξη που νιώθουμε είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε με λόγια. Δεν μπορούμε να το περιγράψουμε ακριβώς και αν μας πιέσει κάποιος να του το αναλύσουμε, ο εγκέφαλός μας θα βρει εκείνη τη στιγμή τον τρόπο να το αποτυπώσει σε λέξεις εκλογικεύοντας την κατάσταση.
Έτσι θα πούμε κάτι σαν:
- Δεν ξέρω, είναι ο τρόπος του που μου αρέσει.
- Έχει πολύ ωραία αύρα...
- Με εξιτάρει όταν μιλάμε και μου προκαλεί ενθουσιασμό!
H χημεία είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, είναι κάτι έξω από τον συνειδητό μας έλεγχο. Συνεπώς ανήκει στον χώρο του υποσυνείδητου. Είναι ένα κλικ που κάνει ο εγκέφαλός μας στην παρουσία του άλλου και εμάς μας φαίνεται ότι μας κάνει κλικ ο άλλος.
Τι συμβαίνει στον εγκέφαλό μας λοιπόν;
Ο εγκέφαλός μας αναγνωρίζει κάτι το Γνώριμο στον άνθρωπο απέναντί μας. Έχουμε ένα πραγματικά αξιοθαύμαστο μηχανισμό αναγνώρισης μοτίβων μέσα στο κεφάλι μας και ενεργοποιείται παράγοντας τα χημικά που προκαλούν ευχαρίστηση (ντοπαμίνη, σεροτονίνη) όταν αναγνωρίζει ένα μοτίβο που του είναι γνώριμο από παλιά. Πόσο παλιά; Από τότε που κάναμε τις πρώτες μας σχέσεις σαν μικρά παιδιά με τους γονείς μας, (και μετέπειτα με τα αδέρφια μας, τους θείους μας, τους δασκάλους μας στο σχολείο).
Ερωτευόμαστε το γνώριμο. Όχι το ευχάριστο.
Όσο παράλογο και αν ακούγεται αυτό, είναι εντούτοις ψυχο-λογικό.
Κοιτάξτε γύρω σας και θα δείτε την αλήθεια αυτού του ισχυρισμού. Πόσοι άνθρωποι δεν ερωτεύονται τα «λάθος» άτομα και υποφέρουν εξαιτίας τους; Πόσοι άνθρωποι δεν πονάνε λόγω του έρωτα; Αν ερωτευόμασταν το «ευχάριστο» αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ.
Άρα κάτι άλλο συμβαίνει.
Βασάνισέ με όπως έχω μάθει να βασανίζομαι
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αλαίν ντε Μποτόν ερωτευόμαστε αυτόν που μας κάνει να υποφέρουμε όπως υποφέραμε στις σχέσεις μας όταν ήμασταν μικροί.
Για παράδειγμα πολλές κοπέλες τυχαίνει να γνωρίσουν έναν καλό, περιποιητικό, ρομαντικό σύντροφο και την επόμενη μέρα λένε στις φίλες τους.
«Καλό παιδί, δε λέω. Αλλά δε μου έβγαζε κάτι. Δε μου έκανε κλικ. Δεν είχαμε χημεία, πώς να το πω.»
Αυτό το οποίο λένε στην ουσία είναι ότι «δεν αναγνώρισα σε αυτόν τα μαρτύρια της παιδικής μου ηλικίας.»
Και μετά θα συνεχίσουν να αναρωτιούνται που είναι οι καλοί οι άντρες και γιατί έχουν τον μαλακομαγνήτη… (το λέω κόσμια). Γιατί όντως τον έχουν. Με την πολύ σημαντική διαφορά ότι δεν έλκουν τους «προβληματικούς» άντρες, αλλά έλκονται από αυτούς.
Δεν έλκουμε ανθρώπους. Μας έλκουν. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τους άντρες, σαφώς.
Better the evil you know
Για να περιπλέξουμε (ή μάλλον να απλοποιήσουμε...) τα πράγματα ακόμα παραπάνω, η σωστή διατύπωση είναι πως ερωτευόμαστε συναισθηματικά σενάρια. Όχι ανθρώπους.
Ερωτευόμαστε το πώς μας κάνει να νιώθουμε η συνθήκη μέσα στην οποία σχετιζόμαστε.
Για παράδειγμα, αν κάποιος ζει σε άλλη πόλη ή είναι σε άλλη σχέση (ή είμαστε εμείς σε άλλη σχέση) τότε το σενάριο της σχέσης μας εμπεριέχει μια απαγόρευση.
Αν νιώθουμε ερωτευμένοι σε τέτοιου είδους καταστάσεις, τότε είναι πολύ πιθανό να μας έλκει πολύ περισσότερο η απαγόρευση παρά ο άλλος άνθρωπος (πχ επειδή όταν ήμασταν μικροί είχαμε σχετιστεί με τους γονείς μας, μέσα από απαγορεύσεις, τιμωρίες, κλπ και δεν μπορούσαμε να έχουμε αυτό που θέλουμε).
Αυτό αποδεικνύεται, καθώς όταν κάποια στιγμή βρεθούμε στην ίδια πόλη ή όταν είμαστε και οι δυο συναισθηματικά ελεύθεροι (χωρίσουμε από τις σχέσεις που είχαμε) το έντονο συναίσθημα εξαφανίζεται. Η σχέση μπορεί να κρατήσει ή όχι, αλλά το έντονο συναίσθημα θα φύγει.
Μόλις αλλάζει το συναισθηματικό σενάριο της σχέσης αλλάζουν και τα συναισθήματα, ακόμα και αν το άλλο άτομο παραμένει το ίδιο.
Ερωτευόμαστε συναισθηματικά σενάρια. Όχι ανθρώπους.
Δεν έχει σημασία αν βγάζει νόημα. Ο εγκέφαλός μας, το συναίσθημά μας, η καρδιά μας δε λειτουργεί με βάση την κοινή λογική. Λειτουργεί με βάση την ψυχο-λογική. Λειτουργεί με βάση το γνώριμο. Γι' αυτό θέλει να επαναλαμβάνει διαρκώς τα ίδια πράγματα. Γιατί εκεί νιώθει οικεία. Αυτόν τον τύπο σχέσης νιώθει ότι μπορεί να διαχειριστεί ψυχικά. Όσο δυσάρεστος και αν είναι.
Ο φόβος του αγνώστου είναι πολύ ισχυρότερος από τον πόνο του οικείου.
Όπως λένε οι Άγγλοι, better the evil you know. Όσο ξενέρωτο και αν ακούγεται, ο έρωτας εξηγείται ψυχο-λογικά.
Το ότι είναι ένα έντονο συναίσθημα μας ξεγελάει και θέλουμε να είναι μαγικό. Το κίνημα του ρομαντισμού μας θέλει να μιλάμε για ανεξήγητους, δυνατούς και τρελούς έρωτες. Αλλά και ναρκωτικά να πάρεις η αίσθηση μπορεί να είναι δυνατή και μαγική, αλλά υπάρχει εξήγηση.
Μας αρέσει να μην υπάρχει λογική στον έρωτα. Και όντως δεν υπάρχει η κοινή λογική. Υπάρχει όμως η ψυχο-λογική. Η λογική του έρωτα. Γι' αυτό ο Γιάλομ έγραφε πως δεν του αρέσει να είναι ο δήμιος του έρωτα. Γιατί στην πράξη οι καταστάσεις είναι πολύ συγκεκριμένες και επαναλαμβανόμενες. Το έχουμε βιώσει όλοι, όσο και αν δε θέλουμε να το παραδεχτούμε.
Στην πράξη
Αν λοιπόν θέλεις να κάνεις σχέση και γνωρίσεις κάποιον και νιώσεις χημεία μαζί του ξανασκέψου το. Που οδήγησαν οι προηγούμενες σχέσεις σου όπου υπήρξε χημεία; Σε πήγαν κάπου που σου άρεσε; Αν ναι, προχώρησέ το.
Αν όμως έχεις παρατηρήσει πως όταν κάποιος σου έκανε «κλικ» τελικά η κατάσταση δεν προχώρησε και τόσο καλά, ίσως να πρέπει να τον αφήσεις και να πας στον επόμενο.
Αν η «χημεία» δεν έχει υπάρξει οδηγός προς το ευχάριστο τότε πολύ πιθανώς τα δικά σου παιδικά μαρτύρια ακόμα να σε ταλαιπωρούν. Ίσως να χρειαστεί να μάθεις έναν άλλο τρόπο να σχετίζεσαι. Ίσως η φλόγα που θέλεις να υπάρχει στην αρχή να μη σε ανάβει μόνο αλλά να είναι αυτή που στο τέλος σε καίει.
Ψάξε τον εαυτό σου, ζήτα βοήθεια και να είσαι σίγουρος ότι η ζωή σου πρόκειται μόνο να ανθίσει!