Η θρησκευτική πίστη του κάθε ανθρώπου, είναι αληθινά ένα προσωπικό χαρακτηριστικό που όμως εξαρτάται άμεσα από ποικίλους κοινωνικούς παράγοντες. Δεν είναι όμως λίγοι εκείνοι οι πιστοί μιας οργανωμένης θρησκευτικής πίστης που ακολουθούν την παράδοση που γνώρισαν, αγνοώντας (μερικές φορές και συνειδητά) σημαντικά στοιχεία τόσο από την μυστηριακή ζωή της ομολογίας τους, σημαντικά δεδομένα της διδασκαλίας που υποτίθεται πως ακολουθούν αλλά και διάφορα κενά ή ανακρίβειες που υπάρχουν μέσα στο θρησκευτικό περιβάλλον τους. Αναμφισβήτητα, η θρησκευτική κοσμοθεωρία του Χριστιανισμού επηρέασε βαθύτατα την ροή του δυτικού κόσμου, όμως σήμερα το πνεύμα της συγκριτικής και της αμφισβήτησης μοιάζει να ανασυγκροτείται (1) και αυτή την φορά για να κλονίσει και πάλι τα βασικά δόγματα που στηρίζουν το οικοδόμημα της Εκκλησίας του Χριστού ανά την υφήλιο.
Θα ήταν μάλλον βιαστικό, αν όχι επιφανειακό, να λέγαμε εξ αρχής πως όλη η σύγχρονη δυτική πίστη στηρίζεται σε ένα μεγάλο ψέμα που μια ιουδαϊκή αίρεση, εκμεταλλευόμενη την ηθική πτώση του Ρωμαϊκού κόσμου κατάφερε να μετατρέψει τον εαυτό της σε κυρίαρχο ηθοποιό της παγκόσμιας σκηνής! Αυτό όμως που μπορεί να γίνει είναι να αναζητηθούν τα ιστορικά εκείνα παράδοξα που κατά καιρούς μελετητές μπόρεσαν να ανακαλύψουν, και να προκαλέσουν έτσι σε μας σήμερα τον προβληματισμό για την ακρίβεια των αληθειών που μας διδάξαν οι παλιότεροι. Ο αρθρογράφος δεν έχει σκοπό να πολεμήσει με την μικρή αυτή μελέτη την ουσία του Χριστιανισμού, την διδασκαλία της αγάπης, του αλληλοσεβασμού και της ταπεινότητας - ιδέες που σίγουρα πολλούς, μη χριστιανούς, θα έβρισκε σύμφωνους, όσο όμως να προσπαθήσει να κάνει γνωστό το γενικότερο κλίμα αμφισβήτησης που επικρατεί απέναντι σε ένα κύκλο όπου (κυρίως στον Ελλαδικό χώρο) η όποια προσπάθεια 'σπίλωσης' της νεωτέρας θρησκείας θεωρείται αυστηρό ταμπού και ύστατη βλασφημία!
Το άρθρο λοιπόν στηρίζεται σε ένα βασικό προβληματισμό που ο αρθρογράφος πιστεύει πως αποτελεί ερώτημα πολλών ακόμη αναγνωστών: Είναι γνωστό πως κάθε πιστός, οποιασδήποτε θρησκευτικής ομολογίας θεωρεί το απόλυτα βέβαιο για το δίκαιο της πίστης του. Οι ανατολίτες θεωρούν απόλυτα βέβαιο το στοιχείο της μετενσάρκωσης όταν όλη η Χριστιανική δύση τους κατηγορεί για πλάνη. Με την σειρά τους, οι Χριστιανοί δυτικοί αναφέρονται για το βέβαιο της Δευτέρας Παρουσίας όταν για την ανατολή η κυκλικότητα του χρόνου είναι δεδομένη! Διαφορετικές αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν σε διαφορετικές συνθήκες, ποια όμως είναι η απόλυτη αλήθεια; Η δύση με ευκολία αναγνωρίζει την μη θεϊκή φύση του Βούδα και διαγράφει από την λίστα των ιστορικών προσώπων το πρόσωπο του Λάο Τσε. Γιατί λοιπόν το ίδιο να μην συμβαίνει και με το πρόσωπο Ιησούς Χριστός; (2) Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που μας αποδεικνύουν πως υπήρξε πράγματι πριν 2000 χρόνια ένα τέτοιο πρόσωπο που δίδαξε όλα όσα ξέρουμε και διαβάζουμε εμείς σήμερα;
Αναζητώντας την απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορούμε να εξετάσουμε τρεις παράγοντες που θα μπορούσαν να δώσουν φως στους προβληματισμούς μας:
Ι) Την αξιοπιστία των Ευαγγελίων
ΙΙ) Τα ιστορικά στοιχεία για την παρουσία του Χριστού
ΙΙΙ) Τα μετέπειτα θαύματα που πιστοποιούνε το δίκαιο της Χριστιανικής κοσμοθεωρίας
Προτού λοιπόν να ξεκινήσουμε την μελέτη θα πρέπει να υπενθυμίσουμε τον αναγνώστη πως σκοπός της μελέτης είναι ο προβληματισμός και όχι η στεγνή διαγραφή, η όσο τον δυνατόν αδογμάτιστη κριτική αντίληψη παρά η τυφλή αμφισβήτηση, όπως συχνά παρατηρείται να εκφράζεται από ποικίλους εκπροσώπους του νέο-παγανιστικού ή του αθεϊστικού κινήματος. Επίσης το δυστύχημα του άρθρου είναι σίγουρα ο περιορισμένος χώρος του με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναπτυχθεί ένας ακόμη παράγοντας που θα επηρέαζε με την σειρά του την αντίληψη μας για τον Χριστιανισμό. Αναφερόμαστε φυσικά στην ιστορική του προέλευση αλλά και ανάπτυξη μέσα από τα ποικίλα πολιτικό-οικονομικά γεγονότα, και στους πραγματικά πολλούς φιλοσοφικούς και μυστηριακούς 'δανεισμούς' που πραγματοποιήθηκαν πριν και μετά την εμφάνιση του και που διαμόρφωσαν την τελική μορφή που σήμερα γνωρίζουμε.
Ο Χριστιανισμός, όπως κατανοούμε και από τον τίτλο του, αφορά την πίστη στην διδασκαλία του Χριστού, ενός ανθρώπου (για τους Μονοφυσίτες) ή ενός θεανθρώπου για τους περισσότερους πιστούς. Η παρουσία του αν και σχετικά σύντομη όσο και περιορισμένη σε χρόνο και σε χώρο, έμελλε να προσφέρει στην ανθρωπότητα μια ακόμη κοσμοθεωρία που όμως αντίθετα από πολλές άλλες, έχει το βάρος της Θείας αποκάλυψης. Μιας αποκάλυψης μάλιστα που προέρχεται από ένα και μοναδικό Θεό και αναπόφευκτα αποτελεί την μοναδική αλήθεια. Η αποδοχή της αλήθειας αυτής λοιπόν μπορεί να γίνει με δυο τρόπους, την 'τυφλή' πίστη ή την αποδοχή μετά από αποδείξεις. Και φυσικά, τι πιο σημαντική απόδειξη πέρα από την ίδια την ζωή του Χριστού. Πως μπορούμε όμως να μάθουμε περισσότερα για ένα πρόσωπο που γεννήθηκε πριν 2000 χρόνια; Η γραφή λοιπόν είναι αυτή που νικώντας τον χρόνο φτάνει μέχρι και σήμερα για να διηγηθεί τις ιστορίες των παλιών. Μπορούμε όμως να πιστέψουμε τις Γραφές από μια εποχή που η αντιγραφή γινόταν δια χειρός, που τα αντίτυπα κυκλοφορούσαν σε περιορισμένο αριθμό μέσα σε ένα λαό που η πλειονότητα δεν ήξερε να διαβάζει και που φυσικά δεν υπήρχαν οι νόμοι προστασίας κειμένου (©); Έτι συναντάμε το πρώτο πρόβλημα, αυτό της εγκυρότητας των ευαγγελίων.
Η αξιοπιστία των Ευαγγελίων
Δυο είναι οι μεγάλες γραπτές συλλογές κειμένων που αποτελούν την ιστορική πηγή του Χριστιανισμού, όπου σήμερα πλέον τα εν λόγω κείμενα (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) αναφέρονται ως Βίβλος (3) ή Αγία Γραφή. Αν και στην συγκεκριμένη μελέτη δεν θα ασχοληθούμε με το πρώτο κομμάτι της Βίβλου, θα πρέπει όμως να τονίσουμε πως ολόκληρο το ιερό κείμενο θεωρείται ως η αποκάλυψη του αληθινού Θεού και συγκεκριμένα αποτελεί "Λόγο Θεόπνευστο" (4). Η Βίβλος όμως δεν είχε από την αυγή του Χριστιανισμού το γνωστό σε εμάς περιεχόμενο. Μοιάζει μάλιστα να σχηματίστηκε μέσα από την ανάγκη της Εκκλησίας να αποκτήσει αυτοσυνειδησία μέσα από τον Ιουδαϊσμό αλλά και από τον συγκρητισμό τον υπολοίπων μυστηριακών λατρειών της Μεσογείου. Έτσι με την πάροδο του χρόνου, στην χρήση των ιερών κειμένων των Ιουδαίων (και ιδιαιτέρως αυτά των προφητών και των 'Ψαλμών') προστίθονται και κείμενα που η παράδοση θέλει η συγγραφή τους να ανήκει στους ίδιους τους Αποστόλους.
Μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι πως ήταν αυτοί οι συγγραφείς;
Στην ερώτηση αυτή είναι σχεδόν αδύνατον να πάρουμε μια θετική απάντηση εφόσον κανείς από την εποχή εκείνη δεν έφτασε σήμερα σε εμάς για να το βεβαιώσει. Έτσι θα πρέπει να εμπιστευθούμε (όπως άλλωστε εμπιστευόμαστε τον Πλάτωνα για την διδασκαλία του Σωκράτη) αυτά που μαρτυρούν τα κείμενα ως συγγραφείς ή αυτά που η παράδοση θέλει. Αυτό που όμως μπορούμε να διερευνήσουμε είναι η χρονολογία των κειμένων αυτών καθ΄ αυτών.
Ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης αποτελείται από 27 κείμενα: 4 Ευαγγέλια (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης), Πράξεις των Αποστόλων (του Λουκά), 14 επιστολές του Παύλου, 2 του Πέτρου, 3 του Ιωάννη, 1 του Ιακώβου, 1 του Ιούδα και την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η ένωση των κειμένων στην μορφή που ξέρουμε σήμερα και η δογματική αποδοχή τους έγινε στα μισά του 4ου αιώνα.(5) Το 404 μ.Χ. ο Άγιος Ιερώνυμος μεταφράζει με την σειρά του τα ιερά κείμενα σχηματίζοντας έτσι την γνωστή Vulgata η οποία αν και προκαλεί προβληματισμούς για ορισμένες αλλαγές στο κείμενο που έκανε ο ίδιος ο Ιερώνυμος (με βάση τις παρατηρήσεις του), αναγνωρίστηκε με την Σύνοδο της Τριδέντου το 1546, αν και η αποδοχή της ήταν ήδη στην πρακτική των κληρικών κατά την διάρκεια όλου του Δυτικού Μεσαίωνα.
Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης ήταν όλα γραμμένα στην Ελληνική, σε συνεχή μεγαλογράμματη γραφή. Κανένα όμως δεν αποτελεί αυθεντικό χειρόγραφο από τους συγγραφείς τους, ενώ όλα τα σωζόμενα κείμενα αποτελούν αντιγραφές σε περγαμηνές. Ο προσεκτικός μελετητής θα αναγνωρίσει πως σήμερα υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία από διαφορετικές εκδοχές ιερών κειμένων που συχνά περιλαμβάνουν και απόκρυφα ευαγγέλια (6). Το φαινόμενο αυτό όμως δεν αποτελεί μόνο σύγχρονη κίνηση αφού από την αρχαιότητα υπήρχαν αρκετοί διαφορετικοί κώδικες (Βατικανός, Σιναϊτικός, Αλεξανδρινός κ.α.) τα οποία αν και όμοια στην γενική τους μορφή, είχαν παρόλα αυτά μικρές προσθήκες, διορθώσεις και μεταφραστικά λάθη που όμως (και τουλάχιστον για την θεολογική τάξη) δεν αποτελούν εμπόδιο στην μελέτη των κειμένων ή στην μεταφορά του Χριστιανικού μηνύματος.(7)
Σύμφωνα λοιπόν με τις μελέτες των κειμένων αλλά και τις πληροφορίες από διάφορους συγγραφείς, είναι δυνατή η χρονολόγηση των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Έτσι πιστεύεται πως το ευαγγέλιο του Μάρκου είναι το παλαιότερο (65-75 μ.Χ), ακολουθεί αυτό του Λουκά (80 μ.Χ.) (8) και Ματθαίου (85-90 μ.Χ.) ο οποίος μοιάζει να στηρίχτηκε πάνω στο κείμενο του Μάρκου ενώ τελευταίο μένει το ευαγγέλιο του Ιωάννη (95-110 μ.Χ.) Αναφορικά με τα υπόλοιπα κείμενα, οι Πράξεις των Αποστόλων υπολογίζονται περίπου το 80 μ.Χ. όμως η μη αναφορά στον θάνατο του Παύλου ίσως να πηγαίνει την ημερομηνία πίσω στην δεκαετία του 60.(9) Η επιστολή προς Ρωμαίους του Παύλου χρονολογείται στο 56 μ.Χ. η πρώτη επιστολή προς Κορινθίους (από τον ίδιο) το 55, η δεύτερη το 55 ή 56. Ακόμη πιο παλιά μοιάζει να είναι η επιστολή προς Γαλάτας το 50, προς Εφεσίους (σε ορισμένα αρχαία χειρόγραφα δεν υπάρχει η αναφορά της λέξης Εφεσίους) το 60 όμως η γνησιότητα της είναι υπό αμφισβήτηση, προς Φιλιππησίους κάπου ανάμεσα στο 53 και 62, προς Κολοσσαείς (ξανά η γνησιότητα της αμφισβητείται) και Φιλήμονα το 60, οι δυο επιστολές του Παύλου προς Θεσσαλονικείς το 50, προ Τιμόθεον Α, Β και Τίτον πιθανόν το 85, προς Εβραίους λίγο πριν το 70, η επιστολή Ιακώβου στις αρχές του 60, στην δεκαετία του 60 τοποθετείται και η πρώτη επιστολή του Πέτρου, ενώ η δεύτερη το 80 ή ακόμη και κάπου στον 2ο αιώνα. Οι 3 επιστολές του Ιωάννη τοποθετούνται στις αρχές της δεκαετίας του 90 ενώ τέλος του Ιούδα το 70 ή στις αρχές του 2ου αιώνα.
Βασιζόμενοι στην χρονολόγηση που υπάρχει για τα παρόντα κείμενα, είναι εύλογο να δεχτούμε πως θα μπορούσαν να περιγράφουν τον βίο του Χριστού και των μαθητών του με τρόπο ιστορικά σαφή. Πολλοί προβληματισμοί όμως έχουν αναπτυχθεί σχετικά με την χρονολόγηση ορισμένων κειμένων, της ταυτότητας των συγγραφέων τους αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο τους. Τα 4 Κανονικά Ευαγγέλια (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης) αναφέρονται με τα ονόματα των συγγραφέων τους όχι παλιότερα από το 180 μ.Χ. περίπου από τον Ειρηναίο της Λυόν στο 'Against Heresies', ο Ιγνάτιος αναφέρει τα ευαγγέλια του Ματθαίου και Ιωάννη, ενώ ο Papias αναφέρει πως ο Ματθαίος και ο Μάρκος είναι οι συγγραφείς των ευαγγελίων τους. Το 130 μ.Χ. γίνεται η πρώτη παραπομπή από επονομαζόμενο ευαγγέλιο σε γράμμα του Πολύκαρπου, Επισκόπου της Σμύρνης, ενώ δέκα χρόνια πιο πριν, βρίσκουμε χωρίο από το ευαγγέλιο του Ματθαίου στην Επιστολή του Βαρνάβα. Μπορούμε επομένως να θεωρήσουμε πως οι πρώτοι χριστιανοί τυχαία αποφάσισαν την ταυτότητα των ευαγγελίων (όπως συχνά κατακρίνονται) ή θα πρέπει να δεχτούμε πως γνώριζαν από πηγές που δεν διασώθηκαν, τις ταυτότητες των συγγραφέων; (10)
Αυτό που οι περισσότεροι μελετητές (11) συμφωνούν όμως, είναι για τις επιστολές του Παύλου (Θεσσαλονικείς Β, Τιμόθεον Α και Β) οι οποίες πιστεύονται ως μη γνήσιες, ενώ προβληματισμός υπάρχει ακόμη για ορισμένες άλλες όπως προς Εφεσίους, Κολοσσαείς, Τιμόθεον Α και Τίτον, Φιλήμονα, Εβραίους. Ψευδεπίγραφες μοιάζουν όμως να ορίζονται και οι επιστολές του Πέτρου (12) και του Ιωάννη, ενώ το ίδιο, προβληματισμούς δημιούργησε και η Αποκάλυψη του Ιωάννη (94 μ.Χ. ;) όπου στα γραπτά του Ωριγένη (185-254 μ.Χ) δεν αναφέρεται ποτέ, ενώ ο Ευσέβιος ακολουθεί την κριτική γνώμη του Αγίου Διονυσίου της Αλεξάνδρειας.(13)
Αφήνοντας στην άκρη τώρα τους ακαδημαϊκούς διαξιφισμούς για την ακριβή χρονολόγηση και την ταυτότητα των κειμένων, περνάμε στο ίδιο το περιεχόμενο των γραπτών τα οποία δεν μοιάζουν να είναι πάντα το ίδιο. Μπροστά στον κίνδυνο μάλιστα της ψευδογραφείας, ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος αναφέρει στους πιστούς να αναγνωρίζουν τα κείμενα του από τον τρόπο που γράφει (Θεσσαλονικείς Β: 3-17) Ο Κέλσος (περίπου 170 μ.Χ.) μας αναφέρει πως οι Χριστιανοί τροποποιήσανε τρεις ή τέσσερις φορές τα κείμενα τους έτσι ώστε να δυσκολέψουν όλους όσους ασκούσαν κριτική την εποχή εκείνη. Παρόμοια ήταν και το συμπέρασμα του Ωριγένη:
"Είναι ένα αποδεκτό γεγονός σήμερα πως υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία μεταξύ των χειρόγραφων, που οφείλεται άλλοτε στην απροσεξία των γραφέων ή στην διεστραμμένη αυθάδεια μερικών ανθρώπων να διορθώνουν τα κείμενα ή ξανά στο γεγονός όπου υπάρχουν κάποιοι που προσθέτουν ή διαγράφουν όπως τους ευχαριστεί, βάζοντας τους εαυτούς τους ως διορθωτές." (14)
Μπορούμε όμως σήμερα να αναγνωρίσουμε αυτές τις προσθ-αφαιρέσεις; Το έργο αυτό μοιάζει δύσκολο όμως οι συγκρίσεις μεταξύ των αρχαίων διασωθέντων χειρογράφων βοηθούνε σημαντικά. Έτσι, οι στίχοι 16:9-20 του Μάρκου (όπου γίνονται οι αναφορές για τις εμφανίσεις του Χριστού μετά την ανάσταση) λείπουν από πολλά αρχαία αντίγραφα. Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη οι στίχοι 7:53 και 8:1-11 (όπου γίνεται αναφορά στην μοιχαλίδα που την απειλούσαν να την λιθοβολήσουν μέχρι την παρέμβαση του Χριστού), δεν εμφανίζονται στα αντίγραφα παρά μόνο τον 5ο αιώνα και όποτε υπάρχει δεν βρίσκεται πάντα στην ίδια θέση, ενώ δεν βρίσκεται και σε κανένα άλλο ευαγγέλιο. Στην επιστολή Ιωάννου Α (4:7) όπου γίνεται αναφορά στα τρία πρόσωπα του Θεού, μεγάλο κομμάτι της φράσης είναι ανύπαρκτο στα περισσότερα αρχαία χειρόγραφα.
Αξίζει να αναφέρουμε επίσης πως μαζί με τις προσθ-αφαιρέσεις στα κείμενα, ποικίλα μεταφραστικά προβλήματα ή διχογνωμίες έχουν παρουσιαστεί. Στην προ Εβραίους επιστολή (10:34) ο στίχος παρουσιάζεται με διαφορετική μορφή από χειρόγραφο σε χειρόγραφο. Παρόμοιο πρόβλημα υπάρχει στους προ Κορινθίους Β (5:3, 6:16, 9:10), στις Πράξεις Αποστόλων (18:17), Λουκά (11:2-5), στην Αποκάλυψις Ιωάννου (13:18) (15) κ.α.
Τα λίγα παραδείγματα που αναφέραμε παραπάνω δεν μπορούν βέβαια να πιστοποιήσουν το συνολικό λανθάνον των ευαγγελίων. Τα σημεία αυτά τροποποιούνε παρά ελάχιστα την συνολική Χριστιανική κοσμοαντίληψη. Γεννάται όμως ο προβληματισμός για την γενικότερη εγκυρότητα του κειμένου, γεγονός που και άλλοι παράγοντες έρχονται για να βάλουν σε σκέψεις τον μελετητή. Σημεία διάσπαρτα λοιπόν στην Καινή Διαθήκη προβληματίζουν τους ερμηνευτές εξαιτίας των αντιφάσεων τους καθώς και της ιστορικής ανακρίβειας που περιέχουν.
Τόσο το ευαγγέλιο του Ματθαίου όσο και του Λουκά προσφέρουν την γενεαλογία του Χριστού. Μια μεγάλη ασυμφωνία υπάρχει όμως μεταξύ των δυο αυτών. Ο πρώτος ξεκινάει την γενεαλογία (1:1-16) από τον Αβραάμ (50 γενεές) ενώ ο Λουκάς (3:23-38) ξεκινά από τον Θεό και έπειτα από τον Αδάμ για να φτάσει τελικά στον Χριστό (76 γενεές). Στα ενδιάμεσα μάλιστα γίνονται αναφορές σε πρόσωπα που ο άλλος συγγραφέας μοιάζει να αγνοεί (για τον Ματθαίο π.χ. ο πατέρας του Ιωσήφ είναι ο Ιακώβ ενώ για τον Λουκά ο Ηλί) περιπλέκοντας έτσι την σύνθεση της λίστας. Η συνήθης ερμηνεία είναι αυτή της συμπληρωματικής (πως το ένα βιβλίο συμπληρώνει το άλλο) μελέτης της Γραφής, μπορούμε όμως να δεχτούμε αυτή την δυνατότητα ανάγνωσης και κατανόησης, αγνοώντας τα ποικίλα προβλήματα που παρουσιάζονται στα διάφορα χωρία; (16)
Παρόμοια είναι η κατάσταση και με τα τελευταία λόγια του Χριστού στον σταυρό. Ο Ματθαίος (27: 46) αναφέρει "Γύρω στις τρεις κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: 'ηλί ηλί λιμά σαβαχθανί;' δηλαδή 'Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;" Στον Μάρκο (15:34) "Στις τρεις η ώρα κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: 'Ελωί Ελωί λιμά σαβαχθανί;' που σημαίνει Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες;" (17) Στον Λουκά (23:46) διαβάζουμε "Τότε ο Ιησούς κραύγασε με δυνατή φωνή και είπε: 'Πατέρα, στα χέρια σου παραδίνω το πνεύμα μου.' Μόλις το είπε αυτό ξεψύχησε." Τέλος στον Ιωάννη (19:30) "ότε οθν έλαβε το όξος ο Ιησούς είπε, 'τετέλεσται' και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα." (18)
Προβληματισμό προκαλούν τα χωρία που αναφέρονται και στο τέλος του Ιούδα. Ο Ματθαίος μας πληροφορεί (26:5) πως ο προδότης πήγε και απλά κρεμάστηκε, μια εικόνα που γίνεται πιο πλούσια στις Πράξεις των Αποστόλων όπου αναφέρεται πως "Έπεσε όμως με το πρόσωπο στη γη, σκίστηκε η κοιλιά του και χύθηκαν όλα τα σπλάχνα του." (1:12-26) Ο αναγνώστης θα αναγνωρίσει μια διχογνωμία σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο περιγράφτηκε ο θάνατος του Ιούδα (εκτός βέβαια και αν οι συγγραφείς εννοούν πως κρεμάστηκε πρώτα, το σχοινί κόπηκε έπειτα και πέφτοντας σχίστηκε η κοιλιά του!), παράλληλα όμως ίσως ανακαλύψει και μια παρομοίωση με τον θάνατο των δυο δολοφόνων του Hiram, στο Τεκτονικό τυπικό του βαθμού 'Ο εκλεκτός των Δεκαπέντε'.
Ερωτηματικά προκαλεί το χωρίο 22:41 στον Λουκά όπου αναφέρεται πως ο Χριστός "απομακρύνθηκε από αυτούς [τους μαθητές του] σε απόσταση πετροβολίας" και εκεί, στο όρος των Ελαίων προσευχήθηκε. Αν η απόσταση ήταν τέτοια ώστε οι μαθητές να μην μπορούσαν να ακούσουν, τότε πως γίνεται οι απόστολοι να καταγράφουν τα λόγια του; Ο ίδιος προβληματισμός υπάρχει και στις σκηνές όπου ο Χριστός βρισκόταν ενώπιον του Πιλάτου. Η μόνη δεκτή ερμηνεία είναι αυτή της Θείας επίγνωσης (κατά την ημέρα της Πεντηκοστής;) όμως αυτό προϋποθέτει ο αναγνώστης να πιστεύει στο Θεόπνευστο της Βίβλου.
Άξια προβληματισμού είναι επίσης η ομόφωνη απόφαση των Εβραίων "το αίμα του [Χριστού] πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας." (Ματθαίος 27:25) Μπορεί να θεωρηθεί μια τέτοια βαριά κρίση ως η απόφαση ενός πλήθους; Εύκολα σήμερα αναγνωρίζουμε την τάση ακροδεξιών-χριστιανικών παρατάξεων που πίσω από αυτή την φράση δικαιολογούν την αντι-σιωνιστική τους στάση. Αν και ο αρθρογράφος δεν βρήκε κάποιο επικριτή της παρούσας φράσης (πέραν του Ambelain R.), θεωρεί το χωρίο γνήσιο αν και σίγουρα άξιο ερμηνευτικής προσοχής!
Μια διαφορετική αντίφαση τώρα, βρίσκουμε στο ιστορικό της ανάστασης του Χριστού. Στον Ματθαίο (13:40) διαβάζουμε: "Όπως δηλαδή ο προφήτης Ιωνάς ήταν τρεις μέρες και τρεις νύχτες στην κοιλιά του κήτους, έτσι θα είναι και ο Υιός του Ανθρώπου μέσα στην γη τρεις μέρες και τρεις νύχτες." Η πρόβλεψη αυτή του Χριστού όμως για τον θάνατο και την ανάσταση του μοιάζει να μην τηρήθηκε με αυτό τον τρόπο. Σύμφωνα με τα ευαγγέλια (Ματθαίος 27:32-28:8, Μάρκος 15:25-16:5, Λουκάς 23:26-24:7), η σταύρωση πραγματοποιήθηκε μέρα Παρασκευή (19) ενώ η επίσκεψη των γυναικών (20) που πρώτες αντίκρισαν τον άδειο τάφο έγινε την Κυριακή.
Απλοποιώντας αφάνταστα την χρονική διάρκεια μπορούμε (κάνοντας μια μεγάλη υποχώρηση) να δεχτούμε πως το θείο δράμα πραγματοποιήθηκε 3 μέρες (εδώ οι μέρες μοιάζουν συμβολικές κατά τα πρότυπα της Γεννήσεως). Την ίδια όμως υποχώρηση μπορούμε να κάνουμε και για τις 3 ανύπαρκτες βραδιές που ο Χριστός ήταν νεκρός; Που λοιπόν σταματά ο συμβολισμός και που αρχίζει η ιστορική περιγραφή στα ευαγγέλια;
Σαν τέτοιο αποτελεί και η τραγική ιστορία της σφαγής των νηπίων που αναφέρει μονάχα ο Ματθαίος (2:16-18), ένα γεγονός όπου δεν στηρίζεται ιστορικά αφού δεν μοιάζει να έχει διασωθεί κανένα επίσημο αρχείο (χριστιανικό και μη) που να επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό. Επίσης σιωπηλά είναι τα επίσημα αρχεία των Εβραίων και των Ρωμαίων σχετικά με τις εμφανίσεις νεκρών την στιγμή του θανάτου του Χριστού (Ματθαίος 27:51-53) που σίγουρα θα προκαλούσε ένα τέτοιο γεγονός την προσοχή του επίσημου κράτους ή των χρονικογράφων της εποχής.
Ιστορικό παράδοξο υπάρχει επίσης και στο χωρίο 2:22-23 του Ματθαίου όπου βλέπουμε πως η οικογένεια του Χριστού εγκαθιστάται στην περιοχή της Γαλιλαίας, την Ναζαρέτ και έτσι εκπληρώνεται η προφητεία που θέλει τον Χριστό να ονομαστεί Ναζωραίος. (21) Η πόλη ή το χωριό της Ναζαρέτ όμως δεν υπάρχει σε κανένα αρχαίο κείμενο της εποχής. Η Παλαιά Διαθήκη δεν αναφέρει καμία τέτοια περιοχή, ούτε ο χρονικογράφος Φλάβιος Ιωσήφ (1ος αιώνας μ.Χ.), ή τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας παρά μονάχα βρίσκεται στα Χριστιανικά κείμενα. Από τον 8ο αιώνα όμως χτίζεται η περιοχή αυτή ικανοποιώντας έτσι τους προσκυνητές που αναζητούσαν πεισματικά τους ιερούς τόπους. (22)
Γεωγραφική ανακρίβεια μοιάζει να υπάρχει και στον Λουκά (8:26-35) όπου υπάρχει το περιστατικό με τους δαιμονισμένους χοίρους που πέφτουν από ένα γκρεμό σε μια λίμνη κοντά στα Γάδαρα. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός όπου ο Ιουδαϊκός νόμος απαγορεύει να τρέφονται γουρούνια είτε για εμπόριο είτε για ιδιωτική χρήση, η παρουσία μιας λίμνης στην περιοχή αυτή είναι αδικαιολόγητη αφού απλά δεν υπάρχει! Λίμνη υπάρχει μονάχα στην περιοχή της Γενησαρέτ που όμως δεν βρίσκεται στην χώρα των Γαδαρηνών παρά στην Γωλανίτιδα σε απόσταση άνω 80 χιλιομέτρων.
Γεωγραφικό πρόβλημα όσο και αντιφάσεις φαίνεται να υπάρχουν και στην τελική επαφή του Χριστού με τους μαθητές του. Ο Ματθαίος (28:16-20) αναφέρει πως ο Χριστός συναντά τους μαθητές στην Γαλιλαία πάνω σε ένα όρος όπου και τους στέλνει να διδάξουν τον κόσμο στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Στον Μάρκο (16:19) ο Χριστός αφού μίλησε στους μαθητές του στην Γαλιλαία αναλήφθηκε στους ουρανούς. Στον Λουκά (24:50-51) οι μαθητές περπάτησαν μαζί με τον Χριστό ως την Βηθανία και έπειτα ανέβηκε στους ουρανούς. Στον Ιωάννη (21:1-25) οι μαθητές βρίσκονται στην λίμνη Τιβεριάδα όπου όμως δεν γίνεται αναφορά σε ανάληψη. Επίσης η περιγραφή της ανάληψης γίνεται στις Πράξεις Αποστόλων (1:9) αλλά δεν αναφέρεται καμία τοποθεσία.
Αν δεχτούμε πως ο Ιωάννης και ο Ματθαίος απλά δεν αναφέρουν το περιστατικό της αναλήψεως ("Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που αν γραφτούν ένα προς ένα, ούτε ο κόσμος ολόκληρος δε θα χωρούσε, νομίζω τα βιβλία που θα έπρεπε να γραφτούν" Ιωάννης 21:25) τότε σίγουρα μένουμε προβληματισμένοι αφού η Βηθανία, η Τιβεριάδα ή το όρος Γάμαλα (όπως πιστεύει ο Ambelain R), έχουν μια απόσταση μεταξύ τους 150 χιλιομέτρων!
Γεωγραφικά λάθη, αντιφάσεις, μεταφραστικά προβλήματα και ιστορικές ανακρίβειες. Είναι όλα αυτά μερικά από τα ποικίλα προβλήματα που παρουσιάζουν τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Είναι βέβαιο πως ορισμένα από τα κριτικά σχόλια που γίνονται στα Ιερά Κείμενα μπορούν να τοποθετηθούν στο επίπεδο της ερμηνείας και έτσι οι όποιοι κατακριτές που αγνοούν την θεολογική προσέγγιση να σχηματίζουν περισσότερα λάθη από αυτά που ισχυρίζονται πως υπάρχουν στην Γραφή. Είναι όμως γεγονός πως υπάρχουν και ορισμένα σημεία που προκαλούν την λογική του μελετητή και δημιουργούν σημαντικές αμφιβολίες.
Είναι φυσικό βέβαια να ακουστεί και η γνώμη πως οι προβληματισμοί που σηκώνουν τα Ιερά Βιβλία, είναι έργο ανθρώπινο, έργο που οφείλεται σε έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων και κυρίως πρόβλημα που σχημάτισαν οι αναρίθμητες αντιγραφές των αρχαίων. Έτσι λοιπόν, μπορούμε απλά να διαγράψουμε από την μνήμη μας όλα τα παραπάνω προσφέροντας λύσεις με τελικό σκοπό την προστασία του ίδιου του Χριστιανικού μηνύματος που σαφώς δεν μπορεί να ζημιωθεί απόλυτα από μια τέτοια κριτική. Ίσως αυτό να έκανε και τους πρώτους Χριστιανούς οι οποίοι πίστευαν περισσότερο στο μήνυμα των ευαγγελίων παρά στις ακαδημαϊκές διαπλοκές.
Είναι βέβαιο όμως πως μαζί με το κύριο νόημα της αγάπης και της ανάστασης, οι πιστοί του Χριστού πίστευαν και στην υλική του ύπαρξη, πίστευαν δηλαδή πως αποτελούσε ένα γνήσιο ιστορικό πρόσωπο. Αυτή είναι ίσως μια από τις κυριότερες διαφορές μεταξύ των Χριστιανικών μυστηρίων με τις υπόλοιπες Μυστηριακές λατρείες που τους πρώτους αιώνες μ.Χ. είχαν πλημμυρίσει την Μεσόγειο. Μπορούμε όμως να ανακαλύψουμε εμείς σήμερα τα ίχνη που άφησε ο Θεάνθρωπος;
Τα ιστορικά στοιχεία για την παρουσία του Χριστού.
Αν υπάρχουν προβληματισμοί για την προέλευση και το περιεχόμενο των ευαγγελίων, τότε σίγουρα υπάρχει ένα μεγάλο κενό γύρω από το ιστορικό πρόσωπο του Χριστού, (23) κενό που αποτελεί μαζί με τις αντιφάσεις των ευαγγελίων, τους δυο κύριους στόχους των σκεπτικιστών της Βίβλου. Τοποθετώντας λοιπόν στην άκρη για ευνόητους λόγους τα ευαγγέλια, θα αναζητήσουμε να βρούμε αναφορές για την ύπαρξη του Χριστού στα κείμενα των Ρωμαίων και Ιουδαίων της εποχής.
Είναι γεγονός πως κοντά στην εποχή του Χριστού μια μεγάλη ομάδα εθνικών συγγραφέων δημιούργησε, ανάμεσα τους ο Πλούταρχος, ο Seneca, ο Παυσανίας, ο Florus Lucios και άλλοι πολλοί. Κανένας από αυτούς όμως δεν αναφέρει τίποτα σχετικό με την ζωή και την δράση του Χριστού, κανείς εκτός από τους Pliny, Suetonius και Tacitus που ζώντας στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. αναφέρουν απλά την παρουσία των πιστών του Χριστού και τίποτα σχετικά με την ύπαρξη ή όχι του δασκάλου τους! Βέβαια ένα τέτοιο κενό από την πλευρά των εθνικών μπορεί εύκολα να εξηγηθεί από το γεγονός πως στην αυγή του ο Χριστιανισμός έμοιαζε απλά σαν μια μικρή θρησκευτική κίνηση παρεμφερής με αρκετές άλλες, όπως επίσης και από το πιθανό γεγονός πως οποιαδήποτε αναφορά ίσως να έχει χαθεί από το φως της αρχαιολογίας. Αν επικεντρωθούμε τώρα στην Ιουδαϊκή περιοχή για να αναζητήσουμε γραπτές αναφορές για την ζωή του Χριστού θα συναντήσουμε ένα παρόμοιο πρόβλημα. Ιουδαίοι ιστορικοί της εποχής όπως οι Philo Judaeus (25π.Χ.-50μ.X.)και Justus Tiberius δεν αναφέρουν εξίσου τίποτα και ιδιαιτέρως το έργο του πρώτου όπου έχει διασωθεί, αντίθετα όμως με τα ιστορικά αρχεία του Justus που πλέον έχουν χαθεί. Φαίνεται όμως αυτά να σώζονταν τουλάχιστον μέχρι και τον 9ο αιώνα αφού ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος αναφέρει πως "ο Justin Tiberius δεν κάνει ούτε μία αναφορά στον Ιησού, για το τι συνέβη σε αυτόν, ή για όλα τα θαυμαστά έργα που έπραξε." (Photius Bibliotheca, code 33).
Η προσοχή όμως των χριστιανών συγγραφέων της αρχαιότητας είχε πέσει στα κείμενα του Flavius Josephus (38-107μ.Χ.) ο οποίος μιλάει καθαρά στο ιστορικό του έργο για τον Χριστό. Συγκεκριμένα στο 'Antiquities of the Jews' (βιβλίο 18, κεφάλαιο 3) διαβάζουμε: "At about this time lived Jesus, a wise man, if indeed one might call him a man. For he was one who accomplished surprising feats and was a teacher of such people as are eager for novelties, He won over many of the Jews and many of the Greeks. He was the Messiah. When Pilate, upon an indictment brought by the principal men among us, condemned him to the cross, those who loved him from the very first did not cease to be attached to him. On the third day he appeared to them restored to life, for the holy prophets had foretold this and myriads of other marvels concerning him. And the tribe of the Christians, so called after him, has to this day still not disappeared." (24)
Αν το σημείο αυτό στα χρονικά του Josephus περιγράφει την ζωή του Χριστού όπως μας την μεταφέρουν τα ευαγγέλια, τότε γιατί συνεχίζουν να υπάρχουν οι αμφιβολίες των σκεπτικιστών. Αυτό μοιάζει να οφείλεται σε ποικίλους λόγους. Ο προσεκτικός μελετητής της δουλειάς του Josephus θα δει πως αντίθετα με τις υπόλοιπες προσωπικότητες που αναφέρει στα κείμενα του, εδώ ο συγγραφέας γίνεται υπερβολικά λιτός! Ταυτόχρονα το σημείο που αναφέρεται στον Χριστό μοιάζει να εμποδίζει την φυσική ροή του βιβλίου. Σαν να τοποθετήθηκε λοιπόν από κάποιο Χριστιανό αντιγραφέα μοιάζει να συγκλίνουν οι γνώμες των μελετητών και αυτό κυρίως γιατί ποτέ πριν τον 4ο αιώνα δεν αναφέρθηκαν από κάποιο Χριστιανό συγγραφέα (και αυτό από τον Ευσέβιο όταν ακόμη και ο Ωριγένης δείχνει να αγνοεί τελείως την ύπαρξη αυτών των αναφορών) οι αναφορές του Josephus. Ενισχυτικός παράγοντας μοιάζει να αποτελεί και το γεγονός πως ο Josephus δεν είχε βαπτιστεί Χριστιανός, πως λοιπόν θα μπορούσε να αποδέχεται την παρουσία ενός αναστημένου Μεσσία;
Είναι πάντως γεγονός πως ο Josephus αναφέρει πως την εποχή του δρούσαν στην Ιουδαία μια σειρά από υποψήφιους Μεσσίες και πως ίσως να είχε γίνει πραγματικά μια αναφορά στον Χριστό ή στους οπαδούς του, αναφορά που πιθανόν να τροποποιήθηκε με το πέρασμα των αιώνων! Αυτό μπορεί να εξηγεί και την παρουσία ενός μικρού χωρίου στο βιβλίο 20 των χρονικών του όπου αναφέρει: "James, the brother of Jesus, who was called Christ." Το σημείο αυτό μοιάζει να αποτελεί αυθεντικό αφού αναφέρεται από τον Ωριγένη τρεις φορές. Μονάχα όμως αυτή η αναφορά δεν μπορεί να προσφέρει μια λύση στο προβληματισμό για το αν ο Χριστός ήταν ένα ιστορικό πρόσωπο ή όχι.
Μια τελευταία ίσως αναφορά μπορεί να βρεθεί στο Ταλμούδ (25) όπου γίνεται λόγος για κάποιον Yeshu που τον κρεμάσανε με την κατηγορία της μαγείας λίγο πριν το Πάσχα. Το χωρίο δυστυχώς όμως δεν μπορεί με την σειρά του να τοποθετηθεί χρονολογικά, ούτε επίσης και να υποστηριχθεί πως αναφέρεται στον ευαγγελικό Ιησού. Αξίζει να τονίσουμε πως ο Josephus αναφέρει τουλάχιστον 10 φορές το όνομα "Ιησούς" που μοιάζει να ήταν ένα κοινό όνομα της εποχής. Που βρίσκεται λοιπόν ο ιστορικός Χριστός; Κλήρος και λαός προβληματίζεται σχετικά με την φιγούρα του Θεανθρώπου δημιουργώντας με την πάροδο του χρόνου μια σειρά από υποθέσεις που σιγά σιγά μετατρέπονται σε παραδόσεις.
Το πρόβλημα του Χριστού προκάλεσε μια σωρεία αταξίας στους κόλπους των πρωτοχριστιανικών εποχών με αποτέλεσμα να εμφανίζονται συνεχώς νέες ερμηνείες. Η φιγούρα του στις τέχνες δανείστηκε στοιχεία από τον Ελληνικό Απόλλωνα ενώ πολύ αργότερα μοιάζει να ταυτίστηκε με το αρχέτυπο του Γέρου Σοφού και η γενειάδα τοποθετήθηκε στις απεικονίσεις του. Αυτή η αλλαγή οφείλεται μήπως στο σώμα που εμφανίζεται στη Σινδόνη του Τορίνο; Μπορεί αυτό να είναι το αποτύπωμα της εικόνας του Χριστού; Είναι αυτή η Σινδόνη ο μάρτυρας της ύπαρξης του Θεανθρώπου;
Το λινό ύφασμα που απεικονίζει την μορφή ενός γενειοφόρου άνδρα, άσχημα βασανισμένου και σταυρωμένου αποτελεί για πολλούς την απόλυτη απόδειξη της υλικής υπόστασης του Χριστού. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο Lirey της Γαλλίας το 1353 από τον ιππότη Geoffrey de Charny ενώ μελετητές (π.χ Wilson, 1978) αναφέρουν πως το έχουν πάρει ( 'μανδήλιον') οι σταυροφόροι το 1204 από την Κωνσταντινούπολη. Αν και υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με την προέλευση (έργο του Leornado Da Vinci) και την μορφή που απεικονίζει (τον Ζακ Ντε Μολαί!) μελέτη με άνθρακα 14 το 1989 έδειξε πως το ύφασμα χρονολογείται κάπου ανάμεσα στο 1260-1390 μ.Χ. Είναι λοιπόν και η Σινδόνη ένα από τα πολλά τεχνικά ιερά αντικείμενα που κυκλοφόρησαν στην δεισιδαιμονική αγορά του Μεσαίωνα;
Σύμφωνα με τον Ambelain, το αληθινό σώμα του Χριστού να καταστράφηκε το 362 όταν ο αυτοκράτορας Ιουλιανός διέταξε να καταστραφεί ο τάφος, όπου μια μικρή ομάδα αιρετικών Εβραίων στο Μάκρον της Σαμάρειας προσκυνούσαν κάποιο νεκρό που είχε αναστηθεί! Ίσως πάλι να μην βρέθηκε ποτέ γιατί ποτέ να μην παρέμεινε νεκρός όπως μας μαρτυρούν τα ευαγγέλια (26) ή όπως μας περιγράφουν οι μύθοι του Όσιρη, του Διονύσου και τόσων άλλων ηλιακών θεοτήτων που η λατρεία τους αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο σε κάθε θρησκευτική πίστη σε όλες τις χώρες του γνωστού τότε κόσμου.
Μπορούμε λοιπόν σήμερα να μιλάμε για έναν ιστορικό Χριστό όταν μιλάμε για ένα μυθικό Όσιρη; Η ιστορία μοιάζει να μην αποδεικνύει την ύπαρξη κανενός από τους δύο. Πιο πριν βρεθήκαμε προβληματισμένοι σχετικά με την εγκυρότητα των ευαγγελίων. Ίσως λοιπόν να χρειαζόμαστε ένα ακόμη παράγοντα που θα μας αποδείξει το ορθόν της Χριστιανοσύνης, τον παράγοντα εκείνο για τον οποίο, στην Ελλάδα τουλάχιστον, γίνεται λόγος ως την καθημερινή απόδειξη της δύναμης και της υπάρξεως του Θεού. Τα θαύματα αποτελούν την παραμέριση των φυσικών νόμων από μια δύναμη άγνωστη σε μας, που όμως μοιάζει να γίνεται γνωστή μέσα από την διδασκαλία του Χριστού. Είναι όμως τα θαύματα ένα Χριστιανικό μονοπώλιο;
Τα μετέπειτα θαύματα που πιστοποιούνε το δίκαιο της Χριστιανικής κοσμοθεωρίας (27)Τι μπορεί να ονομαστεί θαύμα όταν γύρω μας υπάρχουν και συμβαίνουν τόσα θαυμαστά; Ακόμη και η ερμηνεία του ως αυτό που αντιβαίνει τους γνωστούς σε εμάς φυσικούς νόμους ίσως να μην στέκει αφού δεν μπορούμε να ήμαστε πάντα σίγουροι για το βέβαιο τις ερμηνείας αυτής. Η Βίβλος δείχνει πως το θαύμα μπορεί να ενεργηθεί τόσο από τον Θεό όσο και από τον Διάβολο (υπό την άδεια του Θεού όπως μας δείχνει η ιστορία του Ιώβ) αλλά και από τον ίδιο τον άνθρωπο. Ίσως είναι το τελευταίο που δημιουργεί την μεγαλύτερη απορία όμως δεν παύει να είναι γεγονός αρκεί να μελετήσει κανείς το φαινόμενο placebo ή πιο απλά της θετικής αυθυποβολής όπου το άτομο μπορεί δια μέσου της επιθυμίας και της εμπιστοσύνης (ακόμη και διαμέσου ασυνείδητων λειτουργιών) να πραγματοποιήσει το αδιανόητο.
Το θαύμα λοιπόν ανάλογα με το υπόβαθρό του παρατηρητή παίρνει ποικίλες ερμηνείες: για ένα θρησκευόμενο άτομο θα είναι η ενέργεια μιας θείας δύναμης, για ένα παραψυχολόγο το αποτέλεσμα ψυχικών δυνάμεων, για ένα ψυχολόγο η εκδήλωση ασυνείδητων λειτουργιών, και η λίστα μεγαλώνει όσο αυξάνονται και οι διαφορετικές μορφές τέχνης και επιστήμης της ανθρωπότητας. Αν όμως οι παραπάνω συλλογισμοί αληθεύουν τότε αυτό σημαίνει πως το θαύμα δεν είναι ένα Χριστιανικό φαινόμενο, και αυτό έρχεται να μας το βεβαίωσει η ιστορία, αρχαία, όσο και σύγχρονη.
Σύμφωνα με τον Πλίνιο, στον ναό του Διονύσου στην Άνδρο (όπως επίσης και στην Νάξο), υπήρχε μια πηγή όπου για 7 ημέρες έρεε κρασί το οποίο, όταν προσπαθούσες να πάρεις δείγμα του, μετατρεπόταν σε νερό. Στις 5 Ιανουαρίου μάλιστα, ο μύθος θέλει τον θεό να έχει μεταστοιχειώσει νερό σε κρασί, όπως επίσης και στους γάμους του με την Αριάδνη.
Σύμφωνα τώρα με τον Παυσανία, σε μια γιορτή (Θεία-Thyia), τρία άδεια δοχεία τοποθετούνταν σε ένα σφραγισμένο δωμάτιο ενώ την επομένη όταν άνοιγαν ξανά τον κλειστό χώρο έβρισκαν τα δοχεία γεμάτα με κρασί. Ο Ιπποκράτης ήταν επίσης ένας άνθρωπος των θαυμάτων όπου χάρη στις ιατρικές του γνώσεις και την δύναμη του Ασκληπιού, κέρδισε τον σεβασμό των ανθρώπων αλλά και των Χριστιανών αφού πολλές επιγραφές προς τον Ασκληπιό βρέθηκαν να έχουν στην θέση του αρχαίου ονόματος, το όνομα του Ιησού.
Αξίζει να σημειωθεί πως και στην αρχαιότητα, συνηθιζόταν η προσφορά ενός πολύτιμου αντικειμένου (τάμα) προς τον Θεό που πρόσφερε την υγεία. Σήμερα η συνήθεια αυτή δεν διαφέρει καθόλου παρά μόνο στην θέση του αρχαίου αγάλματος, υπάρχει το σύγχρονο είδωλο, συνήθως με την μορφή μιας εικονογραφίας (στην Ανατολική εκκλησία τουλάχιστον).Άνθρωπος των θαυμάτων αποκαλούνταν και ο Πυθαγόρας ο οποίος λέγεται πως θεράπευε ασθένειες, μπορούσε να παρευρίσκεται σε δυο μέρη ταυτόχρονα, όπως επίσης (σύμφωνα με το 'Η ζωή του Πυθαγόρα' του Ιαμβλίχου) και μπορούσε να ηρεμήσει τα νερά των ποταμών ώστε να μπορούν οι μαθητές του να περνούν απέναντι. Σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο, παρόμοια θαύματα μπορούσαν να πράττουν και ο Εμπεδοκλής, ο Επιμενίδης κ.α.
Ο Εμπεδοκλής μάλιστα λέγεται πως είχε την δύναμη να προλέγει το μέλλον, να θεραπεύει ασθένειες καθώς και είχε φέρει πίσω στην ζωή μια γυναίκα που ήταν 30 μέρες νεκρή. Παρόμοια θαύματα πιστεύεται πως έκανε και ο Απολλώνιος ο Τυανεύς (1ος αιώνας μ.Χ.) του οποίου η ζωή παρομοιάζεται συχνά με αυτή του Χριστού. Όσοι ενδιαφέρονται να μελετήσουν περισσότερο την αρχαία γραμματεία για τα θαύματα της εποχής, μπορούν να ανατρέξουν στα έργα του Απουλήιου, Αίλιου Αριστείδη, Λουκιανού, Φιλόστρατου, Ευνάπιου κ.α.Τα θαύματα όμως δεν σταματούν στην Ελληνιστική Μεσόγειο αλλά μπορούν να βρεθούν στις παραδόσεις του κάθε λαού που για αιώνες συντηρεί την λατρεία των θεών τους, γιατί αληθινά θα ήταν αστείο να δεχόμασταν πως πολιτισμοί όπως οι Ινδοί, προσεύχονται σε θεούς, χτίζουν ναούς και έχουν συστήματα πνευματικής καλλιέργειας αν δεν υπήρχε έστω και ένα θαύμα που να ενισχύει την πίστη του καθημερινού κόσμου.(28)Ίσως οι αναφορές που προσφέραμε να μην ήταν αρκετές σε σχέση με την μακρά λίστα των θαυμάτων του Χριστού που αναφέρει η Καινή Διαθήκη ή και με τα θαύματα των μετά-Χριστό αγίων. Αυτό όμως μοιάζει να συμβαίνει για δυο κυρίως λόγους.
Αρχικά θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως όλα τα αρχαία θαύματα έχουν περάσει άμεσα ή έμμεσα από το Χριστιανικό πρίσμα έτσι ώστε πολλά από αυτά να έχουν χαθεί στον χρόνο, κάποια από αυτά να θεωρούνταν απλά ως τεχνάσματα (ποιος μας εγγυάται όμως πως τα σύγχρονα θαύματα δεν είναι επίσης ανθρώπων έργα;) ενώ άλλα να ερμηνευτούν απλά σαν έργα δαιμόνων, μια ερμηνεία βγαλμένη καθαρά από την Χριστιανική κοσμοαντίληψη (μήπως και οι σύγχρονοι Έλληνες Χριστιανοί δεν κατηγορούν πως τα θαύματα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας πηγάζουν από τον Διάβολο αφού ως σαν σχηματικοί δεν έχουν την Θεία χάρη;).
Ο δεύτερος όμως, λόγος που είναι εξίσου σημαντικός, αφορά την αντίληψη περί θαυμάτων που είχαν οι αρχαίοι αλλά και που φαίνεται να συμμερίζονται και αρκετοί ανατολικοί λαοί.
Η έννοια του θαύματος που οι σύγχρονοι έχουν κατά νου, μοιάζει να διαφέρει από την αρχαιοελληνική αντίληψη. Ο κόσμος από μόνος του αποτελεί ένα εν-τάξη σύμπαν που η όποια υπέρβαση του θα είχε κάποιο αντίτιμο. Ο Ηράκλειτος χαρακτηριστικά γράφει πως "ο Ήλιος δεν θα υπερβεί τα όρια του, ειδάλλως, οι Ερινύες που επικουρούν τη Δίκη, θα τον ανακαλύψουν.", ενώ λέγεται πως όταν ο Ασκληπιός ανάστησε μια σειρά ανθρώπων (όπως ο Ιππόλυτος, Ωρίονας, ο Τυνδάρεως κ.α.), ο Άδης παραπονέθηκε στον Δία ο οποίος και κεραυνοβόλησε τον Ασκληπιό. Επίσης στους Νόμους του Πλάτωνα διαβάζουμε πως "πάντως ο θεός ελέγχει την αρχή, τη μέση και το τέλος των όντων και προχωρεί σε ευθεία, σύμφωνα με τη Φύση. Και πάντα τον ακολουθεί η δικαιοσύνη που τιμωρεί αυτούς που στερούνται το θείο νόμο. "Παρόμοια στάση συναντάμε και στον ανατολικό Βουδισμό όπου σε μια συνομιλία του Βούδα με κάποιο θαυματοποιό ο οποίος μπόρεσε να περάσει ένα ποτάμι βαδίζοντας πάνω στο νερό, ο δάσκαλος της Μέσης Οδού του ζητά τον λόγο για τον οποίο δεν χρησιμοποίησε μια βάρκα!
Ο μελετητής θα συναντήσει μια ανάλογη στάση στον φιλοσοφικό Ταοϊσμό (Τάο Τζία) όπου ο εκεί 'άγιος' θα είναι αυτός που θα εναρμονίζεται με το Τάο. Αν όμως οι φιλόσοφοι ανά τον κόσμο θεωρούσαν μη-αναγκαία την θαυμαστή επέμβαση των θεών τότε πως μπορούμε να εξηγήσουμε την ύπαρξη και την αναζήτηση του παραδόξου σε κάθε γωνιά του ορίζοντα και σε κάθε στιγμή της ιστορίας; Μπορεί η σκέψη και η αντίληψη κάθε πολιτισμού και κάθε χρονικής στιγμής να διαφέρει όμως βασικά σημεία της ανθρώπινης ψυχολογίας μοιάζουν να είναι κοινά.
Σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει η αρχετυπική τάση για ολοκλήρωση, να ξεπεράσουμε δηλαδή τα φυσικά και ψυχικά μας όρια, να ανεξαρτοποιηθούμε από τα δεσμά της μάνας μας, της γειτονιάς μας, των στερεοτύπων μας και να γίνουμε ήρωες και μερικές φορές θεοί και να δημιουργήσουμε και εμείς αυτό που επιθυμούμε.
Το θαύμα λοιπόν έρχεται να προσφέρει ελπίδα αυτής της εξέλιξης, ενώ για άλλους έρχεται να ανακουφίσει την δική τους αδυναμία για να συνεχίσουν το προσωπικό τους εξελικτικό δρόμο. Η θεσμοθέτηση όμως του θαύματος, η αντίληψη του ότι μόνο μια ανώτερη δύναμη είναι ικανή να ξεφύγει από το γνωστό, περιορίζει δραματικά τον άνθρωπο παρά τον απελευθερώνει. Για τους φιλοσόφους η αξία του θαύματος βρίσκεται στην προσωπική εσωτερική μεταστοιχείωση και όχι στην παραποίηση των φυσικών τάξεων και έτσι μπορεί να εξηγηθεί η όποια αδιαφορία μοιάζει να υπάρχει. Η σημασία όμως του θαύματος σαν παράγων εσωτερικής ανάπτυξης ανακαλύφτηκε και στην χριστιανική θεολογία και σύγχρονοι ιερείς (όπως ο π. Β. Θερμός) θεωρούν πως "το θαύμα δεν είναι η αυτόνομη χρήση μιας έκτατης δύναμης, αλλά η συμμετοχή στις ιδιότητες του Ιησού Χριστού." Πόσο εύκολα όμως μπορεί ο καθημερινός άνθρωπος να πλησιάσει τον Θεάνθρωπο;
Μαζί λοιπόν με αυτό το ερώτημα ο προβληματισμός παραμένει για το αν το θαύμα στην μετά-Χριστό εποχή προσφέρει κάποια ουσιαστική απόδειξη για το ορθόν του Χριστιανισμού. Έχει άραγες αξία η αφθαρσία των Χριστιανών αγίων; Σαφώς και ναι μόνο αν ακολουθείς όμως την Χριστιανική κοσμοαντίληψη. Έχει μήπως αξία η παρουσία του Αγίου Φωτός από τον υποτιθέμενο Ναό της Αναστάσεως; Σαφώς και ναι άμα δεχτείς το φως της σωτηρίας από κάτι πέρα από σένα. Είναι επομένως στην προσωπική πίστη του κάθε ατόμου η αξία της κάθε θρησκευτικής ομολογίας ή υπάρχει μια αντικειμενική αλήθεια που ακόμη και σήμερα δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε; Γιατί να υπάρχει ένας θεός που να περιμένει να τον πιστέψουμε και να τον ακολουθήσουμε αν πρώτα δεν μπορούμε να τον γνωρίσουμε και να τον καταλάβουμε; Δεν είναι παράδοξο που για αιώνες ιστορίας οι προ-Χριστιανικές κοινωνίες ζούσαν (κατά την Χριστιανική αντίληψη πάντα) στο έλεος ενός διαβόλου δίχως καν να γνωρίζουν πως βρίσκονται υπό την επήρεια του;
Ίσως να υπάρχουν αρκετά προβλήματα πέρα από αυτά που είδη αναφέραμε στην Χριστιανική κοσμοαντίληψη, ή ίσως να μην είμαστε αληθινά ικανοί να κατανοήσουμε το θείο Άβατον! Μετά λοιπόν από αυτή την αναζήτηση μέσα από αμφιβολίες, αποδείξεις και αντενδείξεις μπορούμε να καταλήξουμε σε μια βέβαιη διαγραφή του Χριστιανισμού; Ο ιστορικός Ντιουράντ Γ. αναφέρει: "Τα ουσιώδη μέρη των συνοπτικών ευαγγελίων συμφωνούν πολύ χαρακτηριστικά και προσφέρουν μια σταθερή εικόνα του Χριστού…Οι ευαγγελιστές καταγράφουν πολλά περιστατικά, που απλοί επινοητές θα είχαν αποκρύψει…Κανείς από αυτούς που θα διαβάσουν τις σκηνές αυτές, δεν είναι δυνατόν να αμφιβάλει για την πραγματικότητα του προσώπου, πίσω από αυτές.
Το γεγονός πως μια χούφτα απλοί άνθρωποι θα μπορούσαν να επινοήσουν, μέσα σε μια γενιά, μια τόσο δυνατή και ελκυστική προσωπικότητα, έναν τόσο υψηλό ηθικό κώδικα και έναν τόσο δυναμικό οραματισμό της ανθρώπινης αδελφότητας, θα αποτελούσε θαύμα πολύ περισσότερο απίστευτο από αυτά που περιέχονται στα Ευαγγέλια. "Ποιο είναι τελικά το θαύμα; Αυτό μάλλον μένει στην συνείδηση του κάθε αναγνώστη να αποφασίσει.
--------------------------
(1)Εξαιρώντας τα πρώτα κύματα προβληματισμού από την αρχαιότητα (Πορφύριος, Κέλσος, κ.α.), το κύμα σχολαστικής μελέτης και κριτικής της Βίβλου ξεκινά κυρίως από την εμφάνιση του Προτεσταντισμού που σαν μήνυμα είχε την επιστροφή στην αλήθεια του ευαγγελίου. Το κίνημα της αμφισβήτησης όμως παίρνει ουσιαστική μορφή από τον 17ο αιώνα από το έργο του Hobbes 'Leviathan' (1651) όπου αμφισβητεί την συγγραφή της Πεντάτευχου από τον Μωυσή και την ύπαρξη μιας κόλασης. Το 1670, με το έργο του 'Theological-Political treatise' ο Spinoza υποστηρίζει πως το υπερφυσικό στοιχείο της Βίβλου θα πρέπει να παραμεριστεί αφού στην φύση όλα υπακούουν σε φυσικούς νόμους. Αργότερα ο Reimarus (1694-1768) υποστηρίζει πως τα Ευαγγέλια είναι σκόπιμες απάτες και σημειώνει την καθυστέρηση της υποσχόμενης Δευτέρας Παρουσίας. Η λίστα των αμφισβητιών στην αποκαλυπτική αλήθεια της Βίβλου περιλαμβάνει πολλά ονόματα όπως οι: Paine (1737-1809), Dupuis (1742-1809), Strauss (1808-1874), Bauer (1809-1882), Wellhausen (1844-1918), Nietzche (1844-1900), Schweitzer (1875-1965) καθώς και πολλοί περισσότεροι στην σύγχρονη εποχή.
(2) Ο Καλτώφ Α. αναφέρει: "...αφού λείπει κάθε ιστορική βεβαιότητα, το όνομα του Ιησού έγινε για την προβληματισμένη θεολογία ένα άδειο δοχείο, όπου ο κάθε θεολόγος μπορεί να ρίχνει τις δικές του σκέψεις. Το αποτέλεσμα είναι, με ευκολία να 'αποδεικνύεται' ο Ιησούς σοσιαλιστής, πολεμιστής, στρατηλάτης, βασιλιάς, πολιτικολόγος, ερευνητής της αλήθειας, πνευματικός θεραπευτή, μάγος, προφήτης, αιρετικός, γιος του Θεού, ή και αστροναύτης ακόμη."
(3) Από την Ελληνική λέξη 'βιβλία' οι Λατίνοι δανείστηκαν την λέξη ξαναγράφοντας την απλά με λατινικούς χαρακτήρες σε 'biblia'. Ο σύχρονος όρος Bibel και Bible πηγάζει σαφώς από την αρχική αυτή περιγραφή δηλώνοντας το σύνολο πολλών βιβλίων.
(4) Είναι πιθανόν η έννοια της Θεοπνευστίας της Γραφής να αφορά όχι στην κατά γράμμα καταγραφή των γεγονότων παρά στο πνεύμα, στο νόημα των Ιερών Κειμένων.
(5) Είναι γεγονός πως στα πρώτα χρόνια της Χριστιανοσύνης δεν ήταν ξεκάθαρο ποια από τα υπάρχοντα κείμενα ήταν και τα γνησιότερα. Κάπως έτσι εξηγούνται και οι προσπάθειες εκκλησιαστικών ομάδων να σχηματίσουν ένα Ιερό Κανόνα. Από τις πρώτες κινήσεις ήταν αυτή του Papia το 110 μ.Χ. που φαίνεται να απέτυχε αφού ο Justin Martyr δεν αναφέρει την παρουσία της Καινής Διαθήκης το 150 μ.Χ. Ο Tatian το 170 μ.Χ. προσπάθησε να γράψει ένα ευαγγέλιο που να ενώνει τα υπάρχοντα διαγράφοντας έτσι τις όποιες αντιφάσεις ενώ στα τέλη του 2ου αιώνα ο Ειρηναίος ενώνει τα 4 Ευαγγέλια με το σκεπτικό πως ο αριθμός των ευαγγελίων δεν θα πρέπει να είναι ούτε μεγαλύτερος ούτε μικρότερος αφού υπάρχουν 4 ζώνες στον κόσμο και 4 διαφορετικοί άνεμοι! Η τελική όμως μορφή της Καινής Διαθήκης, μαζί με το Σύμβολο της Πίστης, έγινε στην Σύνοδο της Νίκαιας (325μ.Χ.). Ενδιαφέρον όμως προκαλούν τα παρασκήνια της συνόδου. Έτσι όσοι επίσκοποι δεν συμφωνούσαν με τις αποφάσεις σχετικά με το Σύμβολο θα εξορίζονταν από την αυτοκρατορία ενώ ορισμένοι από αυτούς φαίνεται να μετανόησαν για την πράξη τους και ομολογούσαν πως είχαν αρχικά συμφωνήσει εξαιτίας του φόβου τους για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο!
(6) Υπάρχει μια μεγάλη σειρά από 'απόκρυφα' κείμενα που για ποικίλους λόγους μοιάζει να μην έχουν γίνει αποδεκτά αν και χρησιμοποιούνται συχνά από τους σύγχρονους κατήγορους του Χριστιανισμού. Μερικά από αυτά είναι: Pistis Sophia (5ος αιώνας), Codex Bruce (4ος ή 5ος αιώνας), Codex Berolinensis (5ος αιώνας), Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου (5ος αιώνας), Ευαγγέλιο του Πέτρου (8ος αιώνας), Ευαγγέλιο του ΨευτοΜατθαίου (6ος ή 7ος αιώνας), Διήγηση της Παιδικής Ηλικίας του Κυρίου ή ΨευδοΘωμάς (5ος αιώνας), το Ευαγγέλιο του Νικόδημου (4ος αιώνας), το Ευαγγέλιο του Γαμαλιήλ (7ος αιώνας), Διαθήκη στην Γαλιλαία του Κ.Η.Ι.Χ. (8ος αιώνας) Τα θαύματα του Ιησού (9ος αιώνας), το Ευαγγέλιο των 12 αποστόλων (5ος αιώνας), Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου (5ος αιώνας), Πράξεις Ιωάννου (4ος αιώνας), Πράξεις Πέτρου (5ος αιώνας), Πράξεις Παύλου (5ος αιώνας), Πράξεις Ανδρέα (6ος αιώνας) Πράξεις Θωμά (5ος αιώνας), Αποκάλυψη Παύλου (5ος αιώνας) Ευαγγέλιο του Θωμά (τόσο ο Κλήμης της Αλεξάνδρειας όσο και ο Ωριγένης αναφέρουν την ύπαρξη του ευαγγελίου αυτού θεωρώντας το ήδη παλαιό, γράφτηκε πιθανόν στα τέλη του 2ου αιώνα), Κλημέντιες ομιλίες (5ος αιώνας) καθώς και πολλά ακόμη από τα 49 συνολικά χειρόγραφα που ανακαλύφτηκαν το 1947 στο Χηνοβόσκιον της Αιγύπτου.
(7) Μελετητές όπως οι Westeott και Hort (1870), υποστηρίζουν πως το αρχικό κείμενο με δυτικές και μη δυτικές προσθήκες, εξελίχθηκε σε μια σειρά από κώδικες όπως το Δυτικό Κείμενο (του Ειρηναίου, Τερτυλλιανού κ.α.) και στο Ουδέτερο Κείμενο (Σιναϊτικός, Βατικανικός) από το οποίο προέρχεται το Αλεξανδρινό Κείμενο. Η συνένωση των δυο πρώτων κειμένων, σχηματίζουν με την σειρά τους το Συριακό Κείμενο (Χρυσοστόμου) και αργότερα το Βυζαντινό. Συνολικά υπάρχουν οι κώδικες (Codex): Sinaiticus (4ος αιώνας, σχεδόν όλη η Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Την επιστολή του Βαρνάβα και μέρος του Ποιμένα του Ερμά), Vaticanus (4ος αιώνας, όλη η Παλαιά Διαθήκη εκτός από 50 σελίδες που χάθηκαν, την Καινή μέχρι την επιστολή προς Εβραίους), Alexandrinus (5ος αιώνας, περιέχει την Παλαιά και Καινή Διαθήκη από τα μισά του Ματθαίου), Ephraemi Rescriptus (5ος αιώνας), Bezae (5ος αιώνας, τα 4 ευαγγέλια με ορισμένα κενά και τις Πράξεις των αποστόλων), Freer (5ος αιώνας, τα 4 ευαγγέλια με μερικά κενά), Koridethi (7ος εώς 9ος αιώνας), Regis (8ος αιώνας), Beratimus (6ος αιώνας, μόνο τα ευαγγέλια του Ματθαίου και Μάρκου), Athusiensis (8ος ή 9ος αιώνας, την Καινή Διαθήκη εκτός του Ευαγγέλιο του Ματθαίου και κομμάτι του Μάρκου), Vercellensis (4ος αιώνας), Veronensis (4ος ή 5ος αιώνας), Colbertinus (12ος αιώνας), Sangermanensis (8ος αιώνας), Briaxianus (6ος αιώνας), Palatinus (5ος αιώνας), Bobiensis (4ος ή 5ος αιώνας, περιέχει μόνο τον Μάρκο και Ματθαίο με αρκετά κενά), Monacensis (6ος ή 7ος αιώνας), Curetonianus (40ς αιώνας). Επίσης υπάρχουν μια σειρά από σωζόμενα χειρόγραφα όπως τα Συριακά (5ος ή 6ος αιώνας), Κοπτικά (μερικά από αυτά ανάγονται στον 4ο αιώνα) κ.α.
(8) Σύμφωνα με τον Τίντε Κ. σε πάπυρο (γραμμένο ανάμεσα στο 63-67 μ.Χ) που φυλάσσεται στην βιβλιοθήκη του Παρισιού, υπάρχει απόσπασμα από το ευαγγέλιο του Λουκά.
(9) Οι Πράξεις των Αποστόλων χρησιμοποιούνται από τον Ειρηναίο (130-202μ.Χ.) στον αντι-αιρετικό του αγώνα όπως επίσης και από τον Τερτυλιανό (160-220μ.Χ.) όμως ο Justin Martyr (100-165μ.Χ.) δεν αναφέρει πουθενά την ύπαρξη του βιβλίου αυτού, δημιουργώντας την εντύπωση πως το κείμενο γράφτηκε στην πραγματικότητα κάπου ανάμεσα στην χρονολογική περίοδο των δυο αυτών συγγραφέων.
(10) Πρέπει να σημειώσουμε πάντως πως ακόμη και τον 2ο αιώνα μ.Χ. υπήρχαν προβληματισμοί για τον αν οι Ευαγγελιστές μπορούσαν να ήταν μάρτυρες και αφηγητές των αληθινών πράξεων του Χριστού. Ο Μάρκος θεωρείται ως απλώς γραμματέας του Πέτρου (και δεν αποτέλεσε αυτόπτης μάρτυρας όπως αναφέρει ο Papias), ο Λουκάς θεωρείται ως βοηθός του Παύλου (ο οποίος ποτέ δεν γνώρισε τον Χριστό) ενώ για το κείμενο του Ιωάννη υπήρχε ο προβληματισμός για το αν ήταν ή όχι έργο του γνωστικού Cerinthus. Τέλος για το κείμενο του Ματθαίου, ο Papias (περίπου 70 μ.Χ.) το αναφέρει ως βιβλίο προφητειών που έρχεται απλά να στηρίξει την ζωή του Χριστού μέσα από προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης.
(11) Όπως οι Martin M. (Πανεπιστήμιο της Βοστόνης), Wells, G. A. (Πανεπιστήμιο του Λονδίνου) κ.α. Επιστροφή στο άρθρο(12) Ο ίδιος ο Ευσέβιος (Επίσκοπος Καισαρείας το 311) αμφισβητούσε την εγκυρότητα των επιστολών του Ιούδα, Πέτρου Β και Ιωάννη Α-Γ.Επιστροφή στο άρθρο(13) Η Αποκάλυψη του Ιωάννη έγινε μέρος του Κανόνα της Καινής Διαθήκης μόνο με την Σύνοδο του Τριδέντου (1545) αφού προκάλεσε μια σωρεία από διαμάχες. Προσωπικότητες όπως οι: Άγιος Βασίλειος, ο Άγιος Κύριλλος της Ιερουσαλήμ, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Γρηγόριος της Νύσσης, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Άγιος Ιερώνυμος κ.α., δεν αναφέρονταν καθόλου στο εν λόγο κείμενο θεωρώντας το συχνά ως παρείσακτο ή απλά άσχετο με το ευαγγελικό μήνυμα..Επιστροφή στο άρθρο(14) Αξίζει να σημειωθεί πως τα κείμενα του Ωριγένη είχαν αντιγραφεί από τον Ρουφίνο (4ος αιώνας) ο οποίος αναφέρει "Κάθε φορά που συναντούσα μέσα στο πρωτότυπο Ελληνικό κείμενο ένα σκανδαλώδεις εδάφιο, το μίκραινα, το διασκεύαζα ή το αφαιρούσα τελείως, έτσι που ο αναγνώστης να μη συναντήσει τίποτα που να προκαλέσει τον κλονισμό της πίστης του." De Princi 2
(15) Είναι άξιο απορίας που έχει επικρατήσει η μετάφραση του 'χ ξ σ' ως 666 εφόσον η αριθμολογική μετάφραση των γραμμάτων (γεματρία) δίνει: χ=600, ξ=60, ς=200. Σύμφωνα μάλιστα με διαφορετικές εκδόσεις της Αποκάλυψης, ο αριθμός γίνεται 616 και άλλοτε πάλι 646 (βλ κριτική έκδοση κειμένου Kurt-Aland, Nestle, B.M. Metzger κ.α.)
(16) Αξιοπρόσεκτη είναι η πολύπλοκη προσπάθεια ερμηνείας του Ιούλιου του Αφρικανού στην 'Επιστολή προς Αριστείδη' όπου την μεταφέρει και ο Ευσέβιος. Εκεί διαβάζουμε τον κατηγορηματικό του επίλογο σχετικά με το γενεολογικό παράδοξο: "Έτσι και αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να βρούμε μια πιο ικανοποιητική απάντηση, τουλάχιστον κατά την γνώμη μου και με βάση αυτά που πιστεύει κάθε άνθρωπος με καλή πίστη. Πρέπει λοιπόν να αρκεστούμε σε αυτήν, ακόμη κι αν δεν αποτελεί μιαν εγγύηση, εφ'όσον δεν υπάρχει άλλη καλύτερη ή περισσότερο πειστική. Τα Ευαγγέλια λένε πάντοτε την αλήθεια." Εκκλησιαστική Ιστορία Ι,Ζ 16.
(17) Ο συγγραφέας Ambelain R. υποστηρίζει πως οι τελευταίες κουβέντες του Χριστού μπορούν να ερμηνευτούν όχι μόνο ως τον πρώτο στίχο από τους Ψαλμούς ΚΒ. Αναφέρει λοιπόν πως την στιγμή εκείνη ο Χριστός καταριέται τον κόσμο (όπως όμοια έκανε ο Ζακ Ντε Μολαί στους καταδιώκτες του) προσφωνώντας ένα ξόρκι που μπορεί να αναγνωστεί και στο γρημόριο 'Heptameron' του Pierre D'Abane (1657) και έτσι μόνο μπορούν να ερμηνευτούν όλα τα δεινά που έκαναν την εμφάνιση τους στα Ιεροσόλυμα. Η γνώμη του αρθρογράφου είναι μάλλον διστακτική απέναντι σε αυτή την θεωρία όμως νιώθει την υποχρέωση να την αναφέρει.
(18) Στην μετάφραση του κειμένου η λέξη 'τετέλεσται' μεταφράζεται ως 'όλα τώρα εκπληρώθηκαν'!
(19) Προβληματισμός υπάρχει μάλιστα και για την ίδια την ημέρα της σταύρωσης. Αν δεχτούμε πως η σταύρωση του Χριστού και των ληστών έγινε την πρώτη μέρα του Εβραϊκού Πάσχα, τότε θα πρέπει να υποθέσουμε πως και οι ιουδαίοι θα είχαν διαμαρτυρηθεί αφού η ημέρα εκείνη αποτελεί μέρα ανάπαυσης όπως αυτή του Σαββάτου (Έξοδος ΙΒ,16). Ο αρχαίος συγγραφέας Απολλινάριος στο 'Chronika Pascale' παρατηρεί ορθά πως μια εκτέλεση την ιερή βδομάδα του Πάσχα για τους Εβραίους θα ήταν μάλλον βλάσφημη και θα προκαλούσε την εξέγερση του λαού. Παρόλα αυτά δεν γίνεται καμία τέτοια νύξη στις Γραφές. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα όταν ο Ηρώδης Αγρίππας συλλαμβάνει τον Πέτρο την εβδομάδα του Πάσχα, αλλά τοποθετεί την δίκη του για μετά το πέρας των γιορτών (Πράξεις Αποστόλων 12:3-4)!
(20) Διαφωνία μεταξύ των ευαγγελίων υπάρχει ακόμη και για τους πρώτους μάρτυρες. Έτσι σύμφωνα με τον Ματθαίο (28:1-10) στον τάφο πήγανε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία (;) όπου διαμέσου σεισμού, η πέτρα που φύλαγε την είσοδο παραμέρισε. Οι γυναίκες μίλησαν με ένα άγγελο και μετά συνάντησαν τον Χριστό. Στον Μάρκο (16:1-8) είναι η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη που βρίσκουν την πέτρα του τάφου κυλισμένη και μετά συναντούν ένα άγγελο. Στον Λουκά (24:1-12) η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, η Ιωάννα καθώς και άλλες άγνωστες γυναίκες συναντούν κυλισμένη την πέτρα του τάφου και έπειτα δυο αγγέλους. Τέλος στον Ιωάννη (20:1-10) η Μαρία η Μαγδαληνή βρίσκει ανοιχτό απλά τον τάφο.
(21) Στο κείμενο της Βουλγκάτας του Αγίου Ιερώνυμου στην θέση της λέξης 'Ναζωραίος' αναφέρει την λέξη 'Nazareus' που σημαίνει 'ναζαρινός' αυτός δηλαδή που 'είναι αφιερωμένος στον Κύριο' (στα Εβραϊκά 'nazir').
(22) Σύμφωνα όμως με τον Τίντε Κ. αρχαιολογικές έρευνες στην Καπερναούμ και στην σημερινή Ναζαρέτ αποδεικνύουν την παρουσία κοινότητας τον 1ο αιώνα μ.Χ.
(23) Σε άρθρο του στον Αθηναϊκό Τύπο, ο μητροπολίτης Αττικής Νικόδημος Γκατζιρούλης τον Μάρτιο του 1969 γράφει "Υπάρχει ένα ιστορικό παράδοξο, ένα γεγονός που φαίνεται αντιφατικό κι όμως σε υποχρεώνει να το παραδεχτείς. Ο Ιησούς Χριστός απουσιάζει από την ιστορία. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική και εντυπωσιακή η απουσία του Ιησού από τα κείμενα των ιστορικών και των χρονικογράφων."
(24) Το παρόν κείμενο (που αποτελεί μέρος από τα γραπτά του Josephus για τον Χριστό) μεταφέρεται εξ ολοκλήρου στην αγγλική από όπου ο ορθογράφος το βρήκε με σκοπό να μην γίνει κάποιο λάθος στην μετάφραση. Ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στο βιβλίο Freke T. Gandy P. The Jesus mysteries. Was the original Jesus a pagan god? London. Thorson, 1999 σελ. 166-167 ή στην Ελληνική του μετάφραση από τις εκδ. ΕΝΑΛΙΟΣ. Επιστροφή στο άρθρο
(25) Το Ταλμούδ (που σημαίνει-γνώση, μάθηση, διδαχή) αποτελεί ένα κείμενο που γράφτηκε σε ένα διάστημα 5 αιώνων μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ). Αποτελείται από την Μίσνα και την Γκεμαρά. Περιλαμβάνει τους προφορικούς νόμους, τις παραδόσεις, τα έθιμα του Ιουδαϊσμού καθώς και θεολογικούς στοχασμούς σχετικά με την Γραφή. Επιστροφή στο άρθρο
(26) ή όπως αναφέρουν οι Μπέϊτζεντ Λι και Λίνκον πως μαζί με την σύζυγο του την Μαρία την Μαγδαληνή έφυγαν για την Νότια Γαλλία ή σύμφωνα με τον Λόρενς Ντ. πως έφυγε για την Αίγυπτο όπου και παντρεύτηκε μια ιέρεια της Ίσις. Αναρίθμητες είναι αληθινά οι υποθέσεις, και συχνά με ισχυρές ιστορικές ενδείξεις, για τα ταξίδια του Χριστού κατά την διάρκεια των ετών που αποσιωπούν τα ευαγγέλια ή ακόμη και για μετά την ανάσταση του. Αναφορικά με το κενό των πρώτων ετών της ζωής του Χριστού, είναι γενική πίστη των μελετητών πως οι βιογραφίες της εποχής περιλάμβαναν τα πιο σημαντικά σημεία της ζωής του ατόμου και όχι μια λεπτομερής περιγραφή όπως προσπαθούν να κάνουν σήμερα οι συγγραφείς. Αν αυτό όμως αληθεύει ή όχι αποτελεί από μόνο του θέμα για ένα ξεχωριστό άρθρο!
(27) "Οι Ιουδαίοι ζητούν ως αποδείξεις θαύματα και οι εθνικοί [Έλληνες στο πρωτότυπο] φιλοσοφικές αλήθειες. Εμείς όμως κηρύττουμε το σωτήρα Χριστό, και μάλιστα σταυρωμένον-κήρυγμα απαράδεκτο για τις μεσσιανικές προσδοκίες των Ιουδαίων και ανόητο για τις αναζητήσεις των εθνικών [Ελλήνων]." Κορινθίους Α 1:22-23.
(28) Ένα αληθινά αινιγματικό σύγχρονο μη-Χριστιανικό θαύμα συνέβη στις 21/9/1995 όπου σε ένα ναό αφιερωμένο στον θεό Γκανέσα στο Νέο Δελχί, το άγαλμα του θεού έπινε (!) το γάλα μιας προσφοράς πιστού. Το νέο του παράδοξου αυτού γεγονότος ταξίδεψε όλο τον κόσμο αστραπιαία ενώ το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και σε άλλους ναούς της Ινδίας, Χονγκ Κονγκ, Νεπάλ, Ινδονησία, Μπαγκλαντές, Ταϊλάνδη, Σιγκαπούρη αλλά και σε ναούς του υπόλοιπου κόσμου. Οι αναφορές των θεϊκών αγαλμάτων που έπιναν μέχρι και 20 λίτρα γάλα δεν μπόρεσε να βρει μια ικανοποιητική εξήγηση από τον επιστημονικό κόσμο.
(24) Το παρόν κείμενο (που αποτελεί μέρος από τα γραπτά του Josephus για τον Χριστό) μεταφέρεται εξ ολοκλήρου στην αγγλική από όπου ο ορθογράφος το βρήκε με σκοπό να μην γίνει κάποιο λάθος στην μετάφραση. Ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στο βιβλίο Freke T. Gandy P. The Jesus mysteries. Was the original Jesus a pagan god? London. Thorson, 1999 σελ. 166-167 ή στην Ελληνική του μετάφραση από τις εκδ. ΕΝΑΛΙΟΣ. Επιστροφή στο άρθρο
(25) Το Ταλμούδ (που σημαίνει-γνώση, μάθηση, διδαχή) αποτελεί ένα κείμενο που γράφτηκε σε ένα διάστημα 5 αιώνων μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ). Αποτελείται από την Μίσνα και την Γκεμαρά. Περιλαμβάνει τους προφορικούς νόμους, τις παραδόσεις, τα έθιμα του Ιουδαϊσμού καθώς και θεολογικούς στοχασμούς σχετικά με την Γραφή. Επιστροφή στο άρθρο
(26) ή όπως αναφέρουν οι Μπέϊτζεντ Λι και Λίνκον πως μαζί με την σύζυγο του την Μαρία την Μαγδαληνή έφυγαν για την Νότια Γαλλία ή σύμφωνα με τον Λόρενς Ντ. πως έφυγε για την Αίγυπτο όπου και παντρεύτηκε μια ιέρεια της Ίσις. Αναρίθμητες είναι αληθινά οι υποθέσεις, και συχνά με ισχυρές ιστορικές ενδείξεις, για τα ταξίδια του Χριστού κατά την διάρκεια των ετών που αποσιωπούν τα ευαγγέλια ή ακόμη και για μετά την ανάσταση του. Αναφορικά με το κενό των πρώτων ετών της ζωής του Χριστού, είναι γενική πίστη των μελετητών πως οι βιογραφίες της εποχής περιλάμβαναν τα πιο σημαντικά σημεία της ζωής του ατόμου και όχι μια λεπτομερής περιγραφή όπως προσπαθούν να κάνουν σήμερα οι συγγραφείς. Αν αυτό όμως αληθεύει ή όχι αποτελεί από μόνο του θέμα για ένα ξεχωριστό άρθρο!
(27) "Οι Ιουδαίοι ζητούν ως αποδείξεις θαύματα και οι εθνικοί [Έλληνες στο πρωτότυπο] φιλοσοφικές αλήθειες. Εμείς όμως κηρύττουμε το σωτήρα Χριστό, και μάλιστα σταυρωμένον-κήρυγμα απαράδεκτο για τις μεσσιανικές προσδοκίες των Ιουδαίων και ανόητο για τις αναζητήσεις των εθνικών [Ελλήνων]." Κορινθίους Α 1:22-23.
(28) Ένα αληθινά αινιγματικό σύγχρονο μη-Χριστιανικό θαύμα συνέβη στις 21/9/1995 όπου σε ένα ναό αφιερωμένο στον θεό Γκανέσα στο Νέο Δελχί, το άγαλμα του θεού έπινε (!) το γάλα μιας προσφοράς πιστού. Το νέο του παράδοξου αυτού γεγονότος ταξίδεψε όλο τον κόσμο αστραπιαία ενώ το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και σε άλλους ναούς της Ινδίας, Χονγκ Κονγκ, Νεπάλ, Ινδονησία, Μπαγκλαντές, Ταϊλάνδη, Σιγκαπούρη αλλά και σε ναούς του υπόλοιπου κόσμου. Οι αναφορές των θεϊκών αγαλμάτων που έπιναν μέχρι και 20 λίτρα γάλα δεν μπόρεσε να βρει μια ικανοποιητική εξήγηση από τον επιστημονικό κόσμο.