Η νόηση, σύμφωνα με τον προορισμό της, είναι απλώς το μέσο των κινήτρων: επομένως, από τα πράγματα δεν συλλαμβάνει κατ’ αρχήν τίποτα περισσότερο από τις σχέσεις τους προς τη βούληση, τις άμεσες, τις έμμεσες και τις δυνατές. Στα ζώα, όπου γίνονται αντιληπτές σχεδόν μόνο οι άμεσες σχέσεις, η υπόθεση είναι πιο οφθαλμοφανής: ό,τι δεν έχει κάποια σχέση με τη βούλησή τους, δεν υπάρχει για αυτά. Γι’ αυτό βλέπουμε κάποτε με έκπληξη πως ακόμα και έξυπνα ζώα, απέναντι σε κάτι χτυπητό, π.χ. απέναντι σε μια ολοφάνερη αλλαγή σε εμάς ή στο περιβάλλον, δεν δείχνουν καμία έκπληξη. Στον συνηθισμένο άνθρωπο προστίθενται μεν και οι έμμεσες, ακόμα και οι δυνατές σχέσεις προς τη βούληση, οι οποίες συνολικά αποτελούν την ολότητα των χρήσιμων γνώσεων, αλλά η αντίληψη σταματάει και εδώ στις σχέσεις.
Γι’ αυτό λοιπόν το κανονικό μυαλό δεν προχωράει σε μια εντελώς καθαρή αντικειμενική εικόνα των πραγμάτων, γιατί η παρατηρητική του ικανότητα, μόλις πάψει να ωθείται και να τίθεται σε κίνηση από τη βούληση, αμέσως πέφτει και γίνεται αδρανής, γιατί δεν έχει αρκετή ενέργεια, ώστε, από δική της κινητικότητα και άσκοπα, να αντιληφθεί τον κόσμο καθαρά αντικειμενικά.
Εκεί όπου αντίθετα αυτό συμβαίνει, όπου η παραστατική δύναμη του εγκεφάλου έχει ένα τέτοιο πλεόνασμα, ώστε να δημιουργηθεί η δίχως σκοπό παράσταση μιας καθαρής, σαφούς, αντικειμενικής εικόνας του εξωτερικού κόσμου, άχρηστης για τις προθέσεις της βούλησης, στους υψηλότερους βαθμούς της μάλιστα και ενοχλητική, που μπορεί να γίνει ακόμα και επιζήμια για αυτές – εκεί υπάρχει ήδη τουλάχιστον η προδιάθεση για εκείνη την εκτροπή από το κανονικό την οποία χαρακτηρίζει το όνομα της μεγαλοφυΐας, το οποίο υποδηλώνει ότι εδώ φαίνεται να ενεργεί έ να ύψιστα δημιουργικό πνεύμα, κάτι ξένο προς τη βούληση, δηλαδή προς το κυρίως εγώ, ένα κατά κάποιο τρόπο από έξω ερχόμενο δημιουργικό πνεύμα.
Όλοι οι ατάλαντοι είναι σε τελευταία ανάλυση τέτοιοι, γιατί η νόησή τους, ακόμα σταθερά συνδεδεμένη με τη βούληση, μόνο μέσα από την παρώθηση της βούλησης τίθεται σε ενέργεια, και έτσι επομένως παραμένει εντελώς στην υπηρεσία της. Αυτοί κατά συνέπεια δεν είναι ικανοί για κάποιον άλλο σκοπό έξω από τους προσωπικούς. Σύμφωνα με αυτούς δημιουργούν κακότεχνες ζωγραφικές, χαζά ποιήματα, ρηχά, παράλογα, πολύ συχνά επίσης ανέντιμα φιλοσοφήματα, όταν δηλαδή θέλουν, μέσα από ευσεβή ανεντιμότητα, να φανούν αρεστοί σε υψηλούς προϊσταμένους. Όλες οι πράξεις και οι σκέψεις τους είναι λοιπόν προσωπικές. Γι’ αυτό, το πολύ-πολύ καταφέρνουν να ιδιοποιηθούν σαν απομίμηση το εξωτερικό, συμπτωματικό και τυχαίο ξένων γνήσιων έργων, όπου αντί για τον πυρήνα παίρνουν τη φλούδα, και όμως θεωρούν ότι τα πέτυχαν όλα, και μάλιστα ότι ξεπέρασαν και τα πρωτότυπα.
Όταν όμως η αποτυχία είναι ολοφάνερη, τότε κάποιοι ελπίζουν να φτάσουν τελικά στην επιτυχία μέσα από την καλή βούληση. Αλλά ακριβώς αυτή η καλή βούληση το καθιστά αδύνατο, γιατί οι σκοποί της είναι μόνο προσωπικοί όμως τέτοιοι δεν μπορεί να έχουν σοβαρή σχέση ούτε με τέχνη, ούτε με ποίηση, ούτε με φιλοσοφία. Σε αυτούς επομένως ταιριάζει η αποστροφή: βάζουν στο φως τον ίδιο τον εαυτό τους. Δεν διαισθάνονται ότι μόνο η αποκομμένη από τη βούληση και όλα της τα σχέδια, και έτσι ελεύθερα ενεργητική νόηση, γιατί μόνο αυτή προσφέρει την πραγματική σοβαρότητα, κάνει κάποιον ικανό για γνήσιες δημιουργίες και το ότι τους λείπει αυτή η διαίσθηση είναι καλό γι’ αυτούς, γιατί αλλιώς θα πηδούσαν μέσα στο νερό να πνιγούν.
Η καλή βούληση είναι όλα στην ηθική, αλλά στην τέχνη είναι τίποτα: εδώ ισχύει μόνο η ικανότητα. Όλα τελικά εξαρτώνται από το πού βρίσκεται η βασική σοβαρότητα του ανθρώπου. Σχεδόν σε όλους βρίσκεται αποκλειστικά στο δικό τους καλό και στο καλό των δικών τους, γι’ αυτό και δεν είναι ικανοί να προωθήσουν τίποτα άλλο έξω από αυτό. Γιατί καμία πρόθεση, καμιά θεληματική και εσκεμμένη προσπάθεια δεν αποφέρει την αληθινή, βαθιά σοβαρότητα, ή την αντικαθιστά, ή πιο σωστά την εκτοπίζει. Γιατί αυτή μένει πάντα εκεί που την έχει τοποθετήσει η φύση. Γι’ αυτό, μεγαλοφυή άτομα φροντίζουν συχνά ανεπαρκώς για το δικό τους καλό. Όπως ένα μολυβένιο κομμάτι σε μια αλυσίδα που αιωρείται, την επαναφέρει πάλι πίσω στο σημείο που είναι προσδιορισμένο από τη βαρύτητα, έτσι και η αληθινή σοβαρότητα του ανθρώπου τραβάει τη δύναμη και την προσοχή της νόησής του πάντα πίσω προς τα εκεί που είναι προορισμένη να βρίσκεται: όλα τα άλλα τα κάνει ο άνθρωπος χωρίς αληθινή σοβαρότητα. Γι’ αυτό μόνο οι εξαιρετικά σπάνιοι, μη κανονικοί άνθρωποι, η αληθινή σοβαρότητα των οποίων δεν βρίσκεται στο προσωπικό και πρακτικό, παρά στο αντικειμενικό και θεωρητικό, είναι σε θέση να αντιληφθούν το ουσιαστικό των πραγμάτων και του κόσμου, που σημαίνει τις ύψιστες αλήθειες, και με κάποιο τρόπο να τις προβάλουν. Γιατί μια τέτοια σοβαρότητα, που βρίσκεται έξω από το υποκείμενο, στο αντικειμενικό, είναι κάτι ξένο από την ανθρώπινη φύση, κάτι αφύσικό, στην ουσία υπερφυσικό όμως μόνο μέσα από αυτήν είναι ένας άνθρωπος μεγάλος, και οι δημιουργίες του είναι σαν να προ έρχονται από ένα, διαφορετικό από αυτόν, δημιουργικό πνεύμα, το οποίο τον κατέλαβε. Σε ένα τέτοιον άνθρωπο, η ζωγραφική, η ποίηση ή η σκέψη είναι σκοπός, στους άλλους είναι μέσο. Αυτοί επιδιώκουν τα συμφέροντά τους και γνωρίζουν κατά κανόνα να τα προωθούν προσαρμοζόμενοι στους συγχρόνους τους, έτοιμοι να υπηρετήσουν τις ανάγκες τους και τα κέφια τους γι’ αυτό κατά το πλείστον ζουν σε ευτυχείς συνθήκες, εκείνος όμως συχνά σε πολύ πενιχρές: γιατί το προσωπικό του καλό το θυσιάζει στον αντικειμενικό σκοπό: δεν μπορεί δηλαδή να κάνει αλλιώς, γιατί εκεί βρίσκεται η σοβαρότητά του.
πηγη
Γι’ αυτό λοιπόν το κανονικό μυαλό δεν προχωράει σε μια εντελώς καθαρή αντικειμενική εικόνα των πραγμάτων, γιατί η παρατηρητική του ικανότητα, μόλις πάψει να ωθείται και να τίθεται σε κίνηση από τη βούληση, αμέσως πέφτει και γίνεται αδρανής, γιατί δεν έχει αρκετή ενέργεια, ώστε, από δική της κινητικότητα και άσκοπα, να αντιληφθεί τον κόσμο καθαρά αντικειμενικά.
Εκεί όπου αντίθετα αυτό συμβαίνει, όπου η παραστατική δύναμη του εγκεφάλου έχει ένα τέτοιο πλεόνασμα, ώστε να δημιουργηθεί η δίχως σκοπό παράσταση μιας καθαρής, σαφούς, αντικειμενικής εικόνας του εξωτερικού κόσμου, άχρηστης για τις προθέσεις της βούλησης, στους υψηλότερους βαθμούς της μάλιστα και ενοχλητική, που μπορεί να γίνει ακόμα και επιζήμια για αυτές – εκεί υπάρχει ήδη τουλάχιστον η προδιάθεση για εκείνη την εκτροπή από το κανονικό την οποία χαρακτηρίζει το όνομα της μεγαλοφυΐας, το οποίο υποδηλώνει ότι εδώ φαίνεται να ενεργεί έ να ύψιστα δημιουργικό πνεύμα, κάτι ξένο προς τη βούληση, δηλαδή προς το κυρίως εγώ, ένα κατά κάποιο τρόπο από έξω ερχόμενο δημιουργικό πνεύμα.
Όλοι οι ατάλαντοι είναι σε τελευταία ανάλυση τέτοιοι, γιατί η νόησή τους, ακόμα σταθερά συνδεδεμένη με τη βούληση, μόνο μέσα από την παρώθηση της βούλησης τίθεται σε ενέργεια, και έτσι επομένως παραμένει εντελώς στην υπηρεσία της. Αυτοί κατά συνέπεια δεν είναι ικανοί για κάποιον άλλο σκοπό έξω από τους προσωπικούς. Σύμφωνα με αυτούς δημιουργούν κακότεχνες ζωγραφικές, χαζά ποιήματα, ρηχά, παράλογα, πολύ συχνά επίσης ανέντιμα φιλοσοφήματα, όταν δηλαδή θέλουν, μέσα από ευσεβή ανεντιμότητα, να φανούν αρεστοί σε υψηλούς προϊσταμένους. Όλες οι πράξεις και οι σκέψεις τους είναι λοιπόν προσωπικές. Γι’ αυτό, το πολύ-πολύ καταφέρνουν να ιδιοποιηθούν σαν απομίμηση το εξωτερικό, συμπτωματικό και τυχαίο ξένων γνήσιων έργων, όπου αντί για τον πυρήνα παίρνουν τη φλούδα, και όμως θεωρούν ότι τα πέτυχαν όλα, και μάλιστα ότι ξεπέρασαν και τα πρωτότυπα.
Όταν όμως η αποτυχία είναι ολοφάνερη, τότε κάποιοι ελπίζουν να φτάσουν τελικά στην επιτυχία μέσα από την καλή βούληση. Αλλά ακριβώς αυτή η καλή βούληση το καθιστά αδύνατο, γιατί οι σκοποί της είναι μόνο προσωπικοί όμως τέτοιοι δεν μπορεί να έχουν σοβαρή σχέση ούτε με τέχνη, ούτε με ποίηση, ούτε με φιλοσοφία. Σε αυτούς επομένως ταιριάζει η αποστροφή: βάζουν στο φως τον ίδιο τον εαυτό τους. Δεν διαισθάνονται ότι μόνο η αποκομμένη από τη βούληση και όλα της τα σχέδια, και έτσι ελεύθερα ενεργητική νόηση, γιατί μόνο αυτή προσφέρει την πραγματική σοβαρότητα, κάνει κάποιον ικανό για γνήσιες δημιουργίες και το ότι τους λείπει αυτή η διαίσθηση είναι καλό γι’ αυτούς, γιατί αλλιώς θα πηδούσαν μέσα στο νερό να πνιγούν.
Η καλή βούληση είναι όλα στην ηθική, αλλά στην τέχνη είναι τίποτα: εδώ ισχύει μόνο η ικανότητα. Όλα τελικά εξαρτώνται από το πού βρίσκεται η βασική σοβαρότητα του ανθρώπου. Σχεδόν σε όλους βρίσκεται αποκλειστικά στο δικό τους καλό και στο καλό των δικών τους, γι’ αυτό και δεν είναι ικανοί να προωθήσουν τίποτα άλλο έξω από αυτό. Γιατί καμία πρόθεση, καμιά θεληματική και εσκεμμένη προσπάθεια δεν αποφέρει την αληθινή, βαθιά σοβαρότητα, ή την αντικαθιστά, ή πιο σωστά την εκτοπίζει. Γιατί αυτή μένει πάντα εκεί που την έχει τοποθετήσει η φύση. Γι’ αυτό, μεγαλοφυή άτομα φροντίζουν συχνά ανεπαρκώς για το δικό τους καλό. Όπως ένα μολυβένιο κομμάτι σε μια αλυσίδα που αιωρείται, την επαναφέρει πάλι πίσω στο σημείο που είναι προσδιορισμένο από τη βαρύτητα, έτσι και η αληθινή σοβαρότητα του ανθρώπου τραβάει τη δύναμη και την προσοχή της νόησής του πάντα πίσω προς τα εκεί που είναι προορισμένη να βρίσκεται: όλα τα άλλα τα κάνει ο άνθρωπος χωρίς αληθινή σοβαρότητα. Γι’ αυτό μόνο οι εξαιρετικά σπάνιοι, μη κανονικοί άνθρωποι, η αληθινή σοβαρότητα των οποίων δεν βρίσκεται στο προσωπικό και πρακτικό, παρά στο αντικειμενικό και θεωρητικό, είναι σε θέση να αντιληφθούν το ουσιαστικό των πραγμάτων και του κόσμου, που σημαίνει τις ύψιστες αλήθειες, και με κάποιο τρόπο να τις προβάλουν. Γιατί μια τέτοια σοβαρότητα, που βρίσκεται έξω από το υποκείμενο, στο αντικειμενικό, είναι κάτι ξένο από την ανθρώπινη φύση, κάτι αφύσικό, στην ουσία υπερφυσικό όμως μόνο μέσα από αυτήν είναι ένας άνθρωπος μεγάλος, και οι δημιουργίες του είναι σαν να προ έρχονται από ένα, διαφορετικό από αυτόν, δημιουργικό πνεύμα, το οποίο τον κατέλαβε. Σε ένα τέτοιον άνθρωπο, η ζωγραφική, η ποίηση ή η σκέψη είναι σκοπός, στους άλλους είναι μέσο. Αυτοί επιδιώκουν τα συμφέροντά τους και γνωρίζουν κατά κανόνα να τα προωθούν προσαρμοζόμενοι στους συγχρόνους τους, έτοιμοι να υπηρετήσουν τις ανάγκες τους και τα κέφια τους γι’ αυτό κατά το πλείστον ζουν σε ευτυχείς συνθήκες, εκείνος όμως συχνά σε πολύ πενιχρές: γιατί το προσωπικό του καλό το θυσιάζει στον αντικειμενικό σκοπό: δεν μπορεί δηλαδή να κάνει αλλιώς, γιατί εκεί βρίσκεται η σοβαρότητά του.
Οι άλλοι κάνουν το αντίστροφο: γι’ αυτό αυτοί είναι μικροί, εκείνος όμως μεγάλος. Σύμφωνα με αυτά, το έργο του είναι για όλους τους καιρούς, αλλά η αναγνώριση του αρχίζει συνήθως στους μεταγενέστερους. Οι άλλοι ζουν και πεθαίνουν με την εποχή τους. Μεγάλος γενικά είναι εκείνος που με τη δράση του (είτε αυτή είναι πρακτική είτε θεωρητή) δεν επιδιώκει τα συμφέροντά του, παρά ακολουθεί μόνο έναν αντικειμενικό σκοπό αλλά είναι μεγάλος ακόμα κι αν στην πρακτική ζωή αυτός ο σκοπός έχει παρεξηγηθεί και για τον λόγο αυτό έχει θεωρηθεί έγκλημα. Το ότι αυτός δεν επιδιώκει το καλό του και τα συμφέροντά του, αυτό τον κάνει κάτω από όλες τις συνθήκες μεγάλο. Μικρή αντίθετα είναι κάθε δραστηριότητα που αποσκοπεί σε προσωπικούς σκοπούς, γιατί αυτός που ενεργεί έτσι, αναγνωρίζει και βρίσκει τον εαυτό του μόνο στο άπειρο ελάχιστα μικρό άτομό του. Αντίθετα, όποιος είναι μεγάλος αναγνωρίζει τον εαυτό του σε όλα, δηλαδή στην ολότητα: δεν ζει, όπως εκείνος, μόνο στον μικρόκοσμο, παρά ακόμα πιο πολύ στον μακρόκοσμο. Γι’ αυτό και η υπόθεσή του είναι η ολότητα, και επιδιώκει να την αντιληφθεί, για να την παρουσιάσει, ή για να την εξηγήσει, ή για να επενεργήσει σε αυτήν πρακτικά. Γιατί αυτή δεν του είναι ξένη, νιώθει ότι τον αφορά. Εξαιτίας αυτής της διεύρυνσης της σφαίρας του, τον ονομάζει κανείς μεγάλο. Επομένως, μόνο στον πραγματικό ήρωα, με οποιαδήποτε έννοια, και στη μεγαλοφυΐα ταιριάζει εκείνος ο υψηλός χαρακτηρισμός, ο οποίος σημαίνει ότι αυτοί, ενάντια στην ανθρώπινη φύση, δεν επιδίωξαν το προσωπικό τους συμφέρον, δεν έζησαν για αυτούς τους ίδιους, παρά για όλους.
ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, ΟΙ ΑΤΕΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΝΟΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΟΦΥΪΑ
ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, ΟΙ ΑΤΕΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΝΟΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΟΦΥΪΑ