Υπάρχουν κάτι στιγμές που είναι αυθύπαρκτες και λειτουργούν μ’ έναν δικό τους εντελώς τρόπο, χωρίς να υπόκεινται στους κανόνες του χρόνου, χωρίς να δημιουργούν παρελθόν δηλαδή, και χωρίς να αποτελούν τη βάση για ένα αύριο. Είναι απλώς στιγμές κι έτσι θα μείνουν, όσο παράξενο κι αν φαίνεται κι όταν τις θυμόμαστε, θαρρείς κι έχουν τη μορφή κάποιων σκίτσων μέσα στη χαώδη πορεία της ζωής μας. Μετέωρες κι αναλλοίωτες, καταφέρνουν αιωρούνται στον χώρο κι έχουν τη δυνατότητα να κάνουν την εμφάνισή τους ξανά και ξανά αδυνατώντας εμείς να τις κατατάξουμε κάπου. Όπως εκείνο το βράδυ που μού θυμίζει η θάλασσα, κάθε φορά που την κοιτάω, λες και προσπαθεί να μου αποδείξει ότι όντως υπήρξε.
Μια στιγμή καρφιτσωμένη, ένα βράδυ μέσα στα πολλά, που ένα αγόρι έρχεται να βρει ένα κορίτσι. Δεν υπάρχει λάθος και σωστό, μόνο μια απόφαση που βασίζεται στην παρόρμηση, μια έλξη που πηγάζει απ’ αυτήν την παρόρμηση κι η ανάγκη να ικανοποιήσουμε την επιθυμία μας. Νομίζω πως η ιστορία θα ήταν πιο ολοκληρωμένη, αν ήξερες ότι η έντονη επιθυμία μου για σένα έχει τις ρίζες της στο παρελθόν αλλά και πάλι αναρωτιέμαι σε τι θα βοηθούσε αυτό. Εκεί κάπου κατάλαβα, λοιπόν, κοιτώντας τη θάλασσα απέναντί μου, τη διαφορά μιας σύντομης ιστορίας από μια ιστορία με διάρκεια. Υπάρχει ένα μικρό χαρακτηριστικό που καταφέρνει ν’ αλλάξει όλη την πορεία της ιστορίας και να της δώσει ζωή ή να τη σβήσει εντελώς. Κι αυτό είναι η δύναμη της απόφασης.
Μια απόφαση, τελικά που ποτέ δεν πάρθηκε και κάπως έτσι η ιστορία μας απέκτησε ένα σύντομο τέλος. Πάντα η παρόρμηση θα είναι εκεί, στην αρχή ν’ ανοίγει τον δρόμο και να βοηθά τα σώματα. Είναι το εύκολο κομμάτι της ιστορίας κι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα διεκδικούμε επάξια. Μα τη μικρύναμε τόσο πολύ κι ο ένοχος είναι ένας: αυτή η άτιμη απόφαση που απέφυγες μετά το «σε θέλω» που ακούστηκε.
Τρομακτικό, δε θα διαφωνήσω, ειδικά όταν ξεπετάγεται από το πουθενά και σχεδόν σ’ εκβιάζει να πάρεις μια απόφαση- και γιατί να την πάρεις άλλωστε. Λίγο ο φόβος για τα νέα λάθη, λίγο οι πληγές και των δυο μας που δεν είχαν κλείσει, λίγο οι δικαιολογίες που σου προσέφεραν την ασφάλεια ενός συναισθηματικού βολέματος, κατάφερες να παγώσεις την ιστορία σε όλες τις φάσεις του χρόνου. Διέγραψες τη στιγμή από τη μνήμη, τη στράγγιξες από το παρόν παραδίδοντας μια αφυδατωμένη ανάμνηση στο μέλλον, που πολύ σύντομα έπαψε να υπάρχει κι αυτή.
Θα είμαι πάντα η απόφαση που δεν τόλμησες να πάρεις και κάθε φορά που θα σε κοιτάω και θα με κοιτάς, δε θα καταφέρνουμε να θυμηθούμε εκείνο το βράδυ, αλλά τον φόβο και την απουσία του θάρρους να συνεχίσουμε μια ιστορία. Να σου εξομολογηθώ κάτι τώρα: σε ήθελα πολύ και για πολύ παρ’ όλους τους δισταγμούς και τις ανασφάλειες που με έπνιγαν. Είχα πάρει την απόφασή μου. Βοηθός η σκέψη, βεβαία πως δεν αξίζει να ξεκινάς κάτι αν νιώθεις ότι δε θα μπορέσεις να το ολοκληρώσεις κι έτσι δε με πείραζε να βουτήξω σ’ έναν βυθό που δεν ήξερα καν τι περιέχει. Αν δεν μπορώ να ολοκληρώσω αυτό που ξεκινάω ποιος ο λόγος, επομένως, να το αρχίσω;
Θα είσαι η απόφαση που τόλμησα να πάρω, θα είμαι η απόφαση που φοβήθηκες να πάρεις και το παραμύθι τελείωσε χωρίς ο ήρωας να ξεπεράσει τα εμπόδια. Κι έτσι, δεν έχει καμιά αξία η ιστορία για να ειπωθεί. Ίσως μόνο η θάλασσα, να την ψιθυρίζει σιγανά τα βράδια για εκείνους που την αγναντεύουν μόνοι, σκεπτόμενοι μια απόφαση που δεν πάρθηκε ποτέ.
πηγη
Μια στιγμή καρφιτσωμένη, ένα βράδυ μέσα στα πολλά, που ένα αγόρι έρχεται να βρει ένα κορίτσι. Δεν υπάρχει λάθος και σωστό, μόνο μια απόφαση που βασίζεται στην παρόρμηση, μια έλξη που πηγάζει απ’ αυτήν την παρόρμηση κι η ανάγκη να ικανοποιήσουμε την επιθυμία μας. Νομίζω πως η ιστορία θα ήταν πιο ολοκληρωμένη, αν ήξερες ότι η έντονη επιθυμία μου για σένα έχει τις ρίζες της στο παρελθόν αλλά και πάλι αναρωτιέμαι σε τι θα βοηθούσε αυτό. Εκεί κάπου κατάλαβα, λοιπόν, κοιτώντας τη θάλασσα απέναντί μου, τη διαφορά μιας σύντομης ιστορίας από μια ιστορία με διάρκεια. Υπάρχει ένα μικρό χαρακτηριστικό που καταφέρνει ν’ αλλάξει όλη την πορεία της ιστορίας και να της δώσει ζωή ή να τη σβήσει εντελώς. Κι αυτό είναι η δύναμη της απόφασης.
Μια απόφαση, τελικά που ποτέ δεν πάρθηκε και κάπως έτσι η ιστορία μας απέκτησε ένα σύντομο τέλος. Πάντα η παρόρμηση θα είναι εκεί, στην αρχή ν’ ανοίγει τον δρόμο και να βοηθά τα σώματα. Είναι το εύκολο κομμάτι της ιστορίας κι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα διεκδικούμε επάξια. Μα τη μικρύναμε τόσο πολύ κι ο ένοχος είναι ένας: αυτή η άτιμη απόφαση που απέφυγες μετά το «σε θέλω» που ακούστηκε.
Τρομακτικό, δε θα διαφωνήσω, ειδικά όταν ξεπετάγεται από το πουθενά και σχεδόν σ’ εκβιάζει να πάρεις μια απόφαση- και γιατί να την πάρεις άλλωστε. Λίγο ο φόβος για τα νέα λάθη, λίγο οι πληγές και των δυο μας που δεν είχαν κλείσει, λίγο οι δικαιολογίες που σου προσέφεραν την ασφάλεια ενός συναισθηματικού βολέματος, κατάφερες να παγώσεις την ιστορία σε όλες τις φάσεις του χρόνου. Διέγραψες τη στιγμή από τη μνήμη, τη στράγγιξες από το παρόν παραδίδοντας μια αφυδατωμένη ανάμνηση στο μέλλον, που πολύ σύντομα έπαψε να υπάρχει κι αυτή.
Θα είμαι πάντα η απόφαση που δεν τόλμησες να πάρεις και κάθε φορά που θα σε κοιτάω και θα με κοιτάς, δε θα καταφέρνουμε να θυμηθούμε εκείνο το βράδυ, αλλά τον φόβο και την απουσία του θάρρους να συνεχίσουμε μια ιστορία. Να σου εξομολογηθώ κάτι τώρα: σε ήθελα πολύ και για πολύ παρ’ όλους τους δισταγμούς και τις ανασφάλειες που με έπνιγαν. Είχα πάρει την απόφασή μου. Βοηθός η σκέψη, βεβαία πως δεν αξίζει να ξεκινάς κάτι αν νιώθεις ότι δε θα μπορέσεις να το ολοκληρώσεις κι έτσι δε με πείραζε να βουτήξω σ’ έναν βυθό που δεν ήξερα καν τι περιέχει. Αν δεν μπορώ να ολοκληρώσω αυτό που ξεκινάω ποιος ο λόγος, επομένως, να το αρχίσω;
Θα είσαι η απόφαση που τόλμησα να πάρω, θα είμαι η απόφαση που φοβήθηκες να πάρεις και το παραμύθι τελείωσε χωρίς ο ήρωας να ξεπεράσει τα εμπόδια. Κι έτσι, δεν έχει καμιά αξία η ιστορία για να ειπωθεί. Ίσως μόνο η θάλασσα, να την ψιθυρίζει σιγανά τα βράδια για εκείνους που την αγναντεύουν μόνοι, σκεπτόμενοι μια απόφαση που δεν πάρθηκε ποτέ.