Η συνειδητοποίηση του εγώ, η ικανότητα, δηλαδή, που έχει κάποιος ν’ αποστασιοποιείται από τον εαυτό του, αποτελεί το διακριτικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου.
Κάποιος φίλος μου έχει ένα σκύλο, που περιμένει μπροστά στην πόρτα του εργαστηρίου του όλο το πρωί. Όταν οποιοσδήποτε πλησιάσει την πόρτα, αρχίζει να πηδά γαυγίζοντας με παιχνιδιάρικη διάθεση. Ο φίλος μου έχει τη γνώμη ότι ο σκύλος θέλει να πει το εξής: «Είμαι ένας σκύλος που περίμενε όλο το πρωί για να βρει κάποιον να παίξει. Μήπως έρχεσαι γι’ αυτό το σκοπό;»
Αυτό είναι ένα θαυμάσιο αίσθημα, και όλοι όσοι έχουν σκύλους αρέσκονται να προβάλλουν τέτοιες χαριτωμένες σκέψεις στο κεφάλι του κατοικίδιου ζώου τους.
Όμως στην πραγματικότητα αυτό είναι ακριβώς ό,τι δεν μπορεί να πει ο σκύλος.
Μπορεί να δείξει ότι θέλει να παίξει και να δελεάσει κάποιον να του πετάξει μια μπάλα. Αλλά δεν μπορεί ν’ αποστασιοποιηθεί από τον εαυτό του και να τον δει σαν ένα σκύλο που κάνει αυτά τα πράγματα. Δεν είναι προικισμένος με τη συνείδηση του εγώ του.
Εφόσον αυτό σημαίνει ότι ο σκύλος είναι επίσης απαλλαγμένος από νευρωτικά άγχη και αισθήματα ενοχής, τα οποία αποτελούν αμφίβολης αξίας ιδιότητες για την ανθρώπινη ύπαρξη, μερικοί άνθρωποι θα προτιμούσαν να πουν ότι ο σκύλος δε φέρει την κατάρα της συνείδησης του εγώ.
Ο Γ. Χουίτμαν, απηχώντας αυτή τη σκέψη, εκφράζει σε κάποιο ποιήμα του τη ζήλεια του για τα ζώα:
Νομίζω ότι θα μπορούσα
Να γυρίσω και να ζήσω με τα ζώα...
Δεν βαρυγκομούν,
Ούτε κλαυθμηρίζουν για την κατάστασή τους
Δεν ξαγρυπνούν στο σκοτάδι
Και δεν θρηνούν για τις αμαρτίες τους...
Αλλά στην πραγματικότητα η συνείδηση την οποία έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του αποτελεί την πηγή των ευγενέστερων ιδιοτήτων του.
Είναι η βάση της ικανότητάς του να διακρίνει ανάμεσα στο «εγώ» και στον κόσμο.
Του δίνει τη δυνατότητα να ελέγχει το χρόνο, δηλαδή, απλούστατα την ικανότητα να απομακρύνεται από το παρόν και να φαντάζεται τον εαυτό του στο παρελθόν ή στο μέλλον.
Έτσι η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να διδαχτεί από το παρελθόν και να προγραμματίσει για το μέλλον.
Επομένως, ο άνθρωπος είναι το «ιστορικό θηλαστικό», γιατί μπορεί ν’ αποστασιοποιηθεί και να κοιτάξει την ιστορία του. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να επηρεάσει τη δική του εξέλιξη σαν άτομο, και, σε μικρότερο βαθμό, την ιστορία του έθνους του και της κοινωνίας συνολικά.
Η ικανότητα για συνείδηση του εγώ υποβόσκει επίσης κάτω από την ικανότητα του ανθρώπου να χρησιμοποιεί σύμβολα και να διαχωρίζει, μ’ αυτό τον τρόπο, την έννοια από το υπαρκτό αντικείμενο.
Για παράδειγμα, ξεχωρίζει τους ήχους που αποτελούν τη λέξη «τραπέζι», και συμφωνεί ότι αυτοί οι ήχοι θ’ αντιπροσωπεύουν μια ολόκληρη τάξη πραγμάτων. Έτσι, μπορεί να σκεφτεί με αφηρημένες έννοιες, όπως –«ομορφιά», «λογική» και «καλοσύνη».
Αυτή ακριβώς η ικανότητα συνειδητοποίησης του εγώ μας επιτρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας όπως οι άλλοι βλέπουν εμάς, και να καταλαβαίνουμε τη συναισθηματική κατάσταση των άλλων.
Αποτελεί τη βάση της πολύ αξιόλογης δυνατότητας που έχουμε να μεταφερόμαστε με τη φαντασία μας σε κάποιο σαλόνι, στο οποίο, στην πραγματικότητα, θα βρεθούμε την επόμενη εβδομάδα, ή να σκεφτόμαστε και να σχεδιάζουμε πως θα φερθούμε.
Και μας καθιστά ικανούς να φανταζόμαστε τον εαυτό μας στη θέση κάποιου άλλου και ν’ αναρωτιόμαστε πως θα αισθανόμαστε ή τι θα κάναμε αν πραγματικά είμασταν αυτό το άλλο πρόσωπο. Ανεξάρτητα από το πόσο φτωχά χρησιμοποιούμε ή αποτυχαίνουμε να χρησιμοποιήσουμε ή ακόμη και κάνουμε κατάχρηση αυτών των ικανοτήτων, αποτελούν τα συστατικά της τέχνης της αγάπης για τον πλησίον, της ηθικής ευαισθησίας, της διάκρισης της αλήθειας, της δημιουργικότητας, της αφοσίωσης σε ιδανικά ακόμη και με κόστος την ίδια τη ζωή μας.
Η εκπλήρωση αυτών των δυνατοτήτων σημαίνει ότι κάποιος είναι μια ατομικότητα. Κι αυτό ακριβώς το νόημα έχει όταν, σύμφωνα με την εβραιο-χριστιανική θρησκευτική παράδοση, λέγεται ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού.
Αλλά, το τίμημα γι’ αυτή την προίκιση είναι πολύ υψηλό είναι το τίμημα του άγχους και των εσωτερικών συγκρούσεων.
Η γέννηση του εγώ δεν αποτελεί απλό και εύκολο θέμα.
Γιατί το παιδί τώρα αντιμετωπίζει την τρομακτική προοπτική του να βρεθεί ανεξάρτητο, μόνο, και χωρίς την πλήρη προστασία που του παρέχουν οι αποφάσεις των γονιών του. Δεν είναι απορίας άξιο, λοιπόν, το ότι, όταν αρχίζει να νιώθει τον εαυτό του σαν αυθύπαρκτη ταυτότητα, μπορεί να νιώσει τρομερά ανίσχυρο σε σχέση με τους μεγάλους και δυνατούς ενήλικους γύρω του.
Κάποια γυναίκα, στη διάρκεια της προσπάθειάς της για ανεξαρτητοποίηση από τη μητέρα της, είχε δει το εξής εύγλωττο όνειρο: «Βρισκόμουν σε μια μικρή βάρκα που ήταν δεμένη σ’ ένα μεγάλο πλοίο. Διασχίζαμε τον ωκεανό και τεράστια κύματα ορμούσαν, πολιορκώντας τη βάρκα μου. Αναρωτιόμουν αν ήταν ακόμη δεμένη στο μεγάλο πλοίο».
Το υγιές παιδί, που βρίσκει αγάπη και υποστήριξη στους γονείς του, χωρίς να είναι παραχαϊδεμένο, θα προχωρήσει στην ανάπτυξή του, παρά τις αγωνίες και τις κρίσεις που το περιμένουν, και ίσως χωρίς ιδιαίτερα τραυματικές εμπειρίες ή καταστροφική επαναστατικότητα.
Αλλά, αν οι γονείς συνειδητά ή ασυνείδητα το εκμεταλλεύονται χρησιμοποιώντας το για δικό τους σκοπό και για δικιά τους ευχαρίστηση ή αν το μισούν ή το απορρίπτουν, ώστε το παιδί να μη μπορεί να είναι σίγουρο για την παραμικρή υποστήριξη όταν δοκιμάζει τη νέα του ανεξαρτησία, τότε υπάρχει το εξής ενδεχόμενο: Το παιδί θα προσκολληθεί στους γονείς του και θα χρησιμοποιήσει την ικανότητά του για ανεξαρτησία μονάχα με τη μορφή αρνητισμού και πείσματος.
Όταν το παιδί αρχίζει να λέει για πρώτη φορά δοκιμαστικά «όχι», είναι πιθανό οι γονείς ν’ αντιδράσουν απορριπτικά μάλλον, παρά με αγάπη και ενθάρρυνση.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το παιδί θα συνεχίσει την αρνητική του στάση όχι σαν μορφή ανεξαρτησίας, αλλά σαν μια μορφή τυφλής αντίδρασης.
Ένα άλλο ενδεχόμενο αφορά την πλειοψηφία των περιπτώσεων σήμερα. Οι ίδιοι οι γονείς αισθάνονται άγχος και αμηχανία μέσα στην αναταραχή αυτής της ταχύτατα εναλλασσόμενης εποχής, αβέβαιοι για τον εαυτό τους, γεμάτοι από αμφιβολίες.
Έτσι, μεταβιβάζουν το συνεχές άγχος τους στο παιδί και το κάνουν να αισθάνεται ότι ζει σ’ ένα κόσμο, όπου είναι επικίνδυνο να τολμήσει κανείς να κερδίσει την αυτονομία και την αυθυπαρξία του.
Αυτή η σύντομη περιγραφή είναι σχηματική, βέβαια, και σκοπός της είναι να δώσει σ’ εμάς τους ενήλικους ένα είδος επισκόπησης, μέσα από την οποία θα μπορέσουμε ν’ αντιληφθούμε καλύτερα πως αποτυγχαίνει κανείς να εξελιχθεί σε ατομικότητα.
Τα περισσότερα στοιχεία γι’ αυτές τις συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας προέρχονται από ενήλικους που αγωνίζονται, στα όνειρα, στις αναμνήσεις ή στις σημερινές τους σχέσεις, να ξεπεράσουν αυτό που στο παρελθόν τους εμπόδισε αρχικά να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένη προσωπικότητα.
Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σχεδόν κάθε ενήλικος προσπαθεί ακόμη, στην πορεία της ζωής του να επιτύχει σαν ατομικότητα, με βάση τις φόρμες που σχηματίστηκαν κατά τις πρώτες εμπερίες του μέσα στην οικογένεια.
Μερικοί ψυχολόγοι και φιλόσοφοι στέκονται με δυστυχία απέναντι στην έννοια του εγώ.
Αντιτίθεται σ’ αυτήν, γιατί δε θα ήθελαν να διαχωρίσουν τον άνθρωπο από τη σφαίρα των ζώων, και επίσης γιατί πιστεύουν ότι η έννοια του εγώ παρεμποδίζει το επιστημονικό πείραμα.
Αλλά η απόρριψη της έννοιας του «εγώ» σαν «μη επιστημονικής» μόνο και μόνο επειδή δεν μπορεί να περιγραφεί με μαθηματικές εξισώσεις, θυμίζει το επιχείρημα, πριν είκοσι ή τριάντα χρόνια, ότι οι θεωρίες του Φρόυντ και η έννοια του «ασυνείδητου» ήταν «αντιεπιστημονικές».
Πρόκειται για μια δογματική – και γι’ αυτό όχι αληθινή – επιστήμη, η οποία χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη μέθοδο σαν Προκρούστεια τράπεζα, απορρίπτοντας κάθε μορφή ανθρώπινης εμπειρίας που δεν ταιριάζει μ’ αυτή. Σίγουρα, πρέπει να βλέπουμε με σαφήνεια και ρεαλισμό το συνεχές ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα. Όμως δε θα’ πρεπε να καταλήξουμε στο παράλογο συμπέρασμα ότι, επομένως, δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσά τους.
Δε χρειάζεται ν’ αποδείξουμε ότι το εγώ είναι ένα «αντικείμενο». Το μόνο που χρειάζεται είναι ν’ αποδείξουμε ότι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα για αυτο-γνωσία. Το εγώ επιτελεί λειτουργία οργανωτική για το άτομο, μέσα από την οποία η μιά ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να σχετιστεί με την άλλη. Προηγείται της επιστήμης μας, δεν αποτελεί αντικείμενό της. Προϋποτίθεται στο γεγονός ότι κάποιος μπορεί να είναι επιστήμονας.
Αλλά στο βαθμό που πραγματικά αξιοποιούμε τις δυνατότητές μας σαν άτομα, δοκιμάζουμε τη μεγαλύτερη χαρά που μπορεί να δοκιμάσει ο άνθρωπος.
Όταν ένα μικρό παιδί μαθαίνει ν’ ανεβαίνει τις σκάλες ή να σηκώνει ένα κουτί, προσπαθεί ξανά και ξανά, πέφτει, σηκώνεται και πάλι από την αρχή. Κι όταν τελικά τα καταφέρνει, γελά με ικανοποίηση, εκφράζοντας έτσι τη χαρά του για το ότι έβαλε σ’ ενέργεια τις δυνάμεις του.
Αλλ΄ αυτό δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τη σιωπηλή χαρά που δοκιμάζει ο έφηβος, όταν για πρώτη φορά χρησιμοποιεί τις ικανότητές του για να κάνει φίλους. Ή σε σύγκριση με τη χαρά του ενήλικου όταν μπορεί ν’ αγαπήσει, να κάνει σχέδια και να δημιουργήσει.
Η χαρά, πού περισσότερο από την ευτυχία, αποτελεί το σκοπό της ζωής, γιατί αυτή συνοδεύει την πραγμάτωσή μας σαν ανθρώπινες υπάρξεις βασίζεται στη συναίσθηση που κάποιος έχει για την ταυτότητά του σαν ύπαρξη με αξία και αξιοπρέπεια, σαν ύπαρξη που μπορεί ν’ αυτοεπιβεβαιωθεί απέναντι σε όλες τις άλλες υπάρξεις καθώς και τον ανόργανο κόσμο.
Η δύναμη αυτού του συναισθήματος στην ιδεατή μορφή του φαίνεται στη ζωή του Σωκράτη. Είχε τόση εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις αξίες του, ώστε θεωρούσε την καταδίκη του σε θάνατο όχι σαν ήττα, αλλά σαν τη μεγαλύτερη επιβράβευση από το συμβιβασμό.
Μ’ αυτό δε θέλουμε να πούμε ότι μια τέτοια χαρά προορίζεται μονάχα για τους ήρωες και τις εξέχουσες προσωπικότητες. Βρίσκεται ποιοτικά, όσο ανεπαίσθητη κι αν είναι, στις πράξεις οποιουδήποτε εκφράζει τίμια και υπεύθυνα τις δυνατότητές του.
πηγη
Κάποιος φίλος μου έχει ένα σκύλο, που περιμένει μπροστά στην πόρτα του εργαστηρίου του όλο το πρωί. Όταν οποιοσδήποτε πλησιάσει την πόρτα, αρχίζει να πηδά γαυγίζοντας με παιχνιδιάρικη διάθεση. Ο φίλος μου έχει τη γνώμη ότι ο σκύλος θέλει να πει το εξής: «Είμαι ένας σκύλος που περίμενε όλο το πρωί για να βρει κάποιον να παίξει. Μήπως έρχεσαι γι’ αυτό το σκοπό;»
Αυτό είναι ένα θαυμάσιο αίσθημα, και όλοι όσοι έχουν σκύλους αρέσκονται να προβάλλουν τέτοιες χαριτωμένες σκέψεις στο κεφάλι του κατοικίδιου ζώου τους.
Όμως στην πραγματικότητα αυτό είναι ακριβώς ό,τι δεν μπορεί να πει ο σκύλος.
Μπορεί να δείξει ότι θέλει να παίξει και να δελεάσει κάποιον να του πετάξει μια μπάλα. Αλλά δεν μπορεί ν’ αποστασιοποιηθεί από τον εαυτό του και να τον δει σαν ένα σκύλο που κάνει αυτά τα πράγματα. Δεν είναι προικισμένος με τη συνείδηση του εγώ του.
Εφόσον αυτό σημαίνει ότι ο σκύλος είναι επίσης απαλλαγμένος από νευρωτικά άγχη και αισθήματα ενοχής, τα οποία αποτελούν αμφίβολης αξίας ιδιότητες για την ανθρώπινη ύπαρξη, μερικοί άνθρωποι θα προτιμούσαν να πουν ότι ο σκύλος δε φέρει την κατάρα της συνείδησης του εγώ.
Ο Γ. Χουίτμαν, απηχώντας αυτή τη σκέψη, εκφράζει σε κάποιο ποιήμα του τη ζήλεια του για τα ζώα:
Νομίζω ότι θα μπορούσα
Να γυρίσω και να ζήσω με τα ζώα...
Δεν βαρυγκομούν,
Ούτε κλαυθμηρίζουν για την κατάστασή τους
Δεν ξαγρυπνούν στο σκοτάδι
Και δεν θρηνούν για τις αμαρτίες τους...
Αλλά στην πραγματικότητα η συνείδηση την οποία έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του αποτελεί την πηγή των ευγενέστερων ιδιοτήτων του.
Είναι η βάση της ικανότητάς του να διακρίνει ανάμεσα στο «εγώ» και στον κόσμο.
Του δίνει τη δυνατότητα να ελέγχει το χρόνο, δηλαδή, απλούστατα την ικανότητα να απομακρύνεται από το παρόν και να φαντάζεται τον εαυτό του στο παρελθόν ή στο μέλλον.
Έτσι η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να διδαχτεί από το παρελθόν και να προγραμματίσει για το μέλλον.
Επομένως, ο άνθρωπος είναι το «ιστορικό θηλαστικό», γιατί μπορεί ν’ αποστασιοποιηθεί και να κοιτάξει την ιστορία του. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να επηρεάσει τη δική του εξέλιξη σαν άτομο, και, σε μικρότερο βαθμό, την ιστορία του έθνους του και της κοινωνίας συνολικά.
Η ικανότητα για συνείδηση του εγώ υποβόσκει επίσης κάτω από την ικανότητα του ανθρώπου να χρησιμοποιεί σύμβολα και να διαχωρίζει, μ’ αυτό τον τρόπο, την έννοια από το υπαρκτό αντικείμενο.
Για παράδειγμα, ξεχωρίζει τους ήχους που αποτελούν τη λέξη «τραπέζι», και συμφωνεί ότι αυτοί οι ήχοι θ’ αντιπροσωπεύουν μια ολόκληρη τάξη πραγμάτων. Έτσι, μπορεί να σκεφτεί με αφηρημένες έννοιες, όπως –«ομορφιά», «λογική» και «καλοσύνη».
Αυτή ακριβώς η ικανότητα συνειδητοποίησης του εγώ μας επιτρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας όπως οι άλλοι βλέπουν εμάς, και να καταλαβαίνουμε τη συναισθηματική κατάσταση των άλλων.
Αποτελεί τη βάση της πολύ αξιόλογης δυνατότητας που έχουμε να μεταφερόμαστε με τη φαντασία μας σε κάποιο σαλόνι, στο οποίο, στην πραγματικότητα, θα βρεθούμε την επόμενη εβδομάδα, ή να σκεφτόμαστε και να σχεδιάζουμε πως θα φερθούμε.
Και μας καθιστά ικανούς να φανταζόμαστε τον εαυτό μας στη θέση κάποιου άλλου και ν’ αναρωτιόμαστε πως θα αισθανόμαστε ή τι θα κάναμε αν πραγματικά είμασταν αυτό το άλλο πρόσωπο. Ανεξάρτητα από το πόσο φτωχά χρησιμοποιούμε ή αποτυχαίνουμε να χρησιμοποιήσουμε ή ακόμη και κάνουμε κατάχρηση αυτών των ικανοτήτων, αποτελούν τα συστατικά της τέχνης της αγάπης για τον πλησίον, της ηθικής ευαισθησίας, της διάκρισης της αλήθειας, της δημιουργικότητας, της αφοσίωσης σε ιδανικά ακόμη και με κόστος την ίδια τη ζωή μας.
Η εκπλήρωση αυτών των δυνατοτήτων σημαίνει ότι κάποιος είναι μια ατομικότητα. Κι αυτό ακριβώς το νόημα έχει όταν, σύμφωνα με την εβραιο-χριστιανική θρησκευτική παράδοση, λέγεται ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού.
Αλλά, το τίμημα γι’ αυτή την προίκιση είναι πολύ υψηλό είναι το τίμημα του άγχους και των εσωτερικών συγκρούσεων.
Η γέννηση του εγώ δεν αποτελεί απλό και εύκολο θέμα.
Γιατί το παιδί τώρα αντιμετωπίζει την τρομακτική προοπτική του να βρεθεί ανεξάρτητο, μόνο, και χωρίς την πλήρη προστασία που του παρέχουν οι αποφάσεις των γονιών του. Δεν είναι απορίας άξιο, λοιπόν, το ότι, όταν αρχίζει να νιώθει τον εαυτό του σαν αυθύπαρκτη ταυτότητα, μπορεί να νιώσει τρομερά ανίσχυρο σε σχέση με τους μεγάλους και δυνατούς ενήλικους γύρω του.
Κάποια γυναίκα, στη διάρκεια της προσπάθειάς της για ανεξαρτητοποίηση από τη μητέρα της, είχε δει το εξής εύγλωττο όνειρο: «Βρισκόμουν σε μια μικρή βάρκα που ήταν δεμένη σ’ ένα μεγάλο πλοίο. Διασχίζαμε τον ωκεανό και τεράστια κύματα ορμούσαν, πολιορκώντας τη βάρκα μου. Αναρωτιόμουν αν ήταν ακόμη δεμένη στο μεγάλο πλοίο».
Το υγιές παιδί, που βρίσκει αγάπη και υποστήριξη στους γονείς του, χωρίς να είναι παραχαϊδεμένο, θα προχωρήσει στην ανάπτυξή του, παρά τις αγωνίες και τις κρίσεις που το περιμένουν, και ίσως χωρίς ιδιαίτερα τραυματικές εμπειρίες ή καταστροφική επαναστατικότητα.
Αλλά, αν οι γονείς συνειδητά ή ασυνείδητα το εκμεταλλεύονται χρησιμοποιώντας το για δικό τους σκοπό και για δικιά τους ευχαρίστηση ή αν το μισούν ή το απορρίπτουν, ώστε το παιδί να μη μπορεί να είναι σίγουρο για την παραμικρή υποστήριξη όταν δοκιμάζει τη νέα του ανεξαρτησία, τότε υπάρχει το εξής ενδεχόμενο: Το παιδί θα προσκολληθεί στους γονείς του και θα χρησιμοποιήσει την ικανότητά του για ανεξαρτησία μονάχα με τη μορφή αρνητισμού και πείσματος.
Όταν το παιδί αρχίζει να λέει για πρώτη φορά δοκιμαστικά «όχι», είναι πιθανό οι γονείς ν’ αντιδράσουν απορριπτικά μάλλον, παρά με αγάπη και ενθάρρυνση.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το παιδί θα συνεχίσει την αρνητική του στάση όχι σαν μορφή ανεξαρτησίας, αλλά σαν μια μορφή τυφλής αντίδρασης.
Ένα άλλο ενδεχόμενο αφορά την πλειοψηφία των περιπτώσεων σήμερα. Οι ίδιοι οι γονείς αισθάνονται άγχος και αμηχανία μέσα στην αναταραχή αυτής της ταχύτατα εναλλασσόμενης εποχής, αβέβαιοι για τον εαυτό τους, γεμάτοι από αμφιβολίες.
Έτσι, μεταβιβάζουν το συνεχές άγχος τους στο παιδί και το κάνουν να αισθάνεται ότι ζει σ’ ένα κόσμο, όπου είναι επικίνδυνο να τολμήσει κανείς να κερδίσει την αυτονομία και την αυθυπαρξία του.
Αυτή η σύντομη περιγραφή είναι σχηματική, βέβαια, και σκοπός της είναι να δώσει σ’ εμάς τους ενήλικους ένα είδος επισκόπησης, μέσα από την οποία θα μπορέσουμε ν’ αντιληφθούμε καλύτερα πως αποτυγχαίνει κανείς να εξελιχθεί σε ατομικότητα.
Τα περισσότερα στοιχεία γι’ αυτές τις συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας προέρχονται από ενήλικους που αγωνίζονται, στα όνειρα, στις αναμνήσεις ή στις σημερινές τους σχέσεις, να ξεπεράσουν αυτό που στο παρελθόν τους εμπόδισε αρχικά να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένη προσωπικότητα.
Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σχεδόν κάθε ενήλικος προσπαθεί ακόμη, στην πορεία της ζωής του να επιτύχει σαν ατομικότητα, με βάση τις φόρμες που σχηματίστηκαν κατά τις πρώτες εμπερίες του μέσα στην οικογένεια.
Μερικοί ψυχολόγοι και φιλόσοφοι στέκονται με δυστυχία απέναντι στην έννοια του εγώ.
Αντιτίθεται σ’ αυτήν, γιατί δε θα ήθελαν να διαχωρίσουν τον άνθρωπο από τη σφαίρα των ζώων, και επίσης γιατί πιστεύουν ότι η έννοια του εγώ παρεμποδίζει το επιστημονικό πείραμα.
Αλλά η απόρριψη της έννοιας του «εγώ» σαν «μη επιστημονικής» μόνο και μόνο επειδή δεν μπορεί να περιγραφεί με μαθηματικές εξισώσεις, θυμίζει το επιχείρημα, πριν είκοσι ή τριάντα χρόνια, ότι οι θεωρίες του Φρόυντ και η έννοια του «ασυνείδητου» ήταν «αντιεπιστημονικές».
Πρόκειται για μια δογματική – και γι’ αυτό όχι αληθινή – επιστήμη, η οποία χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη μέθοδο σαν Προκρούστεια τράπεζα, απορρίπτοντας κάθε μορφή ανθρώπινης εμπειρίας που δεν ταιριάζει μ’ αυτή. Σίγουρα, πρέπει να βλέπουμε με σαφήνεια και ρεαλισμό το συνεχές ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα. Όμως δε θα’ πρεπε να καταλήξουμε στο παράλογο συμπέρασμα ότι, επομένως, δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσά τους.
Δε χρειάζεται ν’ αποδείξουμε ότι το εγώ είναι ένα «αντικείμενο». Το μόνο που χρειάζεται είναι ν’ αποδείξουμε ότι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα για αυτο-γνωσία. Το εγώ επιτελεί λειτουργία οργανωτική για το άτομο, μέσα από την οποία η μιά ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να σχετιστεί με την άλλη. Προηγείται της επιστήμης μας, δεν αποτελεί αντικείμενό της. Προϋποτίθεται στο γεγονός ότι κάποιος μπορεί να είναι επιστήμονας.
Αλλά στο βαθμό που πραγματικά αξιοποιούμε τις δυνατότητές μας σαν άτομα, δοκιμάζουμε τη μεγαλύτερη χαρά που μπορεί να δοκιμάσει ο άνθρωπος.
Όταν ένα μικρό παιδί μαθαίνει ν’ ανεβαίνει τις σκάλες ή να σηκώνει ένα κουτί, προσπαθεί ξανά και ξανά, πέφτει, σηκώνεται και πάλι από την αρχή. Κι όταν τελικά τα καταφέρνει, γελά με ικανοποίηση, εκφράζοντας έτσι τη χαρά του για το ότι έβαλε σ’ ενέργεια τις δυνάμεις του.
Αλλ΄ αυτό δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τη σιωπηλή χαρά που δοκιμάζει ο έφηβος, όταν για πρώτη φορά χρησιμοποιεί τις ικανότητές του για να κάνει φίλους. Ή σε σύγκριση με τη χαρά του ενήλικου όταν μπορεί ν’ αγαπήσει, να κάνει σχέδια και να δημιουργήσει.
Η χαρά, πού περισσότερο από την ευτυχία, αποτελεί το σκοπό της ζωής, γιατί αυτή συνοδεύει την πραγμάτωσή μας σαν ανθρώπινες υπάρξεις βασίζεται στη συναίσθηση που κάποιος έχει για την ταυτότητά του σαν ύπαρξη με αξία και αξιοπρέπεια, σαν ύπαρξη που μπορεί ν’ αυτοεπιβεβαιωθεί απέναντι σε όλες τις άλλες υπάρξεις καθώς και τον ανόργανο κόσμο.
Η δύναμη αυτού του συναισθήματος στην ιδεατή μορφή του φαίνεται στη ζωή του Σωκράτη. Είχε τόση εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις αξίες του, ώστε θεωρούσε την καταδίκη του σε θάνατο όχι σαν ήττα, αλλά σαν τη μεγαλύτερη επιβράβευση από το συμβιβασμό.
Μ’ αυτό δε θέλουμε να πούμε ότι μια τέτοια χαρά προορίζεται μονάχα για τους ήρωες και τις εξέχουσες προσωπικότητες. Βρίσκεται ποιοτικά, όσο ανεπαίσθητη κι αν είναι, στις πράξεις οποιουδήποτε εκφράζει τίμια και υπεύθυνα τις δυνατότητές του.