Ο Νίτσε, πρώτα, το διατυπώνει: «Το μεγαλύτερο μέρος της ψυχικής μας δραστηριότητας, το χρησιμοποιούμε για να ξεχάσουμε˙ αυτό είναι για τα ανθρώπινα όντα ένα ζωτικό ερώτημα».
Η λειτουργία της απώθησης, που ευφυώς περιέγραψε ο Φρόυντ ως βασική λειτουργία του ανθρώπινου ψυχισμού, σαν στοιχείο συμβιβασμού με την εξωτερική πραγματικότητα και συνθήκη sine qua non επιβίωσης, μας θέτει μπροστά σε έναν τεράστιο απωθημένο-ξεχασμένο όγκο της ύπαρξής μας, όπως μια κατάσταση προ-αίσθησης, μαύρων ή γκρίζων ζωνών, απόμακρων και αδιαφοροποίητων.
Ένας τέτοιος μηχανισμός συσκοτίζει ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής και της εξωτερικής πραγματικότητας και περιορίζει τη φιλοδοξία μας να αποδεικνύουμε με τεκμήρια όλη την πολυπλοκότητα που μας περιβάλλει.
Ίσως αυτό που μας φαίνεται σαν οικείο και κοινότοπο, πολλές φορές να μην είναι γνωστό σε βάθος. Αυτός ο ισχυρός και πανανθρώπινος μηχανισμός της απώθησης, της λήθης δεν ισχύει μόνο για τις υπαρξιακές αγωνίες και ερωτήματα της ζωής μας, του θανάτου, της καταγωγής ή της ύπαρξης μιας μετά θάνατον ζωής.
Το επίπεδο το πιο σκοτεινό και συγχυτικό για τον εαυτό μας είναι η διαθεσιμότητα σε μαζικό επίπεδο οπτικών αντικειμένων, εικόνων, θραυσμάτων εικόνων που μεταφέρουν «πληροφορίες» ή «νοήματα».
Ωστόσο, ο βομβαρδισμένος από ατελείωτες αλληλουχίες ψυχισμός μας, δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει εύκολα τι είναι αυτό που βλέπει. Στην μετα-νεωτερική κοινωνία μας, κάτι υπάρχει γιατί βλέπεται, ή αν το σκεφτούμε σε βάθος, υπάρχουμε επειδή φαινόμαστε, μας βλέπουν. Δεν έχει σημασία πώς και γιατί, αρκεί να φαινόμαστε.
Η υπόθεση που διατυπώνουμε εδώ είναι ότι στην καρδιά αυτής της κοινότοπης μαζικής παραγωγής εικόνων βρίσκεται το μυστικό της εξουσίας και της σαγήνης που μας ασκούν, μέσα από τον τρόπο να υπάρχουν και να εσωτερικεύονται στη ζωή μας, μέσα από την πραγματική φύση τους.
Στις μελέτες του ο Φρόυντ θεωρούσε την τέχνη σαν ένα μέσο από το οποίο σχηματίζεται «μια άλλη βασιλική οδός, (όπως το όνειρο και το παιχνίδι), για τη γνώση των ασυνείδητων δραστηριοτήτων του νου» (1900, p.60). Κάθε μορφή τέχνης, καλή μορφή vs. τέλεια μορφή, χρησιμοποιείται για να εκφράζει, αναπαριστά ή να οργανώνει νοήματα.
Η δημιουργικότητα μπορεί να αποτελέσει μια απάντηση στην κρίση;
Πολλά έχουν γραφτεί για τη συλλογική συμπτωματολογία της κρίσης και της αποδόμησης του κοινωνικού ιστού. Ο λαϊκισμός, η παράδοξη θέση που τρελαίνει, να εφαρμόζεται μέχρι σήμερα μια μνημονιακή συνταγή που αποτυγχάνει τεκμηριωμένα, αλλά να συνεχίζεται η ύφεση και η φτώχεια, η άνοδος του νέο-ναζισμού, η ανομία, η επανειλημμένη άνοδος της ασημαντότητας της πλειοψηφίας της πολιτικής ηγεσίας, η παράνοια, η παθητικοποίηση και ο φόβος μεγάλων στρωμάτων της κοινωνίας, η χαμένη ταυτότητα μέσα από διαδικασίες ψευδο-ευδαιμονισμού και υπερκαταναλωτισμού δημιουργούν μια πολύ-επίπεδη κοινωνική οδύνη.
Αυτή εκφράζεται τόσο με απόσυρση-παθητικότητα, ακόμα και με κλινική κατάθλιψη, με διαρκείς διχοτομήσεις καλού-κακού, με ένδεια αναστοχασμού και με ένα επώδυνο ψυχικό κενό, μια απελπισία, μια απουσία ελπίδας και επένδυσης στο μέλλον.
Το ψυχικό κενό, σαν ένα πηγάδι χωρίς πάτο, μοιάζει να ρουφάει και να καταστρέφει οτιδήποτε μπορεί να δημιουργήσει μια προσδοκία, μια σύνδεση, μια ανάμνηση, μια σκέψη.
Η απουσία αναστοχασμού και το ψυχικό κενό είναι μια έκφραση της καταστροφικότητας και της αυτό-καταστροφικότητας, της ενόρμησης του θανάτου.
Αυτή τη «σκοτεινή ύλη» του ψυχικού κενού έρχεται να προκαλέσει η δημιουργικότητα, η τέχνη: «Η δημιουργικότητα υπογραμμίζει την ικανότητα του καλλιτέχνη να παράγει μοναδικές συνθέσεις σε επικοινωνήσιμες στην πραγματικότητα μορφές» (Kahn, 1974). Είναι μια προσπάθεια να απαρτιωθούν οι κατακερματισμένες λειτουργίες του Εγώ, να δημιουργηθούν κοινωνικοί δεσμοί και κινήσεις ζωής εκεί όπου κυριαρχούσε το κενό, η απόσυρση. Αυτή την προσπάθεια πραγματοποιεί ο Τάσος Νυφαδόπουλος υλοποιώντας το γλυπτό «Κρίση»
Ο πολιτισμός, δηλαδή η λογοτεχνία, τα έργα τέχνης, η μουσική, η επιστήμη πρέπει να είναι οι απαντήσεις στην κρίση, που σε πείσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, ορισμένοι άνθρωποι εξακολουθούν να πράττουν το σωστό και το δύσκολο, να πορεύονται με ευθύνη και ήθος, να υπερβαίνουν τις ειδήσεις των οκτώ.
Αυτή η παράλληλη Ελλάδα, όπως εύστοχα γράφει ο Γιώργος Γραμματικάκης, «είναι η πραγματική Ελλάδα, η μόνη Ελλάδα». Μια Ελλάδα που δεν φοβάται τον φόβο.
Η κατάθλιψη απειλεί το άτομο που προσπαθεί να ξεφύγει από τον εαυτό του, όπως η αμαρτία απειλούσε την ψυχή που στρεφόταν στο Θεό, εκεί που έδραζε η ενοχή του ανθρώπου διχασμένη από τη σύγκρουση.
Πέραν από μια συναισθηματική οδύνη, η κατάθλιψη είναι ένας τρόπος ζωής, επώδυνος, βασανιστικός, αλλά τρόπος ζωής. Το βασικό στοιχείο της ατομικότητας κατά τη διάρκεια του 2ου μισού του 20ού αιώνα μέχρι τις μέρες μας, είναι η αναμέτρηση μεταξύ της απεριόριστης δυνατότητάς μας και του βιώματος του ανεξέλεγκτου.
Η μαζική επικράτηση της κατάθλιψης ανέδειξε ανάγλυφα αυτές τις εντάσεις που δημιουργήθηκαν από αυτή την αναμέτρηση.
Το ανεξέλεγκτο προέρχεται από τη σταθερή παραβίαση ηθικών κανόνων, αρχών, των διαγενεακών πολιτισμικών κωδίκων, ωθώντας τον σύγχρονο άνθρωπο στη φαντασίωση παντοδυναμίας της αυτό-πραγμάτωσης, της άμετρης ικανοποίησης κάθε επιθυμίας του: “sky is the limit”!
Το άτομο πιστεύει λανθασμένα ότι είναι ο συγγραφέας της ζωής του, ενώ παραμένει ένα υποκείμενο με διπλή υπόσταση: είναι ο ηθοποιός και ο ασθενής της ζωής (του).
Αν, όπως σκεπτόταν ο Φρόυντ «ο άνθρωπος γίνεται νευρωτικός διότι δεν μπορεί να ελέγξει το βαθμό ματαιώσεων που του επιβάλλονται από την κοινωνία», γίνεται καταθλιπτικός διότι πρέπει να ανεχθεί την αυταπάτη ότι όλα είναι δυνατά!
Αυτή η τρελή και απάνθρωπη απαίτηση να είμαστε αυτό-δημιούργητοι, αποδοτικοί, όμορφοι, ζωντανοί, γεμάτοι ενέργεια και υγεία, αποτελεί τη σύγχρονη εξίσωση του «ατόμου χωρίς ιδιότητες» (R. Musil), μια δήθεν ψυχική απελευθέρωση και ατομική πρωτοβουλία, ανασφάλεια ταυτότητας και ανικανότητα περισυλλογής, αναστοχασμού και δράσης.
Η κατάθλιψη είναι ο φρουρός του ατόμου χωρίς οδηγό, είναι όχι μόνο η οδύνη του, αλλά το βαρύ αντίτιμο της ανάπτυξης και σπατάλης της ενέργειάς του, προσπαθώντας να κατακτήσει το ΑΔΥΝΑΤΟ.
Η κραυγή του γίνεται ζωντανή ύλη, ενορμήσεις ζωής, δράσης, συλλογικότητας, ανατροπής αυτών των κραυγαλέων κοινωνικών ανισοτήτων.
Γίνεται μια επένδυση στην ελπίδα, στους δεσμούς, στην προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον.
πηγη
Η λειτουργία της απώθησης, που ευφυώς περιέγραψε ο Φρόυντ ως βασική λειτουργία του ανθρώπινου ψυχισμού, σαν στοιχείο συμβιβασμού με την εξωτερική πραγματικότητα και συνθήκη sine qua non επιβίωσης, μας θέτει μπροστά σε έναν τεράστιο απωθημένο-ξεχασμένο όγκο της ύπαρξής μας, όπως μια κατάσταση προ-αίσθησης, μαύρων ή γκρίζων ζωνών, απόμακρων και αδιαφοροποίητων.
Ένας τέτοιος μηχανισμός συσκοτίζει ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής και της εξωτερικής πραγματικότητας και περιορίζει τη φιλοδοξία μας να αποδεικνύουμε με τεκμήρια όλη την πολυπλοκότητα που μας περιβάλλει.
Ίσως αυτό που μας φαίνεται σαν οικείο και κοινότοπο, πολλές φορές να μην είναι γνωστό σε βάθος. Αυτός ο ισχυρός και πανανθρώπινος μηχανισμός της απώθησης, της λήθης δεν ισχύει μόνο για τις υπαρξιακές αγωνίες και ερωτήματα της ζωής μας, του θανάτου, της καταγωγής ή της ύπαρξης μιας μετά θάνατον ζωής.
Το επίπεδο το πιο σκοτεινό και συγχυτικό για τον εαυτό μας είναι η διαθεσιμότητα σε μαζικό επίπεδο οπτικών αντικειμένων, εικόνων, θραυσμάτων εικόνων που μεταφέρουν «πληροφορίες» ή «νοήματα».
Ωστόσο, ο βομβαρδισμένος από ατελείωτες αλληλουχίες ψυχισμός μας, δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει εύκολα τι είναι αυτό που βλέπει. Στην μετα-νεωτερική κοινωνία μας, κάτι υπάρχει γιατί βλέπεται, ή αν το σκεφτούμε σε βάθος, υπάρχουμε επειδή φαινόμαστε, μας βλέπουν. Δεν έχει σημασία πώς και γιατί, αρκεί να φαινόμαστε.
Η υπόθεση που διατυπώνουμε εδώ είναι ότι στην καρδιά αυτής της κοινότοπης μαζικής παραγωγής εικόνων βρίσκεται το μυστικό της εξουσίας και της σαγήνης που μας ασκούν, μέσα από τον τρόπο να υπάρχουν και να εσωτερικεύονται στη ζωή μας, μέσα από την πραγματική φύση τους.
Στις μελέτες του ο Φρόυντ θεωρούσε την τέχνη σαν ένα μέσο από το οποίο σχηματίζεται «μια άλλη βασιλική οδός, (όπως το όνειρο και το παιχνίδι), για τη γνώση των ασυνείδητων δραστηριοτήτων του νου» (1900, p.60). Κάθε μορφή τέχνης, καλή μορφή vs. τέλεια μορφή, χρησιμοποιείται για να εκφράζει, αναπαριστά ή να οργανώνει νοήματα.
Η δημιουργικότητα μπορεί να αποτελέσει μια απάντηση στην κρίση;
Πολλά έχουν γραφτεί για τη συλλογική συμπτωματολογία της κρίσης και της αποδόμησης του κοινωνικού ιστού. Ο λαϊκισμός, η παράδοξη θέση που τρελαίνει, να εφαρμόζεται μέχρι σήμερα μια μνημονιακή συνταγή που αποτυγχάνει τεκμηριωμένα, αλλά να συνεχίζεται η ύφεση και η φτώχεια, η άνοδος του νέο-ναζισμού, η ανομία, η επανειλημμένη άνοδος της ασημαντότητας της πλειοψηφίας της πολιτικής ηγεσίας, η παράνοια, η παθητικοποίηση και ο φόβος μεγάλων στρωμάτων της κοινωνίας, η χαμένη ταυτότητα μέσα από διαδικασίες ψευδο-ευδαιμονισμού και υπερκαταναλωτισμού δημιουργούν μια πολύ-επίπεδη κοινωνική οδύνη.
Αυτή εκφράζεται τόσο με απόσυρση-παθητικότητα, ακόμα και με κλινική κατάθλιψη, με διαρκείς διχοτομήσεις καλού-κακού, με ένδεια αναστοχασμού και με ένα επώδυνο ψυχικό κενό, μια απελπισία, μια απουσία ελπίδας και επένδυσης στο μέλλον.
Το ψυχικό κενό, σαν ένα πηγάδι χωρίς πάτο, μοιάζει να ρουφάει και να καταστρέφει οτιδήποτε μπορεί να δημιουργήσει μια προσδοκία, μια σύνδεση, μια ανάμνηση, μια σκέψη.
Η απουσία αναστοχασμού και το ψυχικό κενό είναι μια έκφραση της καταστροφικότητας και της αυτό-καταστροφικότητας, της ενόρμησης του θανάτου.
Αυτή τη «σκοτεινή ύλη» του ψυχικού κενού έρχεται να προκαλέσει η δημιουργικότητα, η τέχνη: «Η δημιουργικότητα υπογραμμίζει την ικανότητα του καλλιτέχνη να παράγει μοναδικές συνθέσεις σε επικοινωνήσιμες στην πραγματικότητα μορφές» (Kahn, 1974). Είναι μια προσπάθεια να απαρτιωθούν οι κατακερματισμένες λειτουργίες του Εγώ, να δημιουργηθούν κοινωνικοί δεσμοί και κινήσεις ζωής εκεί όπου κυριαρχούσε το κενό, η απόσυρση. Αυτή την προσπάθεια πραγματοποιεί ο Τάσος Νυφαδόπουλος υλοποιώντας το γλυπτό «Κρίση»
Ο πολιτισμός, δηλαδή η λογοτεχνία, τα έργα τέχνης, η μουσική, η επιστήμη πρέπει να είναι οι απαντήσεις στην κρίση, που σε πείσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, ορισμένοι άνθρωποι εξακολουθούν να πράττουν το σωστό και το δύσκολο, να πορεύονται με ευθύνη και ήθος, να υπερβαίνουν τις ειδήσεις των οκτώ.
Αυτή η παράλληλη Ελλάδα, όπως εύστοχα γράφει ο Γιώργος Γραμματικάκης, «είναι η πραγματική Ελλάδα, η μόνη Ελλάδα». Μια Ελλάδα που δεν φοβάται τον φόβο.
Η κατάθλιψη απειλεί το άτομο που προσπαθεί να ξεφύγει από τον εαυτό του, όπως η αμαρτία απειλούσε την ψυχή που στρεφόταν στο Θεό, εκεί που έδραζε η ενοχή του ανθρώπου διχασμένη από τη σύγκρουση.
Πέραν από μια συναισθηματική οδύνη, η κατάθλιψη είναι ένας τρόπος ζωής, επώδυνος, βασανιστικός, αλλά τρόπος ζωής. Το βασικό στοιχείο της ατομικότητας κατά τη διάρκεια του 2ου μισού του 20ού αιώνα μέχρι τις μέρες μας, είναι η αναμέτρηση μεταξύ της απεριόριστης δυνατότητάς μας και του βιώματος του ανεξέλεγκτου.
Η μαζική επικράτηση της κατάθλιψης ανέδειξε ανάγλυφα αυτές τις εντάσεις που δημιουργήθηκαν από αυτή την αναμέτρηση.
Το ανεξέλεγκτο προέρχεται από τη σταθερή παραβίαση ηθικών κανόνων, αρχών, των διαγενεακών πολιτισμικών κωδίκων, ωθώντας τον σύγχρονο άνθρωπο στη φαντασίωση παντοδυναμίας της αυτό-πραγμάτωσης, της άμετρης ικανοποίησης κάθε επιθυμίας του: “sky is the limit”!
Το άτομο πιστεύει λανθασμένα ότι είναι ο συγγραφέας της ζωής του, ενώ παραμένει ένα υποκείμενο με διπλή υπόσταση: είναι ο ηθοποιός και ο ασθενής της ζωής (του).
Αν, όπως σκεπτόταν ο Φρόυντ «ο άνθρωπος γίνεται νευρωτικός διότι δεν μπορεί να ελέγξει το βαθμό ματαιώσεων που του επιβάλλονται από την κοινωνία», γίνεται καταθλιπτικός διότι πρέπει να ανεχθεί την αυταπάτη ότι όλα είναι δυνατά!
Αυτή η τρελή και απάνθρωπη απαίτηση να είμαστε αυτό-δημιούργητοι, αποδοτικοί, όμορφοι, ζωντανοί, γεμάτοι ενέργεια και υγεία, αποτελεί τη σύγχρονη εξίσωση του «ατόμου χωρίς ιδιότητες» (R. Musil), μια δήθεν ψυχική απελευθέρωση και ατομική πρωτοβουλία, ανασφάλεια ταυτότητας και ανικανότητα περισυλλογής, αναστοχασμού και δράσης.
Η κατάθλιψη είναι ο φρουρός του ατόμου χωρίς οδηγό, είναι όχι μόνο η οδύνη του, αλλά το βαρύ αντίτιμο της ανάπτυξης και σπατάλης της ενέργειάς του, προσπαθώντας να κατακτήσει το ΑΔΥΝΑΤΟ.
Η κραυγή του γίνεται ζωντανή ύλη, ενορμήσεις ζωής, δράσης, συλλογικότητας, ανατροπής αυτών των κραυγαλέων κοινωνικών ανισοτήτων.
Γίνεται μια επένδυση στην ελπίδα, στους δεσμούς, στην προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον.