Για να ορίσουμε την πρόοδο, πρέπει να έχουμε κάποιο κριτήριο, κάποια βάση ή αφετηρία. Σε μία αριθμητική πρόοδο αρχίζουμε από κάποιον αριθμό και ανεβαίνουμε. Και για να διαπιστώσουμε αν υφίσταται πρόοδος σε κάτι, πρέπει να ξεκινήσουμε από κάπου. Αν ένας μαθητής έπαιρνε 11 και τώρα παίρνει 16, λέμε (και σωστά) ότι προόδευσε. Κι αν ένας αθλητής πηδούσε 2 μέτρα και τώρα πέρασε τα 2,15, σίγουρα υπάρχει πρόοδος.
Αν όμως στον αθλητή μας βάλουμε τον πήχη στα 3 μέτρα και δεν τα πηδήσει, τότε μπορούμε να αγνοήσουμε τα 2,15 και να πούμε πως απέτυχε – και μάλιστα έμεινε 85 εκατοστά κάτω από τον στόχο. Δηλαδή, χάλια!
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η βάση του “μύθου”. Βάζουμε τον πήχη πολύ ψηλά και μετά θρηνούμε επειδή αποτύχαμε. Παραγνωρίζουμε – ή δεν αξιολογούμε- αυτά που έχουμε κατορθώσει, και κρίνουμε μόνο με βάση τα όσα (κατά τη γνώμη μας) θα έπρεπε να είχαμε καταφέρει.
Τι θα έπρεπε να έχουμε καταφέρει; Μα τα πάντα: να είναι όλοι οι άνθρωποι στον πλανήτη ευτυχείς, υγιείς, εύποροι, χορτάτοι, ελεύθεροι, χαρούμενοι (ενδεχομένως και αθάνατοι) και να ζούνε σε μία φύση απείραχτη, παρθένα, καθαρή κτλ. κτλ. Δηλαδή να έχουμε πραγματοποιήσει μία κατάσταση ουτοπίας.
Οι αντίπαλοι της προόδου παίρνουν σαν μέτρο μερικές ουτοπικές φαντασιώσεις που είχαν οραματιστεί οι υπεραισιόδοξοι στοχαστές του 18ου και 19ου αιώνα (τότε που πίστευαν ότι η επιστήμη θα λύσει αμέσως όλα τα προβλήματα όλων). Συγκρίνοντας με αυτές τη σημερινή πραγματικότητα, δηλώνουν ότι αποτύχαμε. Η επιστήμη δεν έφερε τον παράδεισο- μερικοί μάλιστα ισχυρίζονται ότι έφερε την κόλαση.
Για μένα όμως υπάρχει μόνο ένα μέτρο και κριτήριο της προόδου: το παρελθόν, το πρότερον, που έλεγαν οι Αρχαίοι. Τον μαθητή που παίρνει τώρα 16 δεν θα τον κρίνω με βάση το 20, αλλά το 11 που έπαιρνε μέχρι σήμερα.
Και σε σχέση με το παρελθόν έχουμε κάνει τεράστιες προόδους, σε όλους τους τομείς. Όχι μόνο στην επιστήμη και την τεχνολογία (εκεί δεν το αρνούνται ούτε οι πιο φανατικοί αντιρρησίες – και πώς θα μπορούσαν;), αλλά και στους καθαρά ανθρωπιστικούς και ανθρώπινους δείκτες.
Ας αρχίσουμε από τα βασικά: πριν μόλις 200 χρόνια η δουλεία ήταν νόμιμη (ναι, όλοι οι σοφοί μας αρχαίοι τη θεωρούσαν φυσικό πράγμα). Πριν 100 χρόνια ο μέσος όρος ζωής στον πλανήτη ήταν 30 χρόνια – τώρα είναι 67.
Πριν 100 χρόνια μόνο σε πέντε κράτη ψήφιζαν και εκλέγανε τους ηγέτες τους – τώρα είναι 122. Σύμφωνοι, πολλές εκλογές είναι στημένες, και πολλές δημοκρατίες είναι μόνο κατ’ όνομα – αλλά πρόοδος υπάρχει. Πριν 100 χρόνια η μισή υφήλιος ήταν αποικίες μερικών κρατών – τώρα δεν υπάρχει πια καμία.
Στη δεκαετία του’50 στο Λονδίνο δεν μπορούσες να αναπνεύσεις από την πράσινη ομίχλη-μπιζελόσουπα (smog, pea-soup) και ο Τάμεσης ήταν δηλητήριο. Τώρα ο αέρας είναι καθαρός και ο Τάμεσης γεμάτος ψάρια. Το 1970 το 36% των ανθρώπων στις αναπτυσσόμενες χώρες λιμοκτονούσε – το 1996 το ποσοστό είχε πέσει στο 18% και σήμερα υπολογίζεται στο 12%.
Θα μου πείτε ότι και αυτό το 12% σημαίνει αφάνταστη δυστυχία και είναι ντροπή για την ανθρωπότητα. Συμφωνώ απόλυτα – αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω ότι μειώθηκε στο ένα τρίτο και ότι άρα υπήρξε κάποια πρόοδος. Ότι, σύμφωνα με τις στατιστικές του ΟΗΕ, στα τελευταία πενήντα χρόνια έχουμε μειώσει την παγκόσμια φτώχεια περισσότερο από ό,τι στα τελευταία πεντακόσια.
Ακόμα και στα θέματα του περιβάλλοντος (οι περισσότεροι αρνητές της προόδου είναι φανατικοί οικολόγοι), παρ’ όλη την πλύση εγκεφάλου που μας κάνουν τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Χάρη στην ευαισθητοποίηση και τις νέες τεχνολογίες, είμαστε σε καλύτερη κατάσταση σήμερα από όσο πριν μερικές δεκαετίες. (Τη χειρότερη ρύπανση την έχω ζήσει στην Ανατολική Ευρώπη από το ’70 ως το ’90!) Όσοι χρειάζονται στοιχεία για την πραγματική κατάσταση του περιβάλλοντος, υπάρχουν 500 σελίδες, 175 πίνακες και 2.930 υποσημειώσεις, στο μνημειώδες σύγγραμμα του καθηγητή της στατιστικής Bjorn Lomborg.
Γιατί όμως τότε αυτή η επίμονη άρνηση της προόδου, αυτή η περιφρόνηση για τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας; Πρώτον, από άγνοια — οι περισσότεροι αγνοούν την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων. Δεύτερον, από την τάση των μαζικών μέσων να τονίζουν πάντα το αρνητικό και να καταστροφολογούν. Τρίτον από μόδα: ήδη πριν 150 χρόνια ο Flaubert έγραφε στο λεξικό του: «Εποχή (η δική μας): να εξοργίζεται κανείς μαζί της. Να παραπονιέται διότι δεν είναι ποιητική. Να την ονομάζει εποχή μετάβασης και παρακμής».
πηγη
Αν όμως στον αθλητή μας βάλουμε τον πήχη στα 3 μέτρα και δεν τα πηδήσει, τότε μπορούμε να αγνοήσουμε τα 2,15 και να πούμε πως απέτυχε – και μάλιστα έμεινε 85 εκατοστά κάτω από τον στόχο. Δηλαδή, χάλια!
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η βάση του “μύθου”. Βάζουμε τον πήχη πολύ ψηλά και μετά θρηνούμε επειδή αποτύχαμε. Παραγνωρίζουμε – ή δεν αξιολογούμε- αυτά που έχουμε κατορθώσει, και κρίνουμε μόνο με βάση τα όσα (κατά τη γνώμη μας) θα έπρεπε να είχαμε καταφέρει.
Τι θα έπρεπε να έχουμε καταφέρει; Μα τα πάντα: να είναι όλοι οι άνθρωποι στον πλανήτη ευτυχείς, υγιείς, εύποροι, χορτάτοι, ελεύθεροι, χαρούμενοι (ενδεχομένως και αθάνατοι) και να ζούνε σε μία φύση απείραχτη, παρθένα, καθαρή κτλ. κτλ. Δηλαδή να έχουμε πραγματοποιήσει μία κατάσταση ουτοπίας.
Οι αντίπαλοι της προόδου παίρνουν σαν μέτρο μερικές ουτοπικές φαντασιώσεις που είχαν οραματιστεί οι υπεραισιόδοξοι στοχαστές του 18ου και 19ου αιώνα (τότε που πίστευαν ότι η επιστήμη θα λύσει αμέσως όλα τα προβλήματα όλων). Συγκρίνοντας με αυτές τη σημερινή πραγματικότητα, δηλώνουν ότι αποτύχαμε. Η επιστήμη δεν έφερε τον παράδεισο- μερικοί μάλιστα ισχυρίζονται ότι έφερε την κόλαση.
Για μένα όμως υπάρχει μόνο ένα μέτρο και κριτήριο της προόδου: το παρελθόν, το πρότερον, που έλεγαν οι Αρχαίοι. Τον μαθητή που παίρνει τώρα 16 δεν θα τον κρίνω με βάση το 20, αλλά το 11 που έπαιρνε μέχρι σήμερα.
Και σε σχέση με το παρελθόν έχουμε κάνει τεράστιες προόδους, σε όλους τους τομείς. Όχι μόνο στην επιστήμη και την τεχνολογία (εκεί δεν το αρνούνται ούτε οι πιο φανατικοί αντιρρησίες – και πώς θα μπορούσαν;), αλλά και στους καθαρά ανθρωπιστικούς και ανθρώπινους δείκτες.
Ας αρχίσουμε από τα βασικά: πριν μόλις 200 χρόνια η δουλεία ήταν νόμιμη (ναι, όλοι οι σοφοί μας αρχαίοι τη θεωρούσαν φυσικό πράγμα). Πριν 100 χρόνια ο μέσος όρος ζωής στον πλανήτη ήταν 30 χρόνια – τώρα είναι 67.
Πριν 100 χρόνια μόνο σε πέντε κράτη ψήφιζαν και εκλέγανε τους ηγέτες τους – τώρα είναι 122. Σύμφωνοι, πολλές εκλογές είναι στημένες, και πολλές δημοκρατίες είναι μόνο κατ’ όνομα – αλλά πρόοδος υπάρχει. Πριν 100 χρόνια η μισή υφήλιος ήταν αποικίες μερικών κρατών – τώρα δεν υπάρχει πια καμία.
Στη δεκαετία του’50 στο Λονδίνο δεν μπορούσες να αναπνεύσεις από την πράσινη ομίχλη-μπιζελόσουπα (smog, pea-soup) και ο Τάμεσης ήταν δηλητήριο. Τώρα ο αέρας είναι καθαρός και ο Τάμεσης γεμάτος ψάρια. Το 1970 το 36% των ανθρώπων στις αναπτυσσόμενες χώρες λιμοκτονούσε – το 1996 το ποσοστό είχε πέσει στο 18% και σήμερα υπολογίζεται στο 12%.
Θα μου πείτε ότι και αυτό το 12% σημαίνει αφάνταστη δυστυχία και είναι ντροπή για την ανθρωπότητα. Συμφωνώ απόλυτα – αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω ότι μειώθηκε στο ένα τρίτο και ότι άρα υπήρξε κάποια πρόοδος. Ότι, σύμφωνα με τις στατιστικές του ΟΗΕ, στα τελευταία πενήντα χρόνια έχουμε μειώσει την παγκόσμια φτώχεια περισσότερο από ό,τι στα τελευταία πεντακόσια.
Ακόμα και στα θέματα του περιβάλλοντος (οι περισσότεροι αρνητές της προόδου είναι φανατικοί οικολόγοι), παρ’ όλη την πλύση εγκεφάλου που μας κάνουν τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Χάρη στην ευαισθητοποίηση και τις νέες τεχνολογίες, είμαστε σε καλύτερη κατάσταση σήμερα από όσο πριν μερικές δεκαετίες. (Τη χειρότερη ρύπανση την έχω ζήσει στην Ανατολική Ευρώπη από το ’70 ως το ’90!) Όσοι χρειάζονται στοιχεία για την πραγματική κατάσταση του περιβάλλοντος, υπάρχουν 500 σελίδες, 175 πίνακες και 2.930 υποσημειώσεις, στο μνημειώδες σύγγραμμα του καθηγητή της στατιστικής Bjorn Lomborg.
Γιατί όμως τότε αυτή η επίμονη άρνηση της προόδου, αυτή η περιφρόνηση για τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας; Πρώτον, από άγνοια — οι περισσότεροι αγνοούν την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων. Δεύτερον, από την τάση των μαζικών μέσων να τονίζουν πάντα το αρνητικό και να καταστροφολογούν. Τρίτον από μόδα: ήδη πριν 150 χρόνια ο Flaubert έγραφε στο λεξικό του: «Εποχή (η δική μας): να εξοργίζεται κανείς μαζί της. Να παραπονιέται διότι δεν είναι ποιητική. Να την ονομάζει εποχή μετάβασης και παρακμής».