ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ συμβούλιο της Μόντσα στην Ιταλία απαγόρευσε στους ιδιοκτήτες κατοικίδιων ζώων να έχουν χρυσόψαρα μέσα σε στρογγυλές γυάλες. Ο εισηγητής του μέτρου εξήγησε ότι είναι άκαρδο να κρατάς ένα χρυσόψαρο σε γυάλα με καμπύλες επιφάνειες, καθώς έτσι το ψάρι, κοιτώντας έξω, θα έχει μια παραμορφωμένη άποψη της πραγματικότητας. Αλλά εμείς πώς ξέρουμε ότι η δική μας εικόνα της πραγματικότητας είναι αληθινή και απαραμόρφωτη;
Άραγε, δεν θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε και εμείς στο εσωτερικό μιας μεγάλης γυάλας για «χρυσόψαρα», με αποτέλεσμα την παραμόρφωση και της δικής μας οπτικής από έναν πελώριο φακό; Η εικόνα της πραγματικότητας για ένα χρυσόψαρο διαφέρει από τη δική μας, αλλά πώς είμαστε τόσο σίγουροι ότι εκείνη είναι λιγότερο πραγματική;
Ίσως η οπτική του χρυσόψαρου να απέχει από τη δική μας, ωστόσο θα μπορούσε και αυτό να διατυπώσει επιστημονικούς νόμους που θα διέπουν την κίνηση όσων αντικειμένων παρατηρεί έξω από τη γυάλα του. Για παράδειγμα, ένα αντικείμενο που θα παρατηρούσαμε να κινείται σε ευθεία γραμμή, εξαιτίας της παραμόρφωσης θα φαινόταν στα μάτια του χρυσόψαρου να διαγράφει καμπύλη τροχιά. Παρ’ όλα αυτά, το χρυσόψαρο θα μπορούσε να διατυπώσει επιστημονικούς νόμους βασισμένους στο παραμορφωμένο του σύστημα αναφοράς, οι οποίοι θα ίσχυαν σε κάθε περίπτωση, επιτρέποντάς του να πραγματοποιεί προβλέψεις σχετικά με τη μελλοντική κίνηση αντικειμένων εκτός γυάλας. Οι νόμοι του, βέβαια, θα ήταν περισσότερο περίπλοκοι από τους νόμους στο δικό μας σύστημα αναφοράς, η απλότητα όμως είναι θέμα γούστου. Αν το χρυσόψαρο διατύπωνε μια τέτοια θεωρία, τότε δεν θα είχαμε άλλη επιλογή από το να αποδεχθούμε την οπτική του χρυσόψαρου ως μια έγκυρη απεικόνιση της πραγματικότητας.
‘Ενα άλλο είδος εναλλακτικής πραγματικότητας βρίσκουμε στην ταινία επιστημονικής φαντασίας The Matrix, όπου η ανθρωπότητα ζει, δίχως να το γνωρίζει, σε μια προσομοιωμένη εικονική πραγματικότητα δημιουργημένη από ευφυείς υπολογιστές, προκειμένου οι άνθρωποι να διατηρούνται σε μια κατάσταση μακάριας ικανοποίησης, ενώ οι υπολογιστές τούς στραγγίζουν από τη βιοηλεκτρική τους ενέργεια —ό,τι, τέλος πάντων, σημαίνει αυτό. Μια τέτοια σύλληψη ενδέχεται να μην είναι και τόσο τραβηγμένη, αν λάβουμε υπόψη μας όλους αυτούς που προτιμούν να περνούν την ώρα τους στην προσομοιωμένη πραγματικότητα διαδικτυακών τόπων, όπως το Second Life. Πώς ξέρουμε ότι δεν είμαστε απλώς οι χαρακτήρες μιας υπολογιστικής σαπουνόπερας; Αν ζούσαμε σε έναν συνθετικό φανταστικό κόσμο, τα γεγονότα δεν θα είχαν απαραίτητα καμία λογική ή συνέπεια, ούτε και θα υπάκουαν σε νόμους. Οι εξωγήινοι που θα μας ήλεγχαν μπορεί να το έβρισκαν πιο ενδιαφέρον ή διασκεδαστικό να παρακολουθούν τις αντιδράσεις μας όταν θα βλέπαμε, για παράδειγμα, την πανσέληνο να σκίζεται στη μέση ή καθέναν που ακολουθεί δίαιτα να αναπτύσσει μια ακατάσχετη όρεξη για τούρτες. Αν όμως οι εξωγήινοι επέβαλλαν νόμους με συνέπεια, δεν θα υπήρχε τρόπος να διακρίνουμε το κατά πόσον θα μπορούσε να υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα πίσω από την προσομοιωμένη εκδοχή της. Στην περίπτωση αυτή, εύκολα θα χαρακτηρίζαμε τον κόσμο των εξωγήινων «αληθινό» και τον συνθετικό κόσμο «ψεύτικο». Αν όμως τα πλάσματα στον προσομοιωμένο κόσμο —όπως και εμείς— δεν είχαν τη δυνατότητα να παρατηρήσουν από έξω το σύμπαν τους, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να αμφιβάλλουν σχετικά με τις δικές τους απεικονίσεις της πραγματικότητας. Πρόκειται για τη σύγχρονη εκδοχή της ιδέας ότι όλοι είμαστε μυθολογήματα στο όνειρο κάποιου άλλου.
Τα παραπάνω παραδείγματα μας οδηγούν σε ένα συμπέρασμα το οποίο θα αποδειχθεί σημαντικό στο πλαίσιο του βιβλίου: Λεν υπάρχει έννοια της πραγματικότητας ανεξάρτητη από κάποια απεικόνιση ή μια θεωρία. Αντίθετα, εμείς θα υιοθετήσουμε την ιδέα την οποία θα ονομάσουμε «ρεαλισμό κατά το μοντέλο» —δηλαδή, ότι μια φυσική θεωρία ή ένα κοσμοείδωλο δεν είναι παρά ένα μοντέλο (μαθηματικού χαρακτήρα, γενικά) και ένα σύνολο κανόνων που συνδέουν τα στοιχεία του μοντέλου με τις παρατηρήσεις. Αυτό μας προσφέρει ένα πλαίσιο για την ερμηνεία της σύγχρονης επιστήμης.
Από την εποχή του Πλάτωνα και εξής, οι φιλόσοφοι ερίζουν σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας. Η κλασική επιστήμη βασίζεται στην πεποίθηση ότι υπάρχει ένας πραγματικός κόσμος έξω από εμάς, με ιδιότητες συγκεκριμένες και ανεξάρτητες από τον παρατηρητή ο οποίος τις συλλαμβάνει. Σύμφωνα με την κλασική επιστήμη, κάποια αντικείμενα υπάρχουν και διαθέτουν φυσικές ιδιότητες (όπως ταχύτητα και μάζα) με καλώς ορισμένες τιμές. Κατά την άποψη αυτή, οι θεωρίες μας συνιστούν απόπειρες περιγραφής των εν λόγω αντικειμένων και των ιδιοτήτων τους, οι δε μετρήσεις και οι αισθητήριες αντιλήψεις μας αντιστοιχούν σε αυτές. Τόσο ο παρατηρητής όσο και το παρατηρούμενο αντικείμενο ανήκουν σε έναν κόσμο με αντικειμενική ύπαρξη, και κάθε διάκριση ανάμεσά τους δεν είναι παρά συμβατική. Με άλλα λόγια, αν δούμε ένα κοπάδι ζέ-βρες να μαλώνουν για μια θέση στο πάρκινγκ, αυτό θα σημαίνει ότι ένα κοπάδι ζέβρες όντως μαλώνουν για μια θέση στο πάρκινγκ. Κάθε άλλος παρατηρητής που θα σταθεί για να κοιτάξει, θα μετρήσει τις ίδιες ιδιότητες· και το κοπάδι θα διαθέτει αυτές τις ιδιότητες είτε αποτελέσει είτε όχι αντικείμενο παρατήρησης. Στη φιλοσοφία, η πεποίθηση αυτή ονομάζεται ρεαλισμός (ή πραγματοκρατία).
Όσο δελεαστική και αν μας φαίνεται η οπτική του ρεαλισμού, θα δούμε αργότερα ότι οι γνώσεις μας στη σύγχρονη φυσική καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την υπεράσπισή του. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις αρχές της κβαντικής φυσικής, η οποία αποτελεί μια ακριβή περιγραφή της Φύσης, τα σωματίδια δεν διαθέτουν συγκεκριμένη θέση ή ταχύτητα, εκτός αν, και μέχρι να, μετρηθούν οι ποσότητες αυτές από κάποιον παρατηρητή. Κατά συνέπεια, δεν είναι σωστό να λέμε ότι μια μέτρηση μας δίνει συγκεκριμένο αποτέλεσμα, διότι η ποσότητα που μετράται έχει την εκάστοτε τιμή κατά τη χρονική στιγμή της μέτρησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, ακόμη και μεμονωμένα αντικείμενα δεν διαθέτουν καν ανεξάρτητη ύπαρξη, αλλά μάλλον υφίστανται ως μέρος ενός συνόλου πολλών τέτοιων αντικειμένων. Και αν αποδειχθεί σωστή μια θεωρία ονόματι ολογραφική αρχή, τότε εμείς και ο τετραδιάστατος κόσμος μας ενδέχεται να αποτελούμε σκιές πάνω στο σύνορο ενός μεγαλύτερου, πενταδιάστατου χωροχρόνου. Στην περίπτωση αυτή, η θέση μας στο Σύμπαν είναι κυριολεκτικά ανάλογη με εκείνη του χρυσόψαρου.
Οι «σκληροί» ρεαλιστές ισχυρίζονται συχνά πως απόδειξη ότι οι επιστημονικές θεωρίες αναπαριστούν την πραγματικότητα είναι η επιτυχία τους. Και όμως, διαφορετικές θεωρίες μπορούν να περιγράφουν με επιτυχία το ίδιο φαινόμενο μέσω διακριτών εννοιολογικών πλαισίων. Μάλιστα, πολλές επιστημονικές θεωρίες που είχαν αποδειχθεί επιτυχημένες αντικαταστάθηκαν από άλλες, εξίσου επιτυχημένες θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν σε εντελώς νέες έννοιες για την πραγματικότητα.
Παραδοσιακά, οι αντίπαλοι του ρεαλισμού ονομάζονται αντιρεαλιστές. Οι αντιρεαλιστές αποδέχονται τη διάκριση μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης. Κατά κανόνα, υποστηρίζουν ότι η παρατήρηση και το πείραμα έχουν ένα νόημα, αλλά οι θεωρίες δεν είναι τίποτα περισσότερο από χρήσιμα εργαλεία, τα οποία επ’ ουδενί δεν ενσωματώνουν βαθύτερες αλήθειες που υπόκεινται των παρατηρούμενων φαινομένων. Ορισμένοι αντιρεαλιστές φτάνουν στο σημείο να περιορίζουν την εμβέλεια της επιστήμης μόνο σε οντότητες που μπορούν να παρατηρηθούν. Αυτός ήταν και ο λόγος που, τον δέκατο ένατο αιώνα, πολλοί απέρριψαν την ιδέα των ατόμων, με το σκεπτικό ότι ποτέ μας δεν θα καταφέρναμε να δούμε μια τέτοια οντότητα. Ο George Berkeley (1685-1753); μάλιστα, έφτασε στο σημείο να πει ότι τίποτα δεν υπάρχει πέρα από τον νου και τις ιδέες του. Όταν κάποιος παρατήρησε στον δρα Samuel Johnson (1709 -1784); άγγλο συγγραφέα και λεξικογράφο, ότι ο ισχυρισμός του Berkeley μάλλον δεν μπορούσε να καταρριφθεί, λέγεται ότι η απάντηση του Johnson ήταν να πλησιάσει μια πέτρα και να την κλοτσήσει, αναφωνώντας: «Μόλις τον κατέρριψα». Φυσικά, ο πόνος που ένιωσε ο δρ Johnson στο πόδι του ήταν επίσης μια ιδέα στον νου του, οπότε στην πραγματικότητα δεν κατέρριψε τις ιδέες του Berkeley. Η ενέργεια του, όμως, φωτίζει την άποψη του φιλοσόφου David Hume (1711 -1776), ο οποίος είχε γράψει ότι, αν και δεν υπάρχει ορθολογική βάση για την πίστη στην αντικειμενική πραγματικότητα, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να συμπεριφερόμαστε σαν αυτή να ήταν αληθινή.
Χώκινς, Το μεγάλο σχέδιο
πηγη
Άραγε, δεν θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε και εμείς στο εσωτερικό μιας μεγάλης γυάλας για «χρυσόψαρα», με αποτέλεσμα την παραμόρφωση και της δικής μας οπτικής από έναν πελώριο φακό; Η εικόνα της πραγματικότητας για ένα χρυσόψαρο διαφέρει από τη δική μας, αλλά πώς είμαστε τόσο σίγουροι ότι εκείνη είναι λιγότερο πραγματική;
Ίσως η οπτική του χρυσόψαρου να απέχει από τη δική μας, ωστόσο θα μπορούσε και αυτό να διατυπώσει επιστημονικούς νόμους που θα διέπουν την κίνηση όσων αντικειμένων παρατηρεί έξω από τη γυάλα του. Για παράδειγμα, ένα αντικείμενο που θα παρατηρούσαμε να κινείται σε ευθεία γραμμή, εξαιτίας της παραμόρφωσης θα φαινόταν στα μάτια του χρυσόψαρου να διαγράφει καμπύλη τροχιά. Παρ’ όλα αυτά, το χρυσόψαρο θα μπορούσε να διατυπώσει επιστημονικούς νόμους βασισμένους στο παραμορφωμένο του σύστημα αναφοράς, οι οποίοι θα ίσχυαν σε κάθε περίπτωση, επιτρέποντάς του να πραγματοποιεί προβλέψεις σχετικά με τη μελλοντική κίνηση αντικειμένων εκτός γυάλας. Οι νόμοι του, βέβαια, θα ήταν περισσότερο περίπλοκοι από τους νόμους στο δικό μας σύστημα αναφοράς, η απλότητα όμως είναι θέμα γούστου. Αν το χρυσόψαρο διατύπωνε μια τέτοια θεωρία, τότε δεν θα είχαμε άλλη επιλογή από το να αποδεχθούμε την οπτική του χρυσόψαρου ως μια έγκυρη απεικόνιση της πραγματικότητας.
‘Ενα άλλο είδος εναλλακτικής πραγματικότητας βρίσκουμε στην ταινία επιστημονικής φαντασίας The Matrix, όπου η ανθρωπότητα ζει, δίχως να το γνωρίζει, σε μια προσομοιωμένη εικονική πραγματικότητα δημιουργημένη από ευφυείς υπολογιστές, προκειμένου οι άνθρωποι να διατηρούνται σε μια κατάσταση μακάριας ικανοποίησης, ενώ οι υπολογιστές τούς στραγγίζουν από τη βιοηλεκτρική τους ενέργεια —ό,τι, τέλος πάντων, σημαίνει αυτό. Μια τέτοια σύλληψη ενδέχεται να μην είναι και τόσο τραβηγμένη, αν λάβουμε υπόψη μας όλους αυτούς που προτιμούν να περνούν την ώρα τους στην προσομοιωμένη πραγματικότητα διαδικτυακών τόπων, όπως το Second Life. Πώς ξέρουμε ότι δεν είμαστε απλώς οι χαρακτήρες μιας υπολογιστικής σαπουνόπερας; Αν ζούσαμε σε έναν συνθετικό φανταστικό κόσμο, τα γεγονότα δεν θα είχαν απαραίτητα καμία λογική ή συνέπεια, ούτε και θα υπάκουαν σε νόμους. Οι εξωγήινοι που θα μας ήλεγχαν μπορεί να το έβρισκαν πιο ενδιαφέρον ή διασκεδαστικό να παρακολουθούν τις αντιδράσεις μας όταν θα βλέπαμε, για παράδειγμα, την πανσέληνο να σκίζεται στη μέση ή καθέναν που ακολουθεί δίαιτα να αναπτύσσει μια ακατάσχετη όρεξη για τούρτες. Αν όμως οι εξωγήινοι επέβαλλαν νόμους με συνέπεια, δεν θα υπήρχε τρόπος να διακρίνουμε το κατά πόσον θα μπορούσε να υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα πίσω από την προσομοιωμένη εκδοχή της. Στην περίπτωση αυτή, εύκολα θα χαρακτηρίζαμε τον κόσμο των εξωγήινων «αληθινό» και τον συνθετικό κόσμο «ψεύτικο». Αν όμως τα πλάσματα στον προσομοιωμένο κόσμο —όπως και εμείς— δεν είχαν τη δυνατότητα να παρατηρήσουν από έξω το σύμπαν τους, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να αμφιβάλλουν σχετικά με τις δικές τους απεικονίσεις της πραγματικότητας. Πρόκειται για τη σύγχρονη εκδοχή της ιδέας ότι όλοι είμαστε μυθολογήματα στο όνειρο κάποιου άλλου.
Τα παραπάνω παραδείγματα μας οδηγούν σε ένα συμπέρασμα το οποίο θα αποδειχθεί σημαντικό στο πλαίσιο του βιβλίου: Λεν υπάρχει έννοια της πραγματικότητας ανεξάρτητη από κάποια απεικόνιση ή μια θεωρία. Αντίθετα, εμείς θα υιοθετήσουμε την ιδέα την οποία θα ονομάσουμε «ρεαλισμό κατά το μοντέλο» —δηλαδή, ότι μια φυσική θεωρία ή ένα κοσμοείδωλο δεν είναι παρά ένα μοντέλο (μαθηματικού χαρακτήρα, γενικά) και ένα σύνολο κανόνων που συνδέουν τα στοιχεία του μοντέλου με τις παρατηρήσεις. Αυτό μας προσφέρει ένα πλαίσιο για την ερμηνεία της σύγχρονης επιστήμης.
Από την εποχή του Πλάτωνα και εξής, οι φιλόσοφοι ερίζουν σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας. Η κλασική επιστήμη βασίζεται στην πεποίθηση ότι υπάρχει ένας πραγματικός κόσμος έξω από εμάς, με ιδιότητες συγκεκριμένες και ανεξάρτητες από τον παρατηρητή ο οποίος τις συλλαμβάνει. Σύμφωνα με την κλασική επιστήμη, κάποια αντικείμενα υπάρχουν και διαθέτουν φυσικές ιδιότητες (όπως ταχύτητα και μάζα) με καλώς ορισμένες τιμές. Κατά την άποψη αυτή, οι θεωρίες μας συνιστούν απόπειρες περιγραφής των εν λόγω αντικειμένων και των ιδιοτήτων τους, οι δε μετρήσεις και οι αισθητήριες αντιλήψεις μας αντιστοιχούν σε αυτές. Τόσο ο παρατηρητής όσο και το παρατηρούμενο αντικείμενο ανήκουν σε έναν κόσμο με αντικειμενική ύπαρξη, και κάθε διάκριση ανάμεσά τους δεν είναι παρά συμβατική. Με άλλα λόγια, αν δούμε ένα κοπάδι ζέ-βρες να μαλώνουν για μια θέση στο πάρκινγκ, αυτό θα σημαίνει ότι ένα κοπάδι ζέβρες όντως μαλώνουν για μια θέση στο πάρκινγκ. Κάθε άλλος παρατηρητής που θα σταθεί για να κοιτάξει, θα μετρήσει τις ίδιες ιδιότητες· και το κοπάδι θα διαθέτει αυτές τις ιδιότητες είτε αποτελέσει είτε όχι αντικείμενο παρατήρησης. Στη φιλοσοφία, η πεποίθηση αυτή ονομάζεται ρεαλισμός (ή πραγματοκρατία).
Όσο δελεαστική και αν μας φαίνεται η οπτική του ρεαλισμού, θα δούμε αργότερα ότι οι γνώσεις μας στη σύγχρονη φυσική καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την υπεράσπισή του. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις αρχές της κβαντικής φυσικής, η οποία αποτελεί μια ακριβή περιγραφή της Φύσης, τα σωματίδια δεν διαθέτουν συγκεκριμένη θέση ή ταχύτητα, εκτός αν, και μέχρι να, μετρηθούν οι ποσότητες αυτές από κάποιον παρατηρητή. Κατά συνέπεια, δεν είναι σωστό να λέμε ότι μια μέτρηση μας δίνει συγκεκριμένο αποτέλεσμα, διότι η ποσότητα που μετράται έχει την εκάστοτε τιμή κατά τη χρονική στιγμή της μέτρησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, ακόμη και μεμονωμένα αντικείμενα δεν διαθέτουν καν ανεξάρτητη ύπαρξη, αλλά μάλλον υφίστανται ως μέρος ενός συνόλου πολλών τέτοιων αντικειμένων. Και αν αποδειχθεί σωστή μια θεωρία ονόματι ολογραφική αρχή, τότε εμείς και ο τετραδιάστατος κόσμος μας ενδέχεται να αποτελούμε σκιές πάνω στο σύνορο ενός μεγαλύτερου, πενταδιάστατου χωροχρόνου. Στην περίπτωση αυτή, η θέση μας στο Σύμπαν είναι κυριολεκτικά ανάλογη με εκείνη του χρυσόψαρου.
Οι «σκληροί» ρεαλιστές ισχυρίζονται συχνά πως απόδειξη ότι οι επιστημονικές θεωρίες αναπαριστούν την πραγματικότητα είναι η επιτυχία τους. Και όμως, διαφορετικές θεωρίες μπορούν να περιγράφουν με επιτυχία το ίδιο φαινόμενο μέσω διακριτών εννοιολογικών πλαισίων. Μάλιστα, πολλές επιστημονικές θεωρίες που είχαν αποδειχθεί επιτυχημένες αντικαταστάθηκαν από άλλες, εξίσου επιτυχημένες θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν σε εντελώς νέες έννοιες για την πραγματικότητα.
Παραδοσιακά, οι αντίπαλοι του ρεαλισμού ονομάζονται αντιρεαλιστές. Οι αντιρεαλιστές αποδέχονται τη διάκριση μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης. Κατά κανόνα, υποστηρίζουν ότι η παρατήρηση και το πείραμα έχουν ένα νόημα, αλλά οι θεωρίες δεν είναι τίποτα περισσότερο από χρήσιμα εργαλεία, τα οποία επ’ ουδενί δεν ενσωματώνουν βαθύτερες αλήθειες που υπόκεινται των παρατηρούμενων φαινομένων. Ορισμένοι αντιρεαλιστές φτάνουν στο σημείο να περιορίζουν την εμβέλεια της επιστήμης μόνο σε οντότητες που μπορούν να παρατηρηθούν. Αυτός ήταν και ο λόγος που, τον δέκατο ένατο αιώνα, πολλοί απέρριψαν την ιδέα των ατόμων, με το σκεπτικό ότι ποτέ μας δεν θα καταφέρναμε να δούμε μια τέτοια οντότητα. Ο George Berkeley (1685-1753); μάλιστα, έφτασε στο σημείο να πει ότι τίποτα δεν υπάρχει πέρα από τον νου και τις ιδέες του. Όταν κάποιος παρατήρησε στον δρα Samuel Johnson (1709 -1784); άγγλο συγγραφέα και λεξικογράφο, ότι ο ισχυρισμός του Berkeley μάλλον δεν μπορούσε να καταρριφθεί, λέγεται ότι η απάντηση του Johnson ήταν να πλησιάσει μια πέτρα και να την κλοτσήσει, αναφωνώντας: «Μόλις τον κατέρριψα». Φυσικά, ο πόνος που ένιωσε ο δρ Johnson στο πόδι του ήταν επίσης μια ιδέα στον νου του, οπότε στην πραγματικότητα δεν κατέρριψε τις ιδέες του Berkeley. Η ενέργεια του, όμως, φωτίζει την άποψη του φιλοσόφου David Hume (1711 -1776), ο οποίος είχε γράψει ότι, αν και δεν υπάρχει ορθολογική βάση για την πίστη στην αντικειμενική πραγματικότητα, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να συμπεριφερόμαστε σαν αυτή να ήταν αληθινή.
Χώκινς, Το μεγάλο σχέδιο