Εμένα που διδάχτηκα ν’ ακμάζω και να ζω για τον εαυτό μου. (ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)
Τις γνώμες μου, λοιπόν, τις βρίσκω απέραντα τολμηρές και ανένδοτες στην καταδίκη της ανεπάρκειάς μου. Αληθινά, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, αυτό επίσης είναι ένα θέμα όπου ασκώ την κρίση μου. Όλοι οι άνθρωποι κοιτάζουν ό,τι βρίσκεται μπροστά τους· εγώ κοιτάζω μέσα μου, καρφώνω και απασχολώ την κρίση μου εκεί. Καθένας κοιτάζει μπροστά του, εγώ κοιτάζω μέσα μου: δεν έχω να με απασχολεί άλλος εκτός από τον εαυτό μου· τον εαυτό μου παρατηρώ αδιάκοπα, τον εαυτό μου ελέγχω, τον εαυτό μου γεύομαι. Οι άλλοι άνθρωποι πηγαίνουν πάντα αλλού (πράγμα που θα διαπιστώσουν, αν καθίσουν να σκεφτούν), πηγαίνουν πάντα κατά μπροστά,
κανείς δεν δοκιμάζει να κατέβει μέσα στον εαυτό του εγώ κυλιέμαι στον εαυτό μου τον ίδιο. (ΠΕΡΣΙΟΣ)
Μπορεί η συνεχής συναναστροφή μου με τους αρχαίους τρόπους σκέψεις και η ιδέα (που σχημάτισα) για εκείνα τα πλούσια πνεύματα του παρελθόντος, να με αηδιάζει και για τους άλλους και για τον εαυτό μου τον ίδιο· μπορεί ακόμα να ζούμε πράγματι σε έναν αιώνα που παράγει πολύ μέτρια πράγματα μόνο· όπως και αν είναι δεν γνωρίζω τίποτα άξιο μεγάλου θαυμασμού· επίσης, δεν γνωρίζω παρά ελάχιστους ανθρώπους με την οικειότητα που χρειάζεται, για να μπορώ να τους κρίνω· και εκείνοι, με τους οποίους η κοινωνική μου θέση με φέρνει σε συνάφεια συνηθέστερα, είναι – στην πλειονότητά τους – άτομα που λίγο νοιάζονται για την καλλιέργεια της ψυχής και στα οποία δεν προτείνεται άλλη μακαριότητα από την προβολή της τιμής τους και άλλη τελειότητα από την αντρειοσύνη. Ό,τι όμορφο βλέπω σε άλλους, το παινεύω και το εκτιμώ ευχαρίστως· και μάλιστα, υπερθεματίζω συχνά σε όσα σχετικά νομίζω και επιτρέπω στον εαυτό μου να ψεύδεται μέχρις αυτού του ορίου, επειδή δεν είμαι διόλου ικανός να εφευρίσκω πράγματα ψεύτικα. Πρόθυμα καταθέτω την μαρτυρία μου για τους φίλους μου σε ό,τι βρίσκω αξιέπαινο· και από μια οργιά αξία, πρόθυμα φτιάχνω μια οργιά και μισή. Να τους αποδώσω όμως χαρίσματα που δεν διαθέτουν, δεν το μπορώ· ούτε να τους υπερασπιστώ ανοιχτά για ατέλειες που έχουν.
Ακόμα και στους εχθρούς μου, με παρρησία αποδίδω τη μαρτυρία τιμής που τους οφείλω. Οι συμπάθειές μου αλλάζουν· η κρίση μου, όχι. Και καθόλου δεν συγχέω τη διαμάχη μου με άλλες περιστάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την κρίση μου. Είμαι μάλιστα, τόσο ζηλιάρης για την ελευθερία της κρίσης μου, ώστε δύσκολα μπορώ να την εγκαταλείψω για όποιο πάθος και αν πρόκειται. Βλάπτω περισσότερο τον εαυτό μου ψευδόμενος, απ’ ό,τι βλάπτω εκείνον για τον οποίο ψεύδομαι.
Γνωρίζω αρκετούς ανθρώπους που έχουν ποικίλα όμορφα χαρίσματα: άλλος οξύνοια, άλλος καρδιά, άλλος επιδεξιότητα, άλλος συνείδηση, άλλος ευγλωττία, άλλος γνώση, άλλος κάτι άλλο. Αλλά μεγάλο άντρα γενικά, που να έχει όλα αυτά τα όμορφα κομμάτια μαζί ή να είναι έξοχος σε τέτοιο βαθμό ώστε να πρέπει να μένουμε έκπληκτοι ή να τον συγκρίνουμε με τους μεγάλους του παρελθόντος που τιμούμε, η τύχη δεν με έκαμε να δω κανέναν.
Δεν ξέρω όμως πως συμβαίνει (και πάντως συμβαίνει πέραν πάσης αμφιβολίας) να βρίσκεται τόση κοινοτυπία και τέτοια νοητική αδυναμία σε εκείνους που επαγγέλλονται πως έχουν περισσότερη επάρκεια, οι οποίοι ανακατεύονται σε επαγγέλματα των γραμμάτων και σε καθήκοντα που εξαρτώνται από τα βιβλία, από ό,τι σε όποιο άλλο είδος ανθρώπων: είτε γιατί απαιτούμε και περιμένουμε περισσότερα από αυτούς και δεν μπορούμε να τους συγχωρήσουμε κοινά λάθη, είτε γιατί η γνώμη ότι είναι μορφωμένοι τους δίνει περισσότερη τόλμη να εμφανίζονται και να αποκαλύπτονται υπερβολικά, οπότε καταστρέφονται και προδίδονται, όπως ένας τεχνίτης επιδεικνύει πολύ καλύτερα την ανοησία του σε πλούσιο παρά σε ταπεινό υλικό που έχει στα χέρια του.
Ευχαρίστως επιστρέφω στο ζήτημα της κουταμάρας της αγωγής μας. Σκοπός της δεν ήταν να μας κάμει καλούς και σοφούς αλλά μορφωμένους: το κατάφερε. Δεν μας δίδαξε να ακολουθούμε και να εναγκαλιζόμαστε την αρετή και τη φρόνηση, αλλά αποτύπωσε μέσα μας την προέλευση και την ετοιμολογία των λέξεων. Ξέρουμε να κλίνουμε τη λέξη αρετή, αλλά δεν ξέρουμε πώς να την αγαπήσουμε.
Η αγωγή μας μας έμαθε τους ορισμούς, τις διαιρέσεις και τους μερισμούς της αρετής, όπως τις προσωνυμίες και τους κλάδους μιας γενεαλογίας, δίχως να την απασχολεί πέρα από αυτό να δημιουργήσει ανάμεσα σε εμάς και στην αρετή κάποια σχέση οικειότητας και στενή γνωριμία. Διάλεξε για τη μαθητεία μας όχι τα βιβλία που έχουν υγιέστερες και πιο αληθινές γνώμες, αλλά εκείνα που μιλούν τα καλύτερα ελληνικά και λατινικά. Και ανάμεσα σε όμορφες λέξεις, άδειασε στα μυαλά μας τις πιο ασήμαντες ιδιοτροπίες της Αρχαιότητας. Μια καλή αγωγή αλλάζει την κρίση και τον χαρακτήρα, όπως συνέβη στον Πολέμωνα, εκείνον τον έκλυτο νεαρό Έλληνα, που, αφού πήγε να ακούσει κατά τύχη ένα μάθημα του Ξενοκράτη, δεν παρατήρησε απλώς και μόνο την ευγλωττία και το τάλαντο του δασκάλου ούτε έφερε απλώς και μόνο στο σπίτι του τη γνώση κάποιου όμορφου θέματος, αλλά έναν καρπό πιο εμφανή και πιο στέρεο, ο οποίος υπήρξε η ξαφνική αλλαγή και βελτίωση της προηγούμενης ζωής του.
[Νέος δ’ ὢν ἀκόλαστός τε καί διακεχυμένος ἦν. Καί ποτε συνθέμενος τοῖς νέοις μεθύων καί ἐστεφανωμένος εἰς τήν Ξενοκράτους ἦξε σχολήν· ὁ δέ οὐδέν διατραπείς εἶρε τόν λόγον ὁμοίως· ἦν δέ περί σωφροσύνης. Ἀκοῦον δή το μειράκιον κατ’ ὀλιγον ἐθηράθη καί οὕτως ἐγένετο φιλόπονος] (ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, Πολέμων, Δ’, 16)
Ποιος ένιωσε ποτέ τέτοιο αποτέλεσμα από την εκπαίδευσή του;
Θα έκανες ότι παλιά ο Πολέμων,
όταν μεταστράφηκε; Θα παρατούσες άραγε τα δείγματα
της αρρώστιας σου,
καφαλόδεσμους, προσκέφαλα, περιλαίμια, όπως ανάσπασε,
πιωμένος καθώς λένε στα κρυφά απ’ το λαιμό του τ’ άνθινα
γιορτάνια,
αφού τον επιτίμησε η φωνή του ανάριστου δασκάλου; (ΟΡΑΤΙΟΣ)
Η λιγότερο αξιοκαταφρόνητη τάξη ανθρώπων μου φαίνεται πως είναι εκείνη που από απλότητα τοποθετείται στην τελευταία βαθμίδα και μας δείχνει πιο τακτοποιημένες σχέσεις. Τα ήθη και τα λόγια των χωρικών, τα βρίσκω συνήθως να συμφωνούν περισσότερο με τα κελεύσματα της αληθινής φιλοσοφίας από ό,τι τα ήθη και τα λόγια των φιλοσόφων.
Ο κοινός νους είναι σοφότερος, γιατί είναι τόσο σοφός όσο πρέπει. (ΛΑΚΤΑΝΤΙΟΣ)
ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝΤΑΙΝΙ, ΔΟΚΙΜΙΑ