Πόσες φορές χρησιμοποιείτε την λέξη «Πρέπει», όταν μιλάτε στον εαυτό σας; Έχετε αλήθεια αναρωτηθεί; «Πρέπει να προλάβω το λεωφορείο», «Πρέπει να είμαι στην ώρα μου», «Δεν πρέπει να κάνω λάθος», «Πρέπει να δώσω στο παιδί μου το καλύτερο», «Δεν πρέπει να με θεωρήσουν αδύναμο» είναι μερικές μόνο δηλώσεις που ενδεχομένως αναπαράγουμε συστηματικά.
Η λίστα των «πρέπει» τα οποία λέμε στον εαυτό μας, είναι ίσως ατελείωτη. Είναι όμως όλα χρήσιμα; Είναι όλα ρεαλιστικά; Ας επιχειρήσουμε να τα δούμε κάπως πιο αναλυτικά ξεκινώντας από έναν διαχωρισμό.
Τα λειτουργικά «Πρέπει»
Τα ονομάζω λειτουργικά γιατί αφορούν στην ουσία τους κοινά αποδεκτούς κανόνες, οι οποίοι, είτε προκύπτουν από την νομοθεσία και διασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, είτε έχουν μια γενικότερη ηθική βάση και ρυθμίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων.
Θα λέγαμε ότι είναι νόμοι, θεσμοθετημένοι ή άγραφοι που αποσκοπούν σε ένα γενικό καλό. «Δεν πρέπει να πετάμε τα σκουπίδια στο δρόμο», «Δεν πρέπει να περνάμε με κόκκινο το φανάρι», «Πρέπει να παραχωρούμε τη θέση μας στο λεωφορείο σε κάποιον που έχει ανάγκη».
Η παραβίαση των λειτουργικών πρέπει επιφέρει συνήθως συγκεκριμένες πραγματικές συνέπειες τις οποίες και υφιστάμεθα ενίοτε αν δεν τα ακολουθούμε. Συνέπειες είτε νομικές (πρόστιμο) είτε κοινωνικές (αποδοκιμασία από τρίτους, επίπληξη).
Τα δυσλειτουργικά πρέπει
Τα δυσλειτουργικά «Πρέπει» είναι μια λίγο πιο σύνθετη κατάσταση. Εδώ αναφερόμαστε σε κανόνες που εμείς οι ίδιοι έχουμε θεσπίσει για τον εαυτό μας.
Η υποχρεωτικότητα τήρησης τους αφορά, κατά την άποψη μας εμάς και μόνο. Είναι κανόνες απόλυτοι, άκαμπτοι, μη ρεαλιστικοί. Δεν τους έχουμε υιοθετήσει συνειδητά αλλά τους αποδεχόμαστε άκριτα ως απόλυτες αλήθειες.
Συχνά αφορούν ρήσεις, συμβουλές ή απαιτήσεις τρίτων από μας τα οποία ακούγαμε συστηματικά σε μικρότερη ηλικία. Μεγαλώνοντας τα εσωτερικεύουμε, τα κάνουμε δικούς μας κανόνες και τα υπηρετούμε πιστά.
Σε άλλες περιπτώσεις τα «Πρέπει» αυτά τα έχουμε δημιουργήσει σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουμε εμείς ένα σύστημα κανόνων, έναν τρόπο αυτοαξιολόγησης αλλά και αυτο-παρακίνησης, επειδή υπάρχει πλήρης απουσία σταθερού, λογικού υποστηρικτικού γονικού πλαισίου.
Καταλήγουμε λοιπόν και στις δύο περιπτώσεις να αξιολογούμε τον εαυτό μας βάσει αυτών των κανόνων αλλά και να νιώθουμε την υποχρέωση να μην παρεκκλίνουμε στο ελάχιστο, καθώς αυτό μεταφράζεται μέσα μας σε πλήρης αποτυχία. Θα αναφερθώ στα πιο κοινά δυσλειτουργικά πρέπει που συναντώ στην κλινική πρακτική.
Δεν πρέπει να κάνω λάθος
Η απόλυτη απαίτηση από το εαυτό μας να εμπίπτουν οι πράξεις μας πάντα στη σφαίρα του σωστού γίνεται μια βασανιστική διαδικασία. Πρώτον γιατί προσπαθούμε να αξιολογήσουμε κάθε μας απόφαση και κάθε μας κίνηση πάνω στο μέτρο του σωστού και του λάθους.
Προσπαθούμε να εφαρμόσουμε μια διχοτομική λογική, τύπου άσπρο – μαύρο σε μια ζωή που κατά βάση είναι πολύχρωμη. Αλλά και το ίδιο το κριτήριο μας είναι συχνά προβληματικό: Τα περισσότερα πράγματα δεν είναι σωστά ή λάθος. Αυτό που γίνεται ανυπόφορο για το άτομο είναι η αδυναμία του να αποδεχθεί ότι κάτι που επέλεξε ή έκανε μπορεί να εμπίψει – κατά δικά του πάντα κριτήρια - στη σφαίρα του λάθους. Εκεί μπορεί να νιώσει αποτυχημένος ή να φοβάται ότι κάτι καταστροφικό θα ακολουθήσει. Κατηγορεί τον εαυτό του, νιώθει τύψεις, δεν μπορεί να το αποδεχθεί.
Πρακτικά είναι αδύνατο να μην κάνουμε ποτέ λάθος σε κάτι στη ζωή μας. Η απαίτηση από τον εαυτό μας να είμαστε πάντα σωστοί, στη δουλειά μας, μας σπουδές μας, μας σχέσεις μας, μας επιφορτίζει με ένα προκαταβολικό άγχος στην ιδέα και μόνο του λάθους. Ζούμε με άγχος για κάτι που δεν έχει γίνει, για κάτι που φοβόμαστε ότι μπορεί να γίνει αλλά είναι παράλληλα ανθρώπινο και αναμενόμενο κάποια στιγμή να γίνει. Αρκετά συχνά δε, το συνεχές άγχος που βιώνει κάποιος από την απαίτηση να είναι πάντα σωστός, τον κάνει και πιο επιρρεπή στο λάθος!
Πρέπει να είναι όλοι ικανοποιημένοι από μένα
Το να έχουμε όλους τους ανθρώπους γύρω μας πλήρως ικανοποιημένους από τη δικές μας πράξεις και επιλογές είναι ακόμη ένας δυσλειτουργικός κανόνας.
Η προσπάθεια να εναρμονίσουμε τη στάση μας με τις αξίες και τις αντιλήψεις των άλλων είναι ένας λαβύρινθος, την έξοδο του οποίου δεν θα βρούμε ποτέ. Ο κανόνας αυτός προϋποθέτει να γνωρίζουμε ανά πάσα στιγμή τις σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων και να συμμορφωνόμαστε με αυτά, ακόμα και αν δεν μας αντιπροσωπεύουν. Επειδή όμως δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την σκέψη του άλλου, συχνά απλώς υποθέτουμε ό,τι σκέφτεται αυτό που ενδεχομένως σκεφτόμαστε εμείς.
Προσπαθώντας να έχουμε τους άλλους ικανοποιημένους απομακρυνόμαστε σταδιακά από το δικό μας κέντρο, από τις δικές μας επιθυμίες και ανάγκες και καταλήγουμε να παίζουμε θέατρο σε μια παράσταση που έχουμε οργανώσει μόνοι μας.
Η επιβολή της συμμόρφωσης του εαυτού μας με τις απαιτήσεις των άλλων και η ανάληψη της ευθύνης του δικού τους συναισθήματος, οδηγεί σε μια πρόσκαιρη μόνο ικανοποίηση. Νιώθουμε μια ευχαρίστηση, όταν βλέπουμε τον άλλον ευχαριστημένο από μας αλλά αυτή η ευχαρίστηση δεν έχει συνήθως διάρκεια στο χρόνο αλλά ούτε και βάθος στη ψυχή μας. Αν οι κεντρικές επιλογές της ζωής μας δεν συνάδουν με τις πυρηνικές αξίες μας και τα βαθύτερα «πιστεύω» μας, δύσκολα θα πετύχουμε την πολυπόθητη ψυχική ηρεμία και πληρότητα που αναζητούμε
Πρέπει να είμαι πάντα δυνατός
Κάποιοι άνθρωποι θεωρούν αυτονόητο ότι οφείλουν να αντέχουν τα πάντα: κάθε αναποδιά, κάθε δυσκολία, κάθε δυσάρεστη κατάσταση χωρίς να λυγίσουν ψυχικά. Πιστεύουν ότι πρέπει να είναι δυνατοί αλλά και να δείχνουν δυνατοί προς τα έξω. Η ανελαστική επιθυμία αλλά και αδήριτη ανάγκη να διαχειρίζονται με αποτελεσματικά τη ζωή χωρίς να λυγίσουν λεπτό, βαραίνει από ένα σημείο και μετά πολύ στους ώμους τους.
Συχνά θεωρούν ότι δεν μπορούν να μοιραστούν αυτό το φορτίο με κανέναν γιατί οι άλλοι γύρω τους δεν θα αντέξουν να το σηκώσουν. Επιθυμούν να προστατέψουν τους αγαπημένους τους με το να επωμίζονται όλα τα βάρη αλλά ταυτόχρονα διστάζουν και να τους εμπιστευτούν. Έχοντας ίσως μάθει από μικρή ηλικία να ανταπεξέρχονται σε όλα βασιζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις και μόνο, γίνεται συνήθεια με το πέρασμα του χρόνου. Η αντίληψη του εαυτού τους ως αδύναμου ή ως χρήζοντα βοήθεια είναι συχνά αποκρουστική και θα αναμετρηθούν μέχρι τέλους με τις αντοχές τους για να τα καταφέρουν.
Το άγχος που συνοδεύει έναν άνθρωπο με αυτή τη στάση ζωής είναι επίσης τεράστιο. Απαιτώντας από τον εαυτό του να είναι πάντα δυνατός, προσδοκά κάτι αδύνατο. Η πραγματικότητα κάποια στιγμή μας ξεπερνάει, οι δυνάμεις μας δεν επαρκούν. Αυτό δεν αποτελεί όμως ένδειξη αδυναμίας, άλλα απόδειξη ζωής.
Το άγχος αυτό λοιπόν δεν είναι σημάδι αδυναμίας άλλα συνέπεια της προσπάθειας να είναι κάποιος πολύ δυνατός για πολύ χρονικό διάστημα.
Μπορούν αυτά τα «πρέπει» να αλλάξουν;
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς. Άμεσα και γρήγορα όχι. Σταδιακά και ουσιαστικά ναι. Οι κανόνες και τα «Πρέπει» που ενδεχομένως είχαν μια χρησιμότητα σε μικρότερη ηλικία, τώρα μπορεί να μας ταλαιπωρούν πιο πολύ από ότι μας βοηθούν.
Αν και έχουμε συνηθίσει την ύπαρξη τους μπορούμε σε ένα βάθος χρόνου να αρχίσουμε να τους αμφισβητούμε και να τους αντικαθιστούμε με άλλους, λιγότερο σκληρούς, λιγότερο ανελαστικούς, πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Η χαλάρωση αυτών των κανόνων δεν σημαίνει ότι αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας ευνοϊκά αλλά ότι κάνουμε μια προσπάθεια να τον αντιμετωπίσουμε περισσότερο δίκαια. Άλλωστε, τι νόημα έχει ένα «Πρέπει» όταν δυσχεραίνει τη ζωή μας περισσότερο από ότι τη διευκολύνει;
πηγη
Η λίστα των «πρέπει» τα οποία λέμε στον εαυτό μας, είναι ίσως ατελείωτη. Είναι όμως όλα χρήσιμα; Είναι όλα ρεαλιστικά; Ας επιχειρήσουμε να τα δούμε κάπως πιο αναλυτικά ξεκινώντας από έναν διαχωρισμό.
Τα λειτουργικά «Πρέπει»
Τα ονομάζω λειτουργικά γιατί αφορούν στην ουσία τους κοινά αποδεκτούς κανόνες, οι οποίοι, είτε προκύπτουν από την νομοθεσία και διασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, είτε έχουν μια γενικότερη ηθική βάση και ρυθμίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων.
Θα λέγαμε ότι είναι νόμοι, θεσμοθετημένοι ή άγραφοι που αποσκοπούν σε ένα γενικό καλό. «Δεν πρέπει να πετάμε τα σκουπίδια στο δρόμο», «Δεν πρέπει να περνάμε με κόκκινο το φανάρι», «Πρέπει να παραχωρούμε τη θέση μας στο λεωφορείο σε κάποιον που έχει ανάγκη».
Η παραβίαση των λειτουργικών πρέπει επιφέρει συνήθως συγκεκριμένες πραγματικές συνέπειες τις οποίες και υφιστάμεθα ενίοτε αν δεν τα ακολουθούμε. Συνέπειες είτε νομικές (πρόστιμο) είτε κοινωνικές (αποδοκιμασία από τρίτους, επίπληξη).
Τα δυσλειτουργικά πρέπει
Τα δυσλειτουργικά «Πρέπει» είναι μια λίγο πιο σύνθετη κατάσταση. Εδώ αναφερόμαστε σε κανόνες που εμείς οι ίδιοι έχουμε θεσπίσει για τον εαυτό μας.
Η υποχρεωτικότητα τήρησης τους αφορά, κατά την άποψη μας εμάς και μόνο. Είναι κανόνες απόλυτοι, άκαμπτοι, μη ρεαλιστικοί. Δεν τους έχουμε υιοθετήσει συνειδητά αλλά τους αποδεχόμαστε άκριτα ως απόλυτες αλήθειες.
Συχνά αφορούν ρήσεις, συμβουλές ή απαιτήσεις τρίτων από μας τα οποία ακούγαμε συστηματικά σε μικρότερη ηλικία. Μεγαλώνοντας τα εσωτερικεύουμε, τα κάνουμε δικούς μας κανόνες και τα υπηρετούμε πιστά.
Σε άλλες περιπτώσεις τα «Πρέπει» αυτά τα έχουμε δημιουργήσει σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουμε εμείς ένα σύστημα κανόνων, έναν τρόπο αυτοαξιολόγησης αλλά και αυτο-παρακίνησης, επειδή υπάρχει πλήρης απουσία σταθερού, λογικού υποστηρικτικού γονικού πλαισίου.
Καταλήγουμε λοιπόν και στις δύο περιπτώσεις να αξιολογούμε τον εαυτό μας βάσει αυτών των κανόνων αλλά και να νιώθουμε την υποχρέωση να μην παρεκκλίνουμε στο ελάχιστο, καθώς αυτό μεταφράζεται μέσα μας σε πλήρης αποτυχία. Θα αναφερθώ στα πιο κοινά δυσλειτουργικά πρέπει που συναντώ στην κλινική πρακτική.
Δεν πρέπει να κάνω λάθος
Η απόλυτη απαίτηση από το εαυτό μας να εμπίπτουν οι πράξεις μας πάντα στη σφαίρα του σωστού γίνεται μια βασανιστική διαδικασία. Πρώτον γιατί προσπαθούμε να αξιολογήσουμε κάθε μας απόφαση και κάθε μας κίνηση πάνω στο μέτρο του σωστού και του λάθους.
Προσπαθούμε να εφαρμόσουμε μια διχοτομική λογική, τύπου άσπρο – μαύρο σε μια ζωή που κατά βάση είναι πολύχρωμη. Αλλά και το ίδιο το κριτήριο μας είναι συχνά προβληματικό: Τα περισσότερα πράγματα δεν είναι σωστά ή λάθος. Αυτό που γίνεται ανυπόφορο για το άτομο είναι η αδυναμία του να αποδεχθεί ότι κάτι που επέλεξε ή έκανε μπορεί να εμπίψει – κατά δικά του πάντα κριτήρια - στη σφαίρα του λάθους. Εκεί μπορεί να νιώσει αποτυχημένος ή να φοβάται ότι κάτι καταστροφικό θα ακολουθήσει. Κατηγορεί τον εαυτό του, νιώθει τύψεις, δεν μπορεί να το αποδεχθεί.
Πρακτικά είναι αδύνατο να μην κάνουμε ποτέ λάθος σε κάτι στη ζωή μας. Η απαίτηση από τον εαυτό μας να είμαστε πάντα σωστοί, στη δουλειά μας, μας σπουδές μας, μας σχέσεις μας, μας επιφορτίζει με ένα προκαταβολικό άγχος στην ιδέα και μόνο του λάθους. Ζούμε με άγχος για κάτι που δεν έχει γίνει, για κάτι που φοβόμαστε ότι μπορεί να γίνει αλλά είναι παράλληλα ανθρώπινο και αναμενόμενο κάποια στιγμή να γίνει. Αρκετά συχνά δε, το συνεχές άγχος που βιώνει κάποιος από την απαίτηση να είναι πάντα σωστός, τον κάνει και πιο επιρρεπή στο λάθος!
Πρέπει να είναι όλοι ικανοποιημένοι από μένα
Το να έχουμε όλους τους ανθρώπους γύρω μας πλήρως ικανοποιημένους από τη δικές μας πράξεις και επιλογές είναι ακόμη ένας δυσλειτουργικός κανόνας.
Η προσπάθεια να εναρμονίσουμε τη στάση μας με τις αξίες και τις αντιλήψεις των άλλων είναι ένας λαβύρινθος, την έξοδο του οποίου δεν θα βρούμε ποτέ. Ο κανόνας αυτός προϋποθέτει να γνωρίζουμε ανά πάσα στιγμή τις σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων και να συμμορφωνόμαστε με αυτά, ακόμα και αν δεν μας αντιπροσωπεύουν. Επειδή όμως δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την σκέψη του άλλου, συχνά απλώς υποθέτουμε ό,τι σκέφτεται αυτό που ενδεχομένως σκεφτόμαστε εμείς.
Προσπαθώντας να έχουμε τους άλλους ικανοποιημένους απομακρυνόμαστε σταδιακά από το δικό μας κέντρο, από τις δικές μας επιθυμίες και ανάγκες και καταλήγουμε να παίζουμε θέατρο σε μια παράσταση που έχουμε οργανώσει μόνοι μας.
Η επιβολή της συμμόρφωσης του εαυτού μας με τις απαιτήσεις των άλλων και η ανάληψη της ευθύνης του δικού τους συναισθήματος, οδηγεί σε μια πρόσκαιρη μόνο ικανοποίηση. Νιώθουμε μια ευχαρίστηση, όταν βλέπουμε τον άλλον ευχαριστημένο από μας αλλά αυτή η ευχαρίστηση δεν έχει συνήθως διάρκεια στο χρόνο αλλά ούτε και βάθος στη ψυχή μας. Αν οι κεντρικές επιλογές της ζωής μας δεν συνάδουν με τις πυρηνικές αξίες μας και τα βαθύτερα «πιστεύω» μας, δύσκολα θα πετύχουμε την πολυπόθητη ψυχική ηρεμία και πληρότητα που αναζητούμε
Πρέπει να είμαι πάντα δυνατός
Κάποιοι άνθρωποι θεωρούν αυτονόητο ότι οφείλουν να αντέχουν τα πάντα: κάθε αναποδιά, κάθε δυσκολία, κάθε δυσάρεστη κατάσταση χωρίς να λυγίσουν ψυχικά. Πιστεύουν ότι πρέπει να είναι δυνατοί αλλά και να δείχνουν δυνατοί προς τα έξω. Η ανελαστική επιθυμία αλλά και αδήριτη ανάγκη να διαχειρίζονται με αποτελεσματικά τη ζωή χωρίς να λυγίσουν λεπτό, βαραίνει από ένα σημείο και μετά πολύ στους ώμους τους.
Συχνά θεωρούν ότι δεν μπορούν να μοιραστούν αυτό το φορτίο με κανέναν γιατί οι άλλοι γύρω τους δεν θα αντέξουν να το σηκώσουν. Επιθυμούν να προστατέψουν τους αγαπημένους τους με το να επωμίζονται όλα τα βάρη αλλά ταυτόχρονα διστάζουν και να τους εμπιστευτούν. Έχοντας ίσως μάθει από μικρή ηλικία να ανταπεξέρχονται σε όλα βασιζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις και μόνο, γίνεται συνήθεια με το πέρασμα του χρόνου. Η αντίληψη του εαυτού τους ως αδύναμου ή ως χρήζοντα βοήθεια είναι συχνά αποκρουστική και θα αναμετρηθούν μέχρι τέλους με τις αντοχές τους για να τα καταφέρουν.
Το άγχος που συνοδεύει έναν άνθρωπο με αυτή τη στάση ζωής είναι επίσης τεράστιο. Απαιτώντας από τον εαυτό του να είναι πάντα δυνατός, προσδοκά κάτι αδύνατο. Η πραγματικότητα κάποια στιγμή μας ξεπερνάει, οι δυνάμεις μας δεν επαρκούν. Αυτό δεν αποτελεί όμως ένδειξη αδυναμίας, άλλα απόδειξη ζωής.
Το άγχος αυτό λοιπόν δεν είναι σημάδι αδυναμίας άλλα συνέπεια της προσπάθειας να είναι κάποιος πολύ δυνατός για πολύ χρονικό διάστημα.
Μπορούν αυτά τα «πρέπει» να αλλάξουν;
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς. Άμεσα και γρήγορα όχι. Σταδιακά και ουσιαστικά ναι. Οι κανόνες και τα «Πρέπει» που ενδεχομένως είχαν μια χρησιμότητα σε μικρότερη ηλικία, τώρα μπορεί να μας ταλαιπωρούν πιο πολύ από ότι μας βοηθούν.
Αν και έχουμε συνηθίσει την ύπαρξη τους μπορούμε σε ένα βάθος χρόνου να αρχίσουμε να τους αμφισβητούμε και να τους αντικαθιστούμε με άλλους, λιγότερο σκληρούς, λιγότερο ανελαστικούς, πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Η χαλάρωση αυτών των κανόνων δεν σημαίνει ότι αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας ευνοϊκά αλλά ότι κάνουμε μια προσπάθεια να τον αντιμετωπίσουμε περισσότερο δίκαια. Άλλωστε, τι νόημα έχει ένα «Πρέπει» όταν δυσχεραίνει τη ζωή μας περισσότερο από ότι τη διευκολύνει;