Από τις πιο εντυπωσιακές σκηνές της αρχαίας Ρώμης, ήταν η στιγμή που κάποιος στρατηγός, μετά από μια νίκη, έμπαινε θριαμβευτής στην πόλη.
Για να τον τιμήσει η πόλη με την πιο ένδοξη υποδοχή έπρεπε να πληρούνται δύο προϋποθέσεις: πρώτον, ο στρατηγός να είχε νικήσει σ’ έναν δίκαιο πόλεμο (bellum juctum) και, δεύτερον, στη μάχη να είχαν σκοτωθεί τουλάχιστον πέντε χιλιάδες εχθροί.
Η οργάνωση των στρατιωτών που θα συμμετείχαν στην παρέλαση γινόταν στο Πεδίον του Άρεως απ’ όπου, σε διάταξη παρέλασης, εισέρχονταν στη Ρώμη από την Αψίδα του Θριάμβου. Μέσω της Ιεράς Οδού, έφταναν στο Καπιτώλιο και απέτειναν φόρο τιμής στο Δία. Εκεί, στα πόδια του Καίσαρα, οι νικητές εναπόθεταν τους θησαυρούς και επιδείκνυαν στον κόσμο τον μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που είχαν φέρει από τις κατακτημένες χώρες.
Εκείνη την ημέρα, η Ρώμη πλημμύριζε από ζητωκραυγές και ευφορία.
Τα στεφάνια και τα λουλούδια δεν επαρκούσαν για να τιμήσουν τον νικηφόρο στρατό.
Πράγματι, η θριαμβευτική παρέλαση ήταν ένα βραβείο από μόνη της, αφού στην καθημερινή ζωή δεν επιτρεπόταν στους στρατιωτικούς να περπατούν στην πόλη.
Στο επίκεντρο, όμως, των τιμητικών εκδηλώσεων βρισκόταν ο θριαμβευτής στρατηγός, που έφερε δάφνινο στεφάνι και χρυσοκέντητο χιτώνα. Τον υποδέχονταν σαν να ήταν θεός, μέχρι του σημείου, εκείνη την ημέρα, η δημοτικότητά του και η δύναμή του να επισκιάσουν την ισχύ και τη δημοτικότητα του ίδιου του αυτοκράτορα.
Αυτός ήταν σίγουρα ο λόγος που ο Ιούλιος Καίσαρας, φοβούμενος ίσως ότι κάποιος από τους ήρωες θα ήθελε να διεκδικήσει την εξουσία, και για να μην ξεχνάει ο ήρωας-στρατηγός ότι αυτό που ζούσε ήταν προσωρινό, είχε ορίσει, πίσω του, σχεδόν κολλητά στην πλάτη του, να παρελαύνει ένας δούλος, ο οποίος, κρατώντας πάνω από το κεφάλι του στρατηγού το στεφάνι του Καπιτωλίου Διός, του ψιθύριζε στ’ αφτί: Respice post te, hominem te esse memento (=Κοίτα πίσω σου και θυμήσου ότι είσαι απλώς ένας άνθρωπος).
Δεν έχει σημασία ποιος θ’ αναλάβει να μας υπενθυμίζει ποιοι υπήρξαμε κάποτε και ποιοι είμαστε σήμερα. Άλλοτε μπορεί να είναι ένας φίλος, ένας προϊστάμενος ή ένας άγνωστος, άλλοτε οι συνάδελφοι ή ο σύντροφός μας, κι άλλοτε κάποιο κρυφό αλλά φωτεινό κομμάτι του εαυτού μας (μια πλευρά που εγώ αποκαλώ: «ο γελωτοποιός του βασιλείου»).
Το θέμα είναι ότι κάποιος πρέπει να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε συνείδηση των ευθυνών και των περιορισμών μας, ακόμη —και κυρίως— όταν του ζητάμε να σιωπά κι επιλέγουμε να μην τον ακούμε. Καλό θα ήταν, επίσης, να μπορούσε να μας προειδοποιήσει ότι διατρέχουμε τον κίνδυνο —μαγεμένοι από κάποια γοητευτικά ψέματα—, να παρεκκλίνουμε της πορείας μας πιστεύοντας ότι, αφού βρισκόμαστε σ’ έναν δρόμο στον οποίον οι άλλοι δεν έχουν ακόμη πρόσβαση, είμαστε κάτι το εξαιρετικό, καλύτεροι ή ανώτεροι.
Τα πάντα συμβαίνουν λες και κάποιες πρωταρχικές αλήθειες βρίσκονται πέρα από τα δικά μας όρια. Αν γνωρίσουμε τις αλήθειες αυτές, αν τις αναγνωρίσουμε κι αν τις αντιμετωπίσουμε, τότε μπορεί και ν’ αρχίσουμε να προσεγγίζουμε ό,τι είναι αυθεντικό και αξίζει πραγματικά. Βέβαια, η διαδικασία αυτή μπορεί να μην είναι και πολύ ευχάριστη. Προφανώς, στην αρχή, πολλές φορές, μας φαίνεται πιο απλό να πούμε ψέματα ή να κοροϊδέψουμε τον εαυτό μας. Είναι λογικό: το ψέμα είναι μια απάτη που βολεύει κάποια σκοπιμότητα ή επιθυμία μας.
Το ψέμα πάντοτε προσαρμόζεται τέλεια στην κατάσταση του καθενός: είναι πολύ φιλικό, δεν σου ζητάει τίποτα, δεν σε πιέζει ούτε σε υποχρεώνει να δεσμευτείς σε κάτι, είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να σ’ εξυπηρετήσει, ενώ με την αλήθεια συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: όχι μόνο είναι συνήθως αρκετά ενοχλητική, αλλά είμαστε πάντοτε εμείς εκείνοι που πρέπει να προσαρμοστούμε σ’ αυτήν. Σε όλη την αλήθεια. Κι αυτό γιατί, είτε μας αρέσει είτε όχι, η αλήθεια, σε αντίθεση με τον αντίποδά της, δε δέχεται περικοπές. Μισή αλήθεια δεν είναι ποτέ αξιόπιστη. Είτε είναι όλη η αλήθεια, είτε δεν είναι εντελώς αλήθεια.
πηγη
Για να τον τιμήσει η πόλη με την πιο ένδοξη υποδοχή έπρεπε να πληρούνται δύο προϋποθέσεις: πρώτον, ο στρατηγός να είχε νικήσει σ’ έναν δίκαιο πόλεμο (bellum juctum) και, δεύτερον, στη μάχη να είχαν σκοτωθεί τουλάχιστον πέντε χιλιάδες εχθροί.
Η οργάνωση των στρατιωτών που θα συμμετείχαν στην παρέλαση γινόταν στο Πεδίον του Άρεως απ’ όπου, σε διάταξη παρέλασης, εισέρχονταν στη Ρώμη από την Αψίδα του Θριάμβου. Μέσω της Ιεράς Οδού, έφταναν στο Καπιτώλιο και απέτειναν φόρο τιμής στο Δία. Εκεί, στα πόδια του Καίσαρα, οι νικητές εναπόθεταν τους θησαυρούς και επιδείκνυαν στον κόσμο τον μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που είχαν φέρει από τις κατακτημένες χώρες.
Εκείνη την ημέρα, η Ρώμη πλημμύριζε από ζητωκραυγές και ευφορία.
Τα στεφάνια και τα λουλούδια δεν επαρκούσαν για να τιμήσουν τον νικηφόρο στρατό.
Πράγματι, η θριαμβευτική παρέλαση ήταν ένα βραβείο από μόνη της, αφού στην καθημερινή ζωή δεν επιτρεπόταν στους στρατιωτικούς να περπατούν στην πόλη.
Στο επίκεντρο, όμως, των τιμητικών εκδηλώσεων βρισκόταν ο θριαμβευτής στρατηγός, που έφερε δάφνινο στεφάνι και χρυσοκέντητο χιτώνα. Τον υποδέχονταν σαν να ήταν θεός, μέχρι του σημείου, εκείνη την ημέρα, η δημοτικότητά του και η δύναμή του να επισκιάσουν την ισχύ και τη δημοτικότητα του ίδιου του αυτοκράτορα.
Αυτός ήταν σίγουρα ο λόγος που ο Ιούλιος Καίσαρας, φοβούμενος ίσως ότι κάποιος από τους ήρωες θα ήθελε να διεκδικήσει την εξουσία, και για να μην ξεχνάει ο ήρωας-στρατηγός ότι αυτό που ζούσε ήταν προσωρινό, είχε ορίσει, πίσω του, σχεδόν κολλητά στην πλάτη του, να παρελαύνει ένας δούλος, ο οποίος, κρατώντας πάνω από το κεφάλι του στρατηγού το στεφάνι του Καπιτωλίου Διός, του ψιθύριζε στ’ αφτί: Respice post te, hominem te esse memento (=Κοίτα πίσω σου και θυμήσου ότι είσαι απλώς ένας άνθρωπος).
Δεν έχει σημασία ποιος θ’ αναλάβει να μας υπενθυμίζει ποιοι υπήρξαμε κάποτε και ποιοι είμαστε σήμερα. Άλλοτε μπορεί να είναι ένας φίλος, ένας προϊστάμενος ή ένας άγνωστος, άλλοτε οι συνάδελφοι ή ο σύντροφός μας, κι άλλοτε κάποιο κρυφό αλλά φωτεινό κομμάτι του εαυτού μας (μια πλευρά που εγώ αποκαλώ: «ο γελωτοποιός του βασιλείου»).
Το θέμα είναι ότι κάποιος πρέπει να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε συνείδηση των ευθυνών και των περιορισμών μας, ακόμη —και κυρίως— όταν του ζητάμε να σιωπά κι επιλέγουμε να μην τον ακούμε. Καλό θα ήταν, επίσης, να μπορούσε να μας προειδοποιήσει ότι διατρέχουμε τον κίνδυνο —μαγεμένοι από κάποια γοητευτικά ψέματα—, να παρεκκλίνουμε της πορείας μας πιστεύοντας ότι, αφού βρισκόμαστε σ’ έναν δρόμο στον οποίον οι άλλοι δεν έχουν ακόμη πρόσβαση, είμαστε κάτι το εξαιρετικό, καλύτεροι ή ανώτεροι.
Τα πάντα συμβαίνουν λες και κάποιες πρωταρχικές αλήθειες βρίσκονται πέρα από τα δικά μας όρια. Αν γνωρίσουμε τις αλήθειες αυτές, αν τις αναγνωρίσουμε κι αν τις αντιμετωπίσουμε, τότε μπορεί και ν’ αρχίσουμε να προσεγγίζουμε ό,τι είναι αυθεντικό και αξίζει πραγματικά. Βέβαια, η διαδικασία αυτή μπορεί να μην είναι και πολύ ευχάριστη. Προφανώς, στην αρχή, πολλές φορές, μας φαίνεται πιο απλό να πούμε ψέματα ή να κοροϊδέψουμε τον εαυτό μας. Είναι λογικό: το ψέμα είναι μια απάτη που βολεύει κάποια σκοπιμότητα ή επιθυμία μας.
Το ψέμα πάντοτε προσαρμόζεται τέλεια στην κατάσταση του καθενός: είναι πολύ φιλικό, δεν σου ζητάει τίποτα, δεν σε πιέζει ούτε σε υποχρεώνει να δεσμευτείς σε κάτι, είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να σ’ εξυπηρετήσει, ενώ με την αλήθεια συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: όχι μόνο είναι συνήθως αρκετά ενοχλητική, αλλά είμαστε πάντοτε εμείς εκείνοι που πρέπει να προσαρμοστούμε σ’ αυτήν. Σε όλη την αλήθεια. Κι αυτό γιατί, είτε μας αρέσει είτε όχι, η αλήθεια, σε αντίθεση με τον αντίποδά της, δε δέχεται περικοπές. Μισή αλήθεια δεν είναι ποτέ αξιόπιστη. Είτε είναι όλη η αλήθεια, είτε δεν είναι εντελώς αλήθεια.