Ζητήθηκε
από ανθρώπους γύρω στα σαράντα να αξιολογήσουν κρίσεις και απόψεις που
είχαν εκφράσει είκοσι χρόνια πριν: όλοι αντιμετώπισαν με μια ειρωνική
αποστασιοποίηση τις σκέψεις εκείνες, ως νεανικά πάθη που δεν
αντιπροσώπευαν πιστά αυτό που οι ίδιοι πίστευαν για τον εαυτό τους.
Είκοσι χρόνια αργότερα οι ίδιοι άνθρωποι κλήθηκαν να αξιολογήσουν
σκέψεις και ιδέες που είχαν στα σαράντα τους. Και πάλι η ομόφωνη
αντίδραση ήταν η ειρωνική αποστασιοποίηση.
«Κι άλλος ήμουν απ’ αυτόν που τώρα μαζί του μιλάτε», είχε γράψει ήδη ο Πετράρχης, χωρίς να έχει ανάγκη από πειράματα.
Υπάρχει άραγε μέσα σε αυτό το συνεχές γίγνεσθαι σκέψεων και συναισθημάτων κάτι που μπορούμε να ορίσουμε ως «εγώ»; Δεν υπάρχει πιο βαθιά ριζωμένη προκατάληψη από τη «μεταφυσική του εγώ», από την πεποίθηση ότι εμείς, και μόνο εμείς, εξαιρούμαστε από την αλλαγή, λες και δεν μας επηρεάζει τίποτε απ’ όσα μας περιβάλλουν.
Πρέπει τότε να συμπεράνουμε ότι δεν υπάρχει σταθερή ταυτότητα, ότι δεν υπάρχει κανένα εγώ, επειδή όλα μεταβάλλονται αδιάκοπα;
Για άλλη μια φορά ο Ηράκλειτος προτείνει μια πιο πειστική λύση για να βάλει τάξη στην πολυπλοκότητά μας. Ίσως η ταυτότητα να μην είναι άλλη από την αλλαγή. «Αυτοί που μπαίνουν στα ίδια ποτάμια δέχονται συνέχεια άλλα κι άλλα νερά». Το αρχαίο Ελληνικό απόσπασμα θα μπορούσε όμως να διαβαστεί και σαν να αναφερόταν στους ανθρώπους: «Διαφορετικά είναι τα νερά που ρέουν γύρω από τους ίδιους ανθρώπους που μπαίνουν στα ποτάμια». Ο ισχυρισμός ότι κάθε φορά που ο ίδιος άνθρωπος μπαίνει στο ποτάμι τα νερά που τον βρέχουν είναι διαφορετικά μπορεί να φανεί τετριμμένος. Το πράγμα όμως αλλάζει αν ποτάμι και άνθρωπος ταυτίζονται (όπως μας καλεί να κάνουμε η συντακτική δομή της πρότασης): όπως η ταυτότητα του ποταμιού εξασφαλίζεται από τη ροή του νερού, έτσι και η ταυτότητα ενός ανθρώπου εξασφαλίζεται από τη ροή των εμπειριών του.
Είμαστε οι εμπειρίες μας. Αυτό που είμαστε είναι αυτό που γινόμαστε, δεν μπορούμε να αποκοπούμε από αυτό που μας περιβάλλει και από το πώς αντιδρούμε σε ό,τι μας συμβαίνει, άσχετα αν είναι καλό ή κακό. Πώς θα καταλάβουμε τι είναι η χαρά αν δεν γνωρίσουμε τον πόνο;
Αυτό είναι το μάθημα του Ηράκλειτου, ο οποίος έστρεψε το βλέμμα του από τις χαώδεις εκτάσεις του σύμπαντος στο βάθος του εσωτερικού μας κόσμου («Τα πέρατα της ψυχής σου δεν θα βρεις προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου – τόσο βαθύ λόγο περιέχει»).
Είμαστε κι εμείς μέρος του συνόλου που μεταβάλλεται αιώνια ακολουθώντας έναν δικό του ρυθμό: πρέπει να μάθουμε να συγχρονιζόμαστε με αυτόν τον ρυθμό, βρίσκοντας την ισορροπία μας. Επειδή αυτό που γινόμαστε, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε πρόσωπα και καταστάσεις, θα καθορίσει τη ζωή που θα κάνουμε.
πηγη
«Κι άλλος ήμουν απ’ αυτόν που τώρα μαζί του μιλάτε», είχε γράψει ήδη ο Πετράρχης, χωρίς να έχει ανάγκη από πειράματα.
Υπάρχει άραγε μέσα σε αυτό το συνεχές γίγνεσθαι σκέψεων και συναισθημάτων κάτι που μπορούμε να ορίσουμε ως «εγώ»; Δεν υπάρχει πιο βαθιά ριζωμένη προκατάληψη από τη «μεταφυσική του εγώ», από την πεποίθηση ότι εμείς, και μόνο εμείς, εξαιρούμαστε από την αλλαγή, λες και δεν μας επηρεάζει τίποτε απ’ όσα μας περιβάλλουν.
Πρέπει τότε να συμπεράνουμε ότι δεν υπάρχει σταθερή ταυτότητα, ότι δεν υπάρχει κανένα εγώ, επειδή όλα μεταβάλλονται αδιάκοπα;
Για άλλη μια φορά ο Ηράκλειτος προτείνει μια πιο πειστική λύση για να βάλει τάξη στην πολυπλοκότητά μας. Ίσως η ταυτότητα να μην είναι άλλη από την αλλαγή. «Αυτοί που μπαίνουν στα ίδια ποτάμια δέχονται συνέχεια άλλα κι άλλα νερά». Το αρχαίο Ελληνικό απόσπασμα θα μπορούσε όμως να διαβαστεί και σαν να αναφερόταν στους ανθρώπους: «Διαφορετικά είναι τα νερά που ρέουν γύρω από τους ίδιους ανθρώπους που μπαίνουν στα ποτάμια». Ο ισχυρισμός ότι κάθε φορά που ο ίδιος άνθρωπος μπαίνει στο ποτάμι τα νερά που τον βρέχουν είναι διαφορετικά μπορεί να φανεί τετριμμένος. Το πράγμα όμως αλλάζει αν ποτάμι και άνθρωπος ταυτίζονται (όπως μας καλεί να κάνουμε η συντακτική δομή της πρότασης): όπως η ταυτότητα του ποταμιού εξασφαλίζεται από τη ροή του νερού, έτσι και η ταυτότητα ενός ανθρώπου εξασφαλίζεται από τη ροή των εμπειριών του.
Είμαστε οι εμπειρίες μας. Αυτό που είμαστε είναι αυτό που γινόμαστε, δεν μπορούμε να αποκοπούμε από αυτό που μας περιβάλλει και από το πώς αντιδρούμε σε ό,τι μας συμβαίνει, άσχετα αν είναι καλό ή κακό. Πώς θα καταλάβουμε τι είναι η χαρά αν δεν γνωρίσουμε τον πόνο;
Αυτό είναι το μάθημα του Ηράκλειτου, ο οποίος έστρεψε το βλέμμα του από τις χαώδεις εκτάσεις του σύμπαντος στο βάθος του εσωτερικού μας κόσμου («Τα πέρατα της ψυχής σου δεν θα βρεις προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου – τόσο βαθύ λόγο περιέχει»).
Είμαστε κι εμείς μέρος του συνόλου που μεταβάλλεται αιώνια ακολουθώντας έναν δικό του ρυθμό: πρέπει να μάθουμε να συγχρονιζόμαστε με αυτόν τον ρυθμό, βρίσκοντας την ισορροπία μας. Επειδή αυτό που γινόμαστε, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε πρόσωπα και καταστάσεις, θα καθορίσει τη ζωή που θα κάνουμε.