Όταν γεννιέται κανείς, ο συναισθηματικός νους –το συναισθηματικό σώμα– είναι απολύτως υγιής. Περίπου γύρω στα τρία με τέσσερα χρόνια αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες πληγές στο συναισθηματικό σώμα, οι οποίες μολύνονται με συναισθηματικό δηλητήριο. Ωστόσο, αν παρατηρήσετε παιδιά που είναι δύο ή τριών ετών, αν δείτε πώς συμπεριφέρονται, θα διαπιστώσετε ότι παίζουν συνεχώς κι ότι πάντα γελούν. Η φαντασία τους είναι τόσο ζωηρή και κάθε τους όνειρο είναι μια περιπέτεια εξερεύνησης. Όταν κάτι δεν πάει καλά, αντιδρούν και υπερασπίζονται τον εαυτό τους, αλλά έπειτα το προσπερνούν και στρέφουν την προσοχή τους και πάλι στην παρούσα στιγμή, για να ξαναπαίξουν και να ξαναδιασκεδάσουν. Ζουν τη στιγμή. Δεν ντρέπονται για το παρελθόν· δεν ανησυχούν για το μέλλον. Τα μικρά παιδιά εκφράζουν αυτό που νιώθουν και δεν φοβούνται να αγαπήσουν.
Οι πιο χαρούμενες στιγμές στη ζωή μας είναι όταν παίζουμε σαν παιδιά, όταν τραγουδάμε και χορεύουμε, όταν εξερευνούμε και δημιουργούμε για να διασκεδάσουμε. Νιώθουμε υπέροχα όταν συμπεριφερόμαστε σαν παιδιά, γιατί αυτό είναι το φυσιολογικό για το ανθρώπινο μυαλό, η φυσιολογική ανθρώπινη τάση. Όταν ήμασταν παιδιά, είχαμε αθωότητα και μας ήταν φυσικό να εκφράζουμε αγάπη. Τι μας συνέβη, λοιπόν; Τι συνέβη σε όλο τον κόσμο;
Η απάντηση είναι ότι όταν είμαστε παιδιά, οι ενήλικοι έχουν ήδη την ψυχική ασθένεια, η οποία είναι πολύ μεταδοτική. Πώς μας τη μεταδίδουν; Μας «τραβούν την προσοχή», μας μαθαίνουν να είμαστε σαν εκείνους. Έτσι μεταδίδουμε την ασθένεια στα παιδιά μας και έτσι μας μόλυναν με αυτή οι γονείς, οι δάσκαλοι, τα μεγαλύτερα αδέρφια μας, ολόκληρη η κοινωνία των ασθενών. Μας τράβηξαν την προσοχή και μας έβαλαν πληροφορίες στο μυαλό μέσω της επανάληψης. Έτσι μαθαίνουμε.
Έτσι προγραμματίζουμε το ανθρώπινο μυαλό.
Το πρόβλημα είναι το πρόγραμμα, οι πληροφορίες που αποθηκεύσαμε στο μυαλό μας. Τραβώντας την προσοχή τους, μαθαίνουμε στα παιδιά μια γλώσσα και πώς να διαβάζουν, να συμπεριφέρονται και να ονειρεύονται. Τα εξημερώνουμε όπως ακριβώς εξημερώνουμε έναν σκύλο ή οποιοδήποτε άλλο ζώο: μέσω της τιμωρίας και της ανταμοιβής. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Αυτό που αποκαλούμε διαπαιδαγώγηση δεν είναι τίποτα παραπάνω από εξημέρωση του ανθρώπου.
Φοβόμαστε την τιμωρία, αλλά, αργότερα, φοβόμαστε ότι δεν θα πάρουμε ανταμοιβή, ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί για τους γονείς, τα αδέρφια ή τον δάσκαλό μας. Έτσι γεννιέται η ανάγκη της αποδοχής. Προηγουμένως, δεν μας ενδιέφερε αν μας αποδέχονταν ή όχι. Οι απόψεις των άλλων δεν ήταν σημαντικές, κι αυτό γιατί απλά θέλαμε να παίζουμε και να ζούμε τη στιγμή.
Ο φόβος ότι δεν θα ανταμειφθούμε μετατρέπεται σε φόβο της απόρριψης. Ο φόβος ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί μας ωθεί να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε, να δημιουργήσουμε μια εικόνα του εαυτού μας. Έπειτα προσπαθούμε να παρουσιάσουμε αυτή την εικόνα του πώς θα ήθελαν οι άλλοι να είμαστε, απλά για να γίνουμε αποδεκτοί, απλά για να πάρουμε την ανταμοιβή. Μαθαίνουμε να προσποιούμαστε ότι είμαστε κάτι που δεν είμαστε και εξασκούμαστε στο να γίνουμε κάτι διαφορετικό, ώστε να είμαστε καλοί για τους γονείς, τον δάσκαλο, τη θρησκεία μας ή οποιονδήποτε άλλο. Εξασκούμαστε συνεχώς και γινόμαστε δεξιοτέχνες στο να είμαστε κάτι άλλο από τον πραγματικό μας εαυτό.
Σύντομα ξεχνάμε ποιοι είμαστε πραγματικά και αρχίζουμε να ζούμε ως εικόνες του εαυτού μας. Δεν δημιουργούμε μόνο μια εικόνα, αλλά πολλές διαφορετικές, αναλόγως με τις κατηγορίες ανθρώπων που συναναστρεφόμαστε. Αρχικά δημιουργούμε μια εικόνα στο σπίτι και μια άλλη στο σχολείο και όταν μεγαλώνουμε δημιουργούμε ακόμη περισσότερες.
Το ίδιο ισχύει και για μια συνηθισμένη σχέση μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας. Η γυναίκα έχει μια εξωτερική εικόνα που προσπαθεί να παρουσιάσει στους άλλους, αλλά όταν είναι μόνη της έχει άλλη εικόνα για τον εαυτό της. Κι ο άντρας έχει μια εξωτερική και μια εσωτερική εικόνα. Όταν είναι πια ενήλικοι, η εσωτερική και η εξωτερική εικόνα είναι πλέον τόσο διαφορετικές που δεν ταιριάζουν σχεδόν καθόλου. Έτσι, σε μια σχέση μεταξύ άντρα και γυναίκας υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις εικόνες. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να μάθουν πραγματικά ο ένας τον άλλο; Δεν είναι. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να προσπαθήσουν να κατανοήσουν την εικόνα. Όμως, υπάρχουν κι άλλες εικόνες που πρέπει να αναφέρουμε.
Όταν ένας άντρας γνωρίζει μια γυναίκα, δημιουργεί μια εικόνα για εκείνη από τη δική του οπτική, και το ίδιο κάνει κι η γυναίκα για τον άντρα. Έπειτα προσπαθούν να βάλουν τον άλλο στο καλούπι της εικόνας που έφτιαξαν για εκείνον. Τώρα υπάρχουν ανάμεσά τους έξι εικόνες που τους χωρίζουν. Φυσικά, λένε ψέματα ο ένας στον άλλο ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούν. Η σχέση τους βασίζεται στον φόβο και στο ψέμα. Δεν βασίζεται στην αλήθεια, επειδή δεν μπορούν να δουν μέσα από την ομίχλη. Όταν είμαστε μικροί, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ των εικόνων του εαυτού μας. Οι εικόνες μας δεν αμφισβητούνται, μέχρι που αρχίζουμε να αλληλοεπιδρούμε με τον εξωτερικό κόσμο και δεν έχουμε πια την προστασία των γονιών μας.
Όταν είμαστε παιδιά, μαθαίνουμε ότι οι απόψεις των άλλων είναι σημαντικές και ζούμε σύμφωνα με αυτές. Η άποψη κάποιου μπορεί να μας ρίξει στην κόλαση, ακόμη κι αν δεν είναι αλήθεια: «Είσαι άσχημος. Κάνεις λάθος. Είσαι χαζός». Οι απόψεις έχουν μεγάλη επιρροή στην ασυλλόγιστη συμπεριφορά όσων ζουν στην κόλαση. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη να ακούμε ότι είμαστε καλοί, ότι τα πάμε καλά, ότι είμαστε όμορφοι. «Πώς σου φαίνομαι; Σου άρεσε αυτό που είπα; Πώς τα πήγα;» Έχουμε ανάγκη να ακούμε τις γνώμες των άλλων, επειδή έχουμε εξημερωθεί και μπορούμε να χειραγωγηθούμε από αυτές. Γι’ αυτό αποζητάμε την αναγνώριση των άλλων· χρειαζόμαστε συναισθηματική στήριξη· έχουμε την ανάγκη να γίνουμε αποδεκτοί από το εξωτερικό Όνειρο μέσω των άλλων.
Τόσοι άνθρωποι υποφέρουν λόγω των ψεύτικων εικόνων που προβάλλουμε. Όλοι προσποιούμαστε ότι είμαστε εξαιρετικά σημαντικοί, αλλά, ταυτόχρονα, πιστεύουμε ότι είμαστε ένα μηδενικό. Προσπαθούμε σκληρά να γίνουμε κάποιοι σε αυτή την κοινωνία του Ονείρου, να μας αναγνωρίσουν και να μας αποδεχτούν. Προσπαθούμε να είμαστε σημαντικοί, να πετύχουμε, να αποκτήσουμε ισχύ, να γίνουμε πλούσιοι και διάσημοι, να εκφράσουμε το προσωπικό μας όνειρο και να το επιβάλουμε στους γύρω μας. Γιατί; Διότι πιστεύουμε ότι το Όνειρο είναι πραγματικό και το αντιμετωπίζουμε πολύ σοβαρά.
πηγη
Οι πιο χαρούμενες στιγμές στη ζωή μας είναι όταν παίζουμε σαν παιδιά, όταν τραγουδάμε και χορεύουμε, όταν εξερευνούμε και δημιουργούμε για να διασκεδάσουμε. Νιώθουμε υπέροχα όταν συμπεριφερόμαστε σαν παιδιά, γιατί αυτό είναι το φυσιολογικό για το ανθρώπινο μυαλό, η φυσιολογική ανθρώπινη τάση. Όταν ήμασταν παιδιά, είχαμε αθωότητα και μας ήταν φυσικό να εκφράζουμε αγάπη. Τι μας συνέβη, λοιπόν; Τι συνέβη σε όλο τον κόσμο;
Η απάντηση είναι ότι όταν είμαστε παιδιά, οι ενήλικοι έχουν ήδη την ψυχική ασθένεια, η οποία είναι πολύ μεταδοτική. Πώς μας τη μεταδίδουν; Μας «τραβούν την προσοχή», μας μαθαίνουν να είμαστε σαν εκείνους. Έτσι μεταδίδουμε την ασθένεια στα παιδιά μας και έτσι μας μόλυναν με αυτή οι γονείς, οι δάσκαλοι, τα μεγαλύτερα αδέρφια μας, ολόκληρη η κοινωνία των ασθενών. Μας τράβηξαν την προσοχή και μας έβαλαν πληροφορίες στο μυαλό μέσω της επανάληψης. Έτσι μαθαίνουμε.
Έτσι προγραμματίζουμε το ανθρώπινο μυαλό.
Το πρόβλημα είναι το πρόγραμμα, οι πληροφορίες που αποθηκεύσαμε στο μυαλό μας. Τραβώντας την προσοχή τους, μαθαίνουμε στα παιδιά μια γλώσσα και πώς να διαβάζουν, να συμπεριφέρονται και να ονειρεύονται. Τα εξημερώνουμε όπως ακριβώς εξημερώνουμε έναν σκύλο ή οποιοδήποτε άλλο ζώο: μέσω της τιμωρίας και της ανταμοιβής. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Αυτό που αποκαλούμε διαπαιδαγώγηση δεν είναι τίποτα παραπάνω από εξημέρωση του ανθρώπου.
Φοβόμαστε την τιμωρία, αλλά, αργότερα, φοβόμαστε ότι δεν θα πάρουμε ανταμοιβή, ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί για τους γονείς, τα αδέρφια ή τον δάσκαλό μας. Έτσι γεννιέται η ανάγκη της αποδοχής. Προηγουμένως, δεν μας ενδιέφερε αν μας αποδέχονταν ή όχι. Οι απόψεις των άλλων δεν ήταν σημαντικές, κι αυτό γιατί απλά θέλαμε να παίζουμε και να ζούμε τη στιγμή.
Ο φόβος ότι δεν θα ανταμειφθούμε μετατρέπεται σε φόβο της απόρριψης. Ο φόβος ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί μας ωθεί να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε, να δημιουργήσουμε μια εικόνα του εαυτού μας. Έπειτα προσπαθούμε να παρουσιάσουμε αυτή την εικόνα του πώς θα ήθελαν οι άλλοι να είμαστε, απλά για να γίνουμε αποδεκτοί, απλά για να πάρουμε την ανταμοιβή. Μαθαίνουμε να προσποιούμαστε ότι είμαστε κάτι που δεν είμαστε και εξασκούμαστε στο να γίνουμε κάτι διαφορετικό, ώστε να είμαστε καλοί για τους γονείς, τον δάσκαλο, τη θρησκεία μας ή οποιονδήποτε άλλο. Εξασκούμαστε συνεχώς και γινόμαστε δεξιοτέχνες στο να είμαστε κάτι άλλο από τον πραγματικό μας εαυτό.
Σύντομα ξεχνάμε ποιοι είμαστε πραγματικά και αρχίζουμε να ζούμε ως εικόνες του εαυτού μας. Δεν δημιουργούμε μόνο μια εικόνα, αλλά πολλές διαφορετικές, αναλόγως με τις κατηγορίες ανθρώπων που συναναστρεφόμαστε. Αρχικά δημιουργούμε μια εικόνα στο σπίτι και μια άλλη στο σχολείο και όταν μεγαλώνουμε δημιουργούμε ακόμη περισσότερες.
Το ίδιο ισχύει και για μια συνηθισμένη σχέση μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας. Η γυναίκα έχει μια εξωτερική εικόνα που προσπαθεί να παρουσιάσει στους άλλους, αλλά όταν είναι μόνη της έχει άλλη εικόνα για τον εαυτό της. Κι ο άντρας έχει μια εξωτερική και μια εσωτερική εικόνα. Όταν είναι πια ενήλικοι, η εσωτερική και η εξωτερική εικόνα είναι πλέον τόσο διαφορετικές που δεν ταιριάζουν σχεδόν καθόλου. Έτσι, σε μια σχέση μεταξύ άντρα και γυναίκας υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις εικόνες. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να μάθουν πραγματικά ο ένας τον άλλο; Δεν είναι. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να προσπαθήσουν να κατανοήσουν την εικόνα. Όμως, υπάρχουν κι άλλες εικόνες που πρέπει να αναφέρουμε.
Όταν ένας άντρας γνωρίζει μια γυναίκα, δημιουργεί μια εικόνα για εκείνη από τη δική του οπτική, και το ίδιο κάνει κι η γυναίκα για τον άντρα. Έπειτα προσπαθούν να βάλουν τον άλλο στο καλούπι της εικόνας που έφτιαξαν για εκείνον. Τώρα υπάρχουν ανάμεσά τους έξι εικόνες που τους χωρίζουν. Φυσικά, λένε ψέματα ο ένας στον άλλο ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούν. Η σχέση τους βασίζεται στον φόβο και στο ψέμα. Δεν βασίζεται στην αλήθεια, επειδή δεν μπορούν να δουν μέσα από την ομίχλη. Όταν είμαστε μικροί, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ των εικόνων του εαυτού μας. Οι εικόνες μας δεν αμφισβητούνται, μέχρι που αρχίζουμε να αλληλοεπιδρούμε με τον εξωτερικό κόσμο και δεν έχουμε πια την προστασία των γονιών μας.
Όταν είμαστε παιδιά, μαθαίνουμε ότι οι απόψεις των άλλων είναι σημαντικές και ζούμε σύμφωνα με αυτές. Η άποψη κάποιου μπορεί να μας ρίξει στην κόλαση, ακόμη κι αν δεν είναι αλήθεια: «Είσαι άσχημος. Κάνεις λάθος. Είσαι χαζός». Οι απόψεις έχουν μεγάλη επιρροή στην ασυλλόγιστη συμπεριφορά όσων ζουν στην κόλαση. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη να ακούμε ότι είμαστε καλοί, ότι τα πάμε καλά, ότι είμαστε όμορφοι. «Πώς σου φαίνομαι; Σου άρεσε αυτό που είπα; Πώς τα πήγα;» Έχουμε ανάγκη να ακούμε τις γνώμες των άλλων, επειδή έχουμε εξημερωθεί και μπορούμε να χειραγωγηθούμε από αυτές. Γι’ αυτό αποζητάμε την αναγνώριση των άλλων· χρειαζόμαστε συναισθηματική στήριξη· έχουμε την ανάγκη να γίνουμε αποδεκτοί από το εξωτερικό Όνειρο μέσω των άλλων.
Τόσοι άνθρωποι υποφέρουν λόγω των ψεύτικων εικόνων που προβάλλουμε. Όλοι προσποιούμαστε ότι είμαστε εξαιρετικά σημαντικοί, αλλά, ταυτόχρονα, πιστεύουμε ότι είμαστε ένα μηδενικό. Προσπαθούμε σκληρά να γίνουμε κάποιοι σε αυτή την κοινωνία του Ονείρου, να μας αναγνωρίσουν και να μας αποδεχτούν. Προσπαθούμε να είμαστε σημαντικοί, να πετύχουμε, να αποκτήσουμε ισχύ, να γίνουμε πλούσιοι και διάσημοι, να εκφράσουμε το προσωπικό μας όνειρο και να το επιβάλουμε στους γύρω μας. Γιατί; Διότι πιστεύουμε ότι το Όνειρο είναι πραγματικό και το αντιμετωπίζουμε πολύ σοβαρά.