Θεωρούμε ευλογία την μακρά ζωή. Αλλά μέχρι πόσο "μακρά", αυτή, παραμένει ευλογία;
Τι γίνεται όταν λίγο λίγο βλέπεις να χάνονται μπροστά σου όσα αγάπησες; Τι συμβαίνει όταν χάνονται ένα προς ένα όλα τα πρόσωπα που συνδέθηκαν με την ζωή σου, όλα τα πρόσωπα που έδωσαν περιεχόμενο σε αυτήν; Συνεχίζει τότε μια τέτοια μακρά ζωή να παραμένει ευλογία; Ή μήπως είναι ένα αργό ταξίδι οδύνης που δεν λέει να φτάσει στο τέλος του;
Πως μπορεί να μην είναι βαθιά επώδυνη κάθε απώλεια που βιώνεις καθώς εσύ συνεχίζεις όλο και πιο μόνος, μέχρι να μη σου έχει μείνει πια τίποτε από όσους αγάπησες και να καταλήγεις ολομόναχος με το μοναχικό σου σαρκίο;
Από την άλλη, η ζωή σου δεν είναι αυτόφωτη; Χρειάζονται άλλοι για να της δώσουν νόημα και αξία;
Αν χρειάζονται άλλοι, δεν είναι ήδη μια ζωή θλιβερά φτωχή; Αν υπάρχει η αναγκαιότητα εξωτερικής συμβολής για να βρεις περιεχόμενο στον βίο που αξιώθηκες, τι ανάξιος βίος είναι αυτός;
Δεν πρέπει να σου είναι αρκετός ο ίδιος σου ο εαυτός, για να νιώθεις το μεγαλείο της ζωής και να επιθυμείς περισσότερο χρόνο ανεξάρτητα από τις απώλειες γύρω σου;
Ομολογώ, δεν έχω σίγουρη την απάντηση. Αυτά που θέλω να λέω ότι πιστεύω, με οδηγούν στην δεύτερη εκδοχή: η ζωή μας είναι ένα μεγαλείο, που επιθυμούμε να το παρατείνουμε όσο γίνεται - στα όρια μιας ανέφικτης αθανασίας, αν ήταν δυνατό- ανεξάρτητα από την οδύνη του χαμού αγαπημένων προσώπων.
Ίσως αυτό το τελευταίο, να είναι το δίκαιο τίμημα ενός ασυνήθιστα μακρού βίου.
Την ίδια όμως στιγμή, δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι θα ήθελα να μένω γαντζωμένος σε αυτό το εφήμερο βιώνοντας την φυγή όλων όσων αγαπάω: έναν προς έναν, ξανά και ξανά, μέχρι να μη μου έχει απομείνει πια πάρα μόνο η κουρασμένη ανάσα μου.
Δεν ξέρω, δεν μπορώ να αποφασίσω αν μια τέτοια μακρά ζωή είναι ευλογία ή κάτι σαν κατάρα.
Το ένα ή το άλλο, ίσως έχει μικρή σημασία γιατί η απάντηση είναι πιθανότατα απόλυτα εξατομικευμένη: κάποιος το νιώθει έτσι, άλλος μπορεί να το νιώθει αλλιώς.
Για ένα όμως είμαι σίγουρος. Για το αληθές των λίγων του υπέροχου Μάρκου Αυρήλιου, προς τον ανηψιό του Λουκιο:
«Omnia, Lucius, aliena sunt.
Tempus tantum nostrum est.»
Τα πάντα, Λούκιε, μας είναι ξένα (τίποτα δεν μας ανήκει).
Μονο ο χρόνος μας, είναι δικός μας.
Το τι κάνουμε με τον χρόνο μας, το πως νιώθουμε με αυτόν, αν τελικά τον βιώσουμε ως λίγο ή αρκετό ή παραπάνω από όσα θα θέλαμε, αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Αλλά το μόνο που έχουμε κατάδικό μας, είναι μόνο ο χρόνος μας.
Μόνο ο χρόνος μας είναι δικός μας. Τίποτε άλλο.
πηγη
Τι γίνεται όταν λίγο λίγο βλέπεις να χάνονται μπροστά σου όσα αγάπησες; Τι συμβαίνει όταν χάνονται ένα προς ένα όλα τα πρόσωπα που συνδέθηκαν με την ζωή σου, όλα τα πρόσωπα που έδωσαν περιεχόμενο σε αυτήν; Συνεχίζει τότε μια τέτοια μακρά ζωή να παραμένει ευλογία; Ή μήπως είναι ένα αργό ταξίδι οδύνης που δεν λέει να φτάσει στο τέλος του;
Πως μπορεί να μην είναι βαθιά επώδυνη κάθε απώλεια που βιώνεις καθώς εσύ συνεχίζεις όλο και πιο μόνος, μέχρι να μη σου έχει μείνει πια τίποτε από όσους αγάπησες και να καταλήγεις ολομόναχος με το μοναχικό σου σαρκίο;
Από την άλλη, η ζωή σου δεν είναι αυτόφωτη; Χρειάζονται άλλοι για να της δώσουν νόημα και αξία;
Αν χρειάζονται άλλοι, δεν είναι ήδη μια ζωή θλιβερά φτωχή; Αν υπάρχει η αναγκαιότητα εξωτερικής συμβολής για να βρεις περιεχόμενο στον βίο που αξιώθηκες, τι ανάξιος βίος είναι αυτός;
Δεν πρέπει να σου είναι αρκετός ο ίδιος σου ο εαυτός, για να νιώθεις το μεγαλείο της ζωής και να επιθυμείς περισσότερο χρόνο ανεξάρτητα από τις απώλειες γύρω σου;
Ομολογώ, δεν έχω σίγουρη την απάντηση. Αυτά που θέλω να λέω ότι πιστεύω, με οδηγούν στην δεύτερη εκδοχή: η ζωή μας είναι ένα μεγαλείο, που επιθυμούμε να το παρατείνουμε όσο γίνεται - στα όρια μιας ανέφικτης αθανασίας, αν ήταν δυνατό- ανεξάρτητα από την οδύνη του χαμού αγαπημένων προσώπων.
Ίσως αυτό το τελευταίο, να είναι το δίκαιο τίμημα ενός ασυνήθιστα μακρού βίου.
Την ίδια όμως στιγμή, δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι θα ήθελα να μένω γαντζωμένος σε αυτό το εφήμερο βιώνοντας την φυγή όλων όσων αγαπάω: έναν προς έναν, ξανά και ξανά, μέχρι να μη μου έχει απομείνει πια πάρα μόνο η κουρασμένη ανάσα μου.
Δεν ξέρω, δεν μπορώ να αποφασίσω αν μια τέτοια μακρά ζωή είναι ευλογία ή κάτι σαν κατάρα.
Το ένα ή το άλλο, ίσως έχει μικρή σημασία γιατί η απάντηση είναι πιθανότατα απόλυτα εξατομικευμένη: κάποιος το νιώθει έτσι, άλλος μπορεί να το νιώθει αλλιώς.
Για ένα όμως είμαι σίγουρος. Για το αληθές των λίγων του υπέροχου Μάρκου Αυρήλιου, προς τον ανηψιό του Λουκιο:
«Omnia, Lucius, aliena sunt.
Tempus tantum nostrum est.»
Τα πάντα, Λούκιε, μας είναι ξένα (τίποτα δεν μας ανήκει).
Μονο ο χρόνος μας, είναι δικός μας.
Το τι κάνουμε με τον χρόνο μας, το πως νιώθουμε με αυτόν, αν τελικά τον βιώσουμε ως λίγο ή αρκετό ή παραπάνω από όσα θα θέλαμε, αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Αλλά το μόνο που έχουμε κατάδικό μας, είναι μόνο ο χρόνος μας.
Μόνο ο χρόνος μας είναι δικός μας. Τίποτε άλλο.