Να πεθάνεις νωρίς ή να γεράσεις: δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση. ‘Ωστόσο, ό Γκαίτε είπε: «Τα γεράματα μας βρίσκουν αναπάντεχα».
Ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του μοναδική ανθρώπινη ύπαρξη και συχνά εκπλήσσεται όταν ή κοινή μοίρα γίνει και δική του όταν δηλαδή αρρωστήσει ή χάσει αγαπημένα του πρόσωπα. Θυμάμαι την κατάπληξή μου όταν αρρώστησα σοβαρά για πρώτη φορά στη ζωή μου κι έλεγα στον εαυτό μου, προσπαθώντας να τον πείσω: «αυτός πού μεταφέρουν στο φορείο είμαι εγώ». Τα ατυχήματα τα αποδεχόμαστε αρκετά εύκολα, γιατί μάς αφορούν σαν μοναδικά όντα. Αλλά τα γηρατειά αποτελούν την κοινή μοίρα κι όταν μάς συμβούν δε θέλουμε να τα παραδεχτούμε. Μάς φοβίζει το γεγονός ότι ή πάροδος τού χρόνου μάς μεταμορφώνει προσωπικά. Όταν ήμουν σαράντα μόλις χρονών στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη κοιτάζοντας τον εαυτό μου και δε μπορούσα να το πιστέψω. Τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν συνείδηση της ηλικίας τους, μα οι ενήλικοι παύουμε να τη σκεφτόμαστε πια. Δυσκολευόμαστε ιδιαίτερα να δεχτούμε τα γηρατειά, γιατί τα θεωρούσαμε πάντα σαν κάτι ξένο. Αναρωτιέμαι: «Μπορεί να έχω γίνει διαφορετικό oν, ενώ παραμένω ο εαυτός μου;».
«Ο προβληματισμός σου είναι λανθασμένος», μου απαντάνε. «Όσο νιώθεις νέος, είσαι νέος». Μα ένας τέτοιος ισχυρισμός δείχνει παρεξήγηση της περίπλοκης αλήθειας του φαινομένου των γηρατειών: για τον παρατηρητή, αποτελούν μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη δική μου οντότητα, όπως την ορίζει εκείνος αντικειμενικά και στη συνειδητοποίηση τού εαυτού μου διαμέσου εκείνου. Mεσα μου, έχει γεράσει ο «Άλλος» (δηλαδή αυτό πού αντιπροσωπεύω για τον παρατηρητή) και αυτός ο Άλλος είναι ό εαυτός μου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, για τον υπόλοιπο κόσμο, ή υπόστασή μας είναι τόσο πολύπλευρη, όσο και ο ίδιος ο κόσμος. Κάθε παρατήρηση για μας μπορεί να αμφισβητηθεί με μιαν αντίθετη γνώμη. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επιτρέπεται καμιά αμφισβήτηση: ή λέξη «έξηντάχρονος» έχει για όλους το ίδιο ουσιαστικό περιεχόμενο. Αντιστοιχεί σε βιολογικά φαινόμενα πού αποδεικνύονται πρακτικά. Μα ή δική μας προσωπική εμπειρία δε μας λέει την ηλικία μας, ούτε υπάρχει τίποτε αντιληπτό πού να μας δείχνει την κατάπτωση πού συνοδεύει την πάροδο τού χρόνου. Κι αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά για να διακριθεί ή αρρώστια από τα γηρατειά. Η αρρώστια μας προειδοποιεί για την παρουσία της και ό οργανισμός αμύνεται, συχνά με τρόπο πιο δυσάρεστο κι από το αρχικό ερέθισμα. Η ύπαρξη της αρρώστιας είναι πιο φανερή σ’ εκείνον πού την υφίσταται παρά στους γύρω του, πού μπορεί και να μην αντιλαμβάνονται τη σημασία της. Τα γηρατειά είναι πιο εμφανή στους άλλους παρά στο ίδιο το υποκείμενο. ’Αποτελούν μια νέα κατάσταση βιολογικής ισορροπίας κι αν το άτομο προσαρμοστεί ομαλά στη διαδικασία της, γήρανσης, δεν παρατηρεί την αλλαγή. Ή συνήθεια και διάφοροι αντισταθμιστικοί παράγοντες μπορούν να καλύψουν τα ψυχοκινητικά μειονεκτήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ακόμη κι αν το σώμα μας στέλνει σήματα κινδύνου, ή σημασία τους δεν είναι πάντα ξεκάθαρη. Και συχνά μπαίνουμε στον πειρασμό να συγχέουμε κάποια ανίατη νόσο με τα οριστικά γεράματα. Ό Τρότσκι πού ζούσε μόνο για την εργασία και τον αγώνα φοβόταν τα γηρατειά κι έτρεμε όταν σκεφτόταν τη φράση που επαναλάμβανε συχνά ο Λένιν: «Ξέρεις πιο είναι το χειρότερο ελάττωμα; Να έχεις περάσει τα πενήντα πέντε». Και το 1933, όταν συμπλήρωνε ο ίδιος τα 55 του χρόνια, έγραψε ένα γράμμα στη γυναίκα του όπου παραπονιόταν για κόπωση, έλλειψη ύπνου, αμνησία. Και τού φαινόταν πως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, πράγμα πού τον ανησυχούσε. «Μπορεί να είναι αυτή ή τελευταία περίοδος της ζωής, απ’ όπου δεν υπάρχει επιστροφή ή μήπως πρόκειται για μια προσωρινή, αν και ξαφνική κατάπτωση, από την όποια θα συνέλθω; Θα δούμε». Με λύπη θυμήθηκε το παρελθόν και ζητούσε να τού στείλει μια παλιά φωτογραφία, τότε πού ήταν και οι δύο τους νέοι. «Όμως, τα συγκεκριμένα συμπτώματα τού πέρασαν και ανέλαβε και πάλι τις δραστηριότητές του.
Ισχύει και το αντίθετο: οι ενοχλήσεις των γηρατειών περνάνε συχνά απαρατήρητες ή θεωρούνται ασήμαντες και θεραπεύσιμες ανωμαλίες. ‘Ο άνθρωπος έχει πια αντιληφθεί τον ερχομό των γηρατειών πριν τα διαπιστώσει κάποιος τρίτος από τα εξωτερικά του συμπτώματα . Αλλά και τότε ακόμα, το σώμα δε μας επιτρέπει να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης. Ξέρουμε, π.χ., πώς οι ρευματισμοί μας οφείλονται στα γεράματα, μα δεν καταλαβαίνουμε πως αντιπροσωπεύουν μια νέα κατάσταση. Παραμένουμε αυτό πού ήμαστε, με τούς ρευματισμούς σαν κάτι πρόσθετο.
πηγη
Ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του μοναδική ανθρώπινη ύπαρξη και συχνά εκπλήσσεται όταν ή κοινή μοίρα γίνει και δική του όταν δηλαδή αρρωστήσει ή χάσει αγαπημένα του πρόσωπα. Θυμάμαι την κατάπληξή μου όταν αρρώστησα σοβαρά για πρώτη φορά στη ζωή μου κι έλεγα στον εαυτό μου, προσπαθώντας να τον πείσω: «αυτός πού μεταφέρουν στο φορείο είμαι εγώ». Τα ατυχήματα τα αποδεχόμαστε αρκετά εύκολα, γιατί μάς αφορούν σαν μοναδικά όντα. Αλλά τα γηρατειά αποτελούν την κοινή μοίρα κι όταν μάς συμβούν δε θέλουμε να τα παραδεχτούμε. Μάς φοβίζει το γεγονός ότι ή πάροδος τού χρόνου μάς μεταμορφώνει προσωπικά. Όταν ήμουν σαράντα μόλις χρονών στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη κοιτάζοντας τον εαυτό μου και δε μπορούσα να το πιστέψω. Τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν συνείδηση της ηλικίας τους, μα οι ενήλικοι παύουμε να τη σκεφτόμαστε πια. Δυσκολευόμαστε ιδιαίτερα να δεχτούμε τα γηρατειά, γιατί τα θεωρούσαμε πάντα σαν κάτι ξένο. Αναρωτιέμαι: «Μπορεί να έχω γίνει διαφορετικό oν, ενώ παραμένω ο εαυτός μου;».
«Ο προβληματισμός σου είναι λανθασμένος», μου απαντάνε. «Όσο νιώθεις νέος, είσαι νέος». Μα ένας τέτοιος ισχυρισμός δείχνει παρεξήγηση της περίπλοκης αλήθειας του φαινομένου των γηρατειών: για τον παρατηρητή, αποτελούν μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη δική μου οντότητα, όπως την ορίζει εκείνος αντικειμενικά και στη συνειδητοποίηση τού εαυτού μου διαμέσου εκείνου. Mεσα μου, έχει γεράσει ο «Άλλος» (δηλαδή αυτό πού αντιπροσωπεύω για τον παρατηρητή) και αυτός ο Άλλος είναι ό εαυτός μου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, για τον υπόλοιπο κόσμο, ή υπόστασή μας είναι τόσο πολύπλευρη, όσο και ο ίδιος ο κόσμος. Κάθε παρατήρηση για μας μπορεί να αμφισβητηθεί με μιαν αντίθετη γνώμη. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επιτρέπεται καμιά αμφισβήτηση: ή λέξη «έξηντάχρονος» έχει για όλους το ίδιο ουσιαστικό περιεχόμενο. Αντιστοιχεί σε βιολογικά φαινόμενα πού αποδεικνύονται πρακτικά. Μα ή δική μας προσωπική εμπειρία δε μας λέει την ηλικία μας, ούτε υπάρχει τίποτε αντιληπτό πού να μας δείχνει την κατάπτωση πού συνοδεύει την πάροδο τού χρόνου. Κι αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά για να διακριθεί ή αρρώστια από τα γηρατειά. Η αρρώστια μας προειδοποιεί για την παρουσία της και ό οργανισμός αμύνεται, συχνά με τρόπο πιο δυσάρεστο κι από το αρχικό ερέθισμα. Η ύπαρξη της αρρώστιας είναι πιο φανερή σ’ εκείνον πού την υφίσταται παρά στους γύρω του, πού μπορεί και να μην αντιλαμβάνονται τη σημασία της. Τα γηρατειά είναι πιο εμφανή στους άλλους παρά στο ίδιο το υποκείμενο. ’Αποτελούν μια νέα κατάσταση βιολογικής ισορροπίας κι αν το άτομο προσαρμοστεί ομαλά στη διαδικασία της, γήρανσης, δεν παρατηρεί την αλλαγή. Ή συνήθεια και διάφοροι αντισταθμιστικοί παράγοντες μπορούν να καλύψουν τα ψυχοκινητικά μειονεκτήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ακόμη κι αν το σώμα μας στέλνει σήματα κινδύνου, ή σημασία τους δεν είναι πάντα ξεκάθαρη. Και συχνά μπαίνουμε στον πειρασμό να συγχέουμε κάποια ανίατη νόσο με τα οριστικά γεράματα. Ό Τρότσκι πού ζούσε μόνο για την εργασία και τον αγώνα φοβόταν τα γηρατειά κι έτρεμε όταν σκεφτόταν τη φράση που επαναλάμβανε συχνά ο Λένιν: «Ξέρεις πιο είναι το χειρότερο ελάττωμα; Να έχεις περάσει τα πενήντα πέντε». Και το 1933, όταν συμπλήρωνε ο ίδιος τα 55 του χρόνια, έγραψε ένα γράμμα στη γυναίκα του όπου παραπονιόταν για κόπωση, έλλειψη ύπνου, αμνησία. Και τού φαινόταν πως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, πράγμα πού τον ανησυχούσε. «Μπορεί να είναι αυτή ή τελευταία περίοδος της ζωής, απ’ όπου δεν υπάρχει επιστροφή ή μήπως πρόκειται για μια προσωρινή, αν και ξαφνική κατάπτωση, από την όποια θα συνέλθω; Θα δούμε». Με λύπη θυμήθηκε το παρελθόν και ζητούσε να τού στείλει μια παλιά φωτογραφία, τότε πού ήταν και οι δύο τους νέοι. «Όμως, τα συγκεκριμένα συμπτώματα τού πέρασαν και ανέλαβε και πάλι τις δραστηριότητές του.
Ισχύει και το αντίθετο: οι ενοχλήσεις των γηρατειών περνάνε συχνά απαρατήρητες ή θεωρούνται ασήμαντες και θεραπεύσιμες ανωμαλίες. ‘Ο άνθρωπος έχει πια αντιληφθεί τον ερχομό των γηρατειών πριν τα διαπιστώσει κάποιος τρίτος από τα εξωτερικά του συμπτώματα . Αλλά και τότε ακόμα, το σώμα δε μας επιτρέπει να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης. Ξέρουμε, π.χ., πώς οι ρευματισμοί μας οφείλονται στα γεράματα, μα δεν καταλαβαίνουμε πως αντιπροσωπεύουν μια νέα κατάσταση. Παραμένουμε αυτό πού ήμαστε, με τούς ρευματισμούς σαν κάτι πρόσθετο.